Μια μυστηριώδης μπλε κηλίδα ξεχωρίζει από μακριά πάνω στα ρούχα του. Είναι μεσημέρι Μεγάλης Τρίτης και ο Μίμης Πλέσσας έχει μόλις ανοίξει την αυλόπορτα του καταπληκτικού σπιτιού του στην Καλλιτεχνούπολη. Eνώ περπατάμε προς το μέρος του με τη συνοδεία του ημίαιμου σκύλου του Ελμι παρατηρώ ότι το μπλε είναι ο επίδεσμος με τον οποίο έχει καλύψει το δεξί χέρι του. Το αποτέλεσμα της καθημερινής ενασχόλησης του Πλέσσα με το πιάνο; Και όμως, όχι.
Ο τραυματισμός, όπως είπε, έχει προκύψει από τις ασταμάτητες… χειραψίες. Πριν από λίγο καιρό τού ζητήθηκε να μιλήσει για την τεκτονική μουσική και τα συγχαρητήρια ήταν τόσα που «το χέρι μου πιάστηκε από το σφίξιμο». Λίγες ημέρες πριν από τη συνάντησή μας είχε μιλήσει για την ελληνική τζαζ στην αίθουσα Λίλιαν Βουδούρη του Μεγάρου Μουσικής. Η αίθουσα ήταν κατάμεστη, οπότε το σκηνικό με τις χειραψίες επαναλήφθηκε. Κάποια στιγμή το χέρι του δεν άντεξε άλλο…
Σκέφτομαι ότι τα «βάσανα» του Μίμη Πλέσσα δυστυχώς δεν έχουν τελειώσει. Αφορμή για τη συνάντησή μας είναι η συναυλία που πρόκειται να δώσει τη Δευτέρα 13 Μαΐου στην Πάτρα προς τιμήν της χημικού Αντα Γιόναθ η οποία γίνεται επίτιμο μέλος στο πανεπιστήμιο της πόλης (στο οποίο ο ίδιος ο Πλέσσας είναι επίσης επίτιμο μέλος). Η Γιόναθ κέρδισε το Νομπέλ Χημείας πριν από μερικά χρόνια και ο Πλέσσας, όπως ενδεχομένως να μην είναι ευρέως γνωστό, έχει τεράστια σχέση με τη Χημεία. Αλλά και με το βραβείο Νομπέλ, όπως σύντομα θα ανακάλυπτα.
Καθίσαμε στο σαλονάκι του χώρου ανάμεσα στο σημείο όπου γράφει τη μουσική του (χρησιμοποιώντας συχνά το ίδιο μικρό πιάνο στο οποίο έχει δουλέψει τις μουσικές των ταινιών του Φίνου) και την αίθουσα όπου βρίσκονται όλα τα μηχανήματα με τα οποία έχει εργαστεί από τότε που άρχισε να ασχολείται με τη μουσική. Στους τοίχους και στα ράφια τα βραβεία. Εκατοντάδες. Κάπου ένα έργο του Τζιώτη, ένας θώρακας μέσα στον οποίο διαβάζεις τη φράση «έδωσες κι εσύ τη μάχη σου και την κέρδισες».
Απέναντι από το εσωτερικό ασανσέρ το γλυπτό μιας χοντρής γοργόνας του Τάσου Ζωγράφου. Αλλά και χειροτεχνίες του ίδιου του Πλέσσα από τα αποκαΐδια της Καλλιτεχνούπολης, όταν μαζί με τη σύζυγό του Λουκίλα κατάφερε στο παρά πέντε να γλιτώσει την περιουσία του, χάνοντας όμως ένα μέρος του πολύτιμου αρχείου του. Ο ίδιος τα φιλοτέχνησε πάνω σε χαρτί και σανίδες. «Αρχικά ήταν αδόκιμα» λέει για τους μικρούς πίνακές που αναδίδουν αισιοδοξία. «Με δυσκόλεψε λίγο το φόντο, αλλά τελικά τα κατάφερα».
Η «ασπρόμαυρη ερωμένη»


Οταν ο Μίμης Πλέσσας ήταν έξι ετών πέθανε η γιαγιά του. «Εκείνη την εποχή, το 1929, το πένθος ήταν πένθος» λέει και προς στιγμήν μια μάσκα μελαγχολίας καλύπτει το κατά τ’ άλλα διαρκώς ευχάριστο πρόσωπό του. Το θέμα είναι ότι εκείνη την εποχή σε ένα τέτοιο πένθος το πιάνο στο σπίτι δεν έπαιζε, το ραδιόφωνο σφραγιζόταν, οι καθρέφτες είχαν τουρμπάνια και επί έξι μήνες το σπίτι παρέμενε κλειστό. Οταν όμως για κάποιο διάστημα ο μικρός Δημήτρης έπρεπε να μείνει μέσα στο σπίτι λόγω ασθένειας (εντερικά), η περιέργεια νίκησε.
Μια μέρα αποφάσισε να ανοίξει μόνος του το πιάνο. Ενιωθε ότι έκανε σκανδαλιά. Αρχισε να παίζει με τα πλήκτρα. Δεν του πήρε πολύ για να ανακαλύψει ότι όσο πιο δεξιά πήγαινε τόσο πιο οξύς γινόταν ο ήχος. Αριστερά γινόταν πιο βαρύς. «Υστερα από λίγο με την ίδια σκανδαλιά είχα καταλάβει πώς λειτουργεί το όλο πράγμα». Στα έξι του μπορούσε να γράφει τις δικές του συνθέσεις. Το πρώτο φλερτ με την «ασπρόμαυρη ερωμένη», όπως ακόμη και σήμερα αποκαλεί το πιάνο, είχε γίνει. Αλλά και το φλερτ με τη μουσική με μια ευρύτερη έννοια, την οποία ωστόσο ποτέ δεν σπούδασε.
Ο Μίμης Πλέσσας λέει και ξαναλέει –και στη φωνή του διακρίνεις καμάρι –ότι είναι μουσικός αυτοδίδακτος και ότι ο γιος του Αντώνης, ο οποίος σπούδασε μουσική, ήταν εκείνος που του έδωσε έναν από τους πρώτους μικρούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές και μαζί ένα βιβλίο λέγοντάς του: «Δρ Μιμιού, τώρα με αυτά θα μάθεις να «καβαλάς» τη μουσική». Ο μπαμπάς δεν τα πήγε άσχημα. Σήμερα ο Μίμης Πλέσσας είναι εξπέρ των ηλεκτρονικών υπολογιστών –αλλά και πάλι σε μια αυτοδίδακτη βάση. Ωστόσο την εποχή που επρόκειτο να σπουδάσει Μουσική, κάτι συνέβη και τελικά σπούδασε Χημεία.
Ο δρόμος της επιστήμης


Η απόφαση του Μίμη Πλέσσα, μόλις τελείωσε τη Λεόντειο, να γίνει χημικός, ελήφθη λίγο αφότου ανακοίνωσε στη μητέρα του ότι ήθελε να γίνει… μουσικός. «Γούρλωσε τα μάτια της και μου είπε «ευχή και κατάρα να μη γίνεις ποτέ μουσικάντης!». Επρεπε να γίνω επιστήμονας». Τι ειρωνεία… Ποιος θα φανταζόταν ότι τελικά ο Μίμης Πλέσσας και επιστήμονας θα γινόταν αλλά και ένας σπουδαίος μουσικός, ο οποίος θα βοηθούσε πολλούς μουσικάντηδες να γίνουν πραγματικοί μουσικοί!
Δεν εγκατέλειψε ποτέ το πιάνο. Παράλληλα με τις σπουδές του έπαιζε στα καμπαρέ από τις 9 το βράδυ ως τις 6 το πρωί. Τα χέρια του μάτωναν. «Επρεπε να ζήσω την κατεστραμμένη μου οικογένεια».
Στη Ζάκυνθο, πολλά χρόνια πριν από τη γέννηση του Μίμη Πλέσσα, οι πρόγονοί του άνοιξαν μια επιτυχημένη επιχείρηση πιλοποιείων. Κατασκεύαζαν ψάθινα καπέλα. Ωστόσο όταν αργότερα το ψαθάκι έφυγε από τη μόδα και τη θέση του πήρε το τσόχινο καπέλο, οι αδελφοί Πλέσσα επένδυσαν τα χρήματά τους για την αγορά ανάλογων μηχανημάτων από την Ιταλία. Ετσι ιδρύθηκε η βιομηχανία Castor στο κέντρο της Αθήνας. Οι δουλειές πήγαιναν θαυμάσια, αλλά όταν ήρθε η Κατοχή οι Γερμανοί κατέσχεσαν όλα τα μηχανήματα και οι Ιταλοί μετέτρεψαν τις αποθήκες σε στάβλους.
Ηταν δύσκολη περίοδος για την οικογένεια Πλέσσα. Ακόμη χειρότερα, το 1943 οι Γερμανοί έκλεισαν το Πανεπιστήμιο ως «φωλιά αντίστασης». Κάποιοι από τους φοιτητές, ανάμεσά τους και ο Μίμης Πλέσσας, ήθελαν να λάβουν ενεργό μέρος στην Αντίσταση. Το έκαναν στα υπόγεια με τους αντιδραστήρες. Εκεί έφτιαχναν μπογιές τις οποίες χρησιμοποίησαν για να γράψουν στα πανό μιας μεγάλης αντιστασιακής πορείας στο Πεδίον του Αρεως. «ΕΑΜ με κόκκινο, ΕΠΟΝ με πράσινο και ΕΔΕ με μπλε» θυμάται. «Ημασταν όλοι εκεί δεμένοι σαν γροθιά!».
Τα χρόνια στην Αμερική


Το κλείσιμο του Πανεπιστημίου σήμανε τη διακοπή των σπουδών του Μίμη Πλέσσα, ο οποίος το 1948 (ως φοιτητής «παρελθόντων ετών») τις τελείωσε με «λίαν καλώς» και «άριστα». «Το κυριότερο», λέει σήμερα με έμφαση, «ήταν ότι ήξερα πραγματικά πολύ καλή χημεία». Αυτές οι γνώσεις του ήταν που δύο χρόνια αργότερα τον οδήγησαν στην Αμερική για νέες εμπειρίες –μουσικές και μη.
Το 1950 με αναβολή από τον Στρατό (και ύστερα από επιμονή ενός Αμερικανού που ζούσε στην Ελλάδα), ο Πλέσσας ταξίδεψε στο Ντουλούθ της Μινεσότα για να επιστατήσει ως χημικός στη φόρτωση μηχανημάτων κλωστοϋφαντουργίας για την εταιρεία των δικών του. Ολα έπρεπε να γίνουν γρήγορα, γιατί με τον πόλεμο της Κορέας η τιμή των μηχανημάτων θα εκτινασσόταν στα ύψη. Στο Ντουλούθ τού ζητήθηκε κάποια στιγμή να δώσει μια διάλεξη για τα Βαλκάνια σε Καναδούς. Η διάλεξη θα γινόταν στα γαλλικά, γεγονός που τον βόλευε αφού ως απόφοιτος της Λεοντείου τα μιλούσε σχεδόν τόσο καλά όσο τα ελληνικά (και τότε πολύ καλύτερα από τα αγγλικά).
Ενας από τους ανθρώπους που παρακολούθησαν τη διάλεξη ήταν ο πρεσβυτεριανός ιερέας δρ Αρθουρ Γιανγκ, ο οποίος το ίδιο κιόλας βράδυ άνοιξε το σπίτι του για να τον φιλοξενήσει. Μεγάλη δουλειά, γιατί με τις οικονομίες των χρημάτων του ξενοδοχείου μπορούσε να αγοράσει ένα βιβλίο ή έναν δίσκο. Ο ίδιος ιερέας ήταν που ουσιαστικά έδωσε στον Μίμη Πλέσσα το βήμα για να διακριθεί στη μουσική στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού. Τον πήγε στο Σεν Πολ της Μινεάπολης για να παίξει πιάνο σε μια γιορτή. Επαιξε το «Some enchanted evening» και το επόμενο πρωί ο Πλέσσας διάβασε στην εφημερίδα: «Dimitri Plessas wins first price in varsity show –beat me Dimitri be-bop bridges Atlantic». Ετριβε τα μάτια του. Δεν είναι λίγο πράγμα να διαβάζεις ότι α) έχεις κερδίσει το πρώτο βραβείο και β) με τη μουσική σου γεφυρώνεις την Αμερική με τη Γηραιά Ηπειρο.
Αποτέλεσμα: είχε κερδίσει τέσσερα χρόνια υποτροφίας για μουσικές σπουδές στην Αμερική, ένα δωρεάν πάσο για όλα τα θέατρα, ένα στυλό και ένα μολύβι. «Μα είμαι χημικός, όχι μουσικός» είπε ο Πλέσσας την επόμενη κιόλας ημέρα στον πρύτανη του Πανεπιστημίου του Ντουλούθ. Ο αυστηρός δρ Πάσερ έβαλε τα γέλια: «Δημήτρη, αν «παίζεις» Χημεία όπως παίζεις πιάνο θα σε πάω στο καλύτερο πανεπιστήμιο που έχουμε στην Αμερική». Το ‘πε και το ‘κανε. Τον πήγε στο Πανεπιστήμιο του Κορνέλ στην Ιθακα της Νέας Υόρκης. Εδωσε εξετάσεις, πέρασε με 98,7% και ενάμιση χρόνο αργότερα πήρε το διδακτορικό του στη Βιολογική Χημεία.
Πολλά χρόνια αργότερα, το 1967, ο Μίμης Πλέσσας θα έπεφτε από τα σύννεφα ακούγοντας τον νομπελίστα Ζαν Μαρί Λεν να λέει ότι το Νομπέλ του οφείλεται στη μελέτη του Δημήτρη Πλέσσα για τους κερεβροσίτες και τη φωσφορυλίωση. «Δούλευα στη μυελίνη χωρίς να το ξέρω…».
Λευκός με αίμα μαύρου


Στο Ντουλούθ ήρθε κάποτε να παίξει το σεξτέτο του διάσημου Χάρι Τζέιμς –όπως ήταν το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Κυπρίου Χαρίδημου Δημητριάδη, τεράστιου ονόματος στην ορχηστρική τζαζ. Οταν ο πιανίστας αρρώστησε, είπαν στον Τζέιμς ότι «υπάρχει εδώ ένας τρελός Ελληνας που παίζει «τέτοια»». Ο «τρελός» ήταν ο Πλέσσας. Και πράγματι έπαιξε με τον Χάρι Τζέιμς. Eκεί τον άκουσαν τέσσερις μαύροι πιανίστες που έπαιζαν στην Πολιτεία του Γουισκόνσιν. Του ζήτησαν να συμμετάσχει σε ένα jazz session μαζί τους. Ο Πλέσσας θυμάται ακόμη το κομμάτι με το οποίο ξεκίνησαν. Ηταν το «Yesterday» του Τζερόμ Κερν.
Μόλις το jazz session τελείωσε, ένας από τους μουσικούς τον αγκάλιασε. Ηταν ο θρυλικός Κόλμαν Χόκινς, ο οποίος του είπε: «Ντι, έχεις πρόβλημα με το αίμα σου». Ο Πλέσσας τα ‘χασε. Φοβήθηκε ότι τα είχε κάνει μούσκεμα. Ωστόσο ο ελληνοαμερικανός σαξοφωνίστας Τζόνι Ζόρμπας τού εξήγησε τι ακριβώς εννοούσε ο Χόκινς: είχε παίξει τόσο καλά που κανονικά θα έπρεπε να είναι μαύρος!
Υστερα από αυτό το session, ο Πλέσσας είχε τη μεγάλη τύχη να γνωρίσει τον Ντίζι Γκιλέσπι και να διευθύνει την ορχήστρα του. Το 1954 τέταρτη τρομπέτα στην ορχήστρα που διηύθυνε ο Πλέσσας ήταν ο Κουίνσι Τζόουνς, ο οποίος ουκ ολίγες φορές έχει χαρακτηρίσει τον Πλέσσα ως τον «μεγαλύτερο τζαζίστα των Βαλκανίων».
Ενα αστέρι είχε γεννηθεί και αυτό το αστέρι θα έλαμπε ακόμη περισσότερο μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα. «Κατά λάθος όμως» λέει ο ίδιος. Από μια σύμπτωση που δεν μπορεί να εξηγήσει, εν τέλει ασχολήθηκε και με τη μουσική στον κινηματογράφο. Από το 1939, όταν ήταν ο πρώτος σολίστ στην Ελληνική Ραδιοφωνία, ο Πλέσσας ασχολείται με το ραδιόφωνο. Σε αυτό το διάστημα έτυχε να παίξει όλες τις μουσικές του κόσμου. «Τις θεωρούσα déjà vu –σαν να τις ήξερα» λέει. Λόγω αυτής της δημοτικότητάς του ως πιανίστα κάποια στιγμή τού ζητήθηκε να γράψει μουσική για μια ταινία. Ετσι, το 1959 έκανε την πρώτη ταινία του, «Να πεθερός, να μάλαμα».
Από εκεί αρχίζει η γνωστή ιστορία του δημιουργού των μεγάλων επιτυχιών του «πραγματικού ελληνικού κινηματογράφου», όπως ο ίδιος αρέσκεται να αποκαλεί εκείνο το σινεμά.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ