«Μωρή! Ο ηθοποιός!». Είναι Σεπτέμβριος του 1974 και μια νεαρή κοπέλα στην Κοκκινιά τον βλέπει να περνάει από μπροστά της, εκείνος υποψήφιος τότε βουλευτής με την ΕΔΑ στη Β΄ Πειραιά. Είναι τα τόσα χρόνια απουσίας, αυτή θα ’ταν πιτσιρίκα ακόμη όταν εκείνος έφυγε για το Παρίσι. Είναι και ότι, όπως έλεγε ο Γιάννης Ρίτσος, «όλα σ’ αυτόν είναι μεγάλα: ανάστημα, χέρια, πόδια, φωνή, γέλιο, κίνηση – όλα στον υπερθετικό βαθμό – ούτε στιγμή δεν θα βρούμε τον Μίκη σε χαλάρωση, πάντα σε έξαρση. Ολος μια τεντωμένη χορδή, αέναα παλλόμενη, αδιάκοπα ανταποκρινόμενη και στο πιο ανεπαίσθητο νεύμα της Ιστορίας, σε κάθε νεύμα της Ιστορίας, σε κάθε νεύμα από το “μέσα” του κόσμου».
Σχεδόν 40 χρόνια αργότερα, ο 88χρονος Μίκης Θεοδωράκης πάντα πάλλεται. Ενας από τους μετρημένους στα δάχτυλα διάσημους παγκοσμίως Ελληνες της σύγχρονης μεταπολεμικής εποχής, ο μελωδός της Ιστορίας μας, ο αιρετικός Ελληνας που έχει κονταροχτυπηθεί και έχει συνδιαλλαγεί με όλους, αυτός που ο Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ είχε αποκαλέσει «εθνικό μίασμα» και η νεότερη Ελλάδα «εθνικό κεφάλαιο», ο Μίκης που προτάθηκε το 2000 για Νομπέλ Ειρήνης, αλλά μπορεί ανά πάσα στιγμή να πάρει τη μαγκούρα του και να περιαδράξει «τους τρεις υπαλλήλους β΄ κατηγορίας» στη Βουλή, ο Μίκης ο «παναγιότατος» (όπως τον είχε αποκαλέσει κάποτε ο Ευάγγελος Βενιζέλος) που ο απλός κόσμος του φιλά το χέρι, ο Μίκης ο εθνικός μαχητής και ο εθνικός ονειρευτής παραμένει, παρά την εσχάτως εξαιρετικά εύθραυστη υγεία του, σε εγρήγορση.
Οχι μόνο με την πρώτη παγκόσμια εκτέλεση του έργου του «Ραψωδία» τον περασμένο Ιανουάριο στο Μέγαρο Μουσικής με την οποία όπως δήλωσε κλείνει οριστικά την ενασχόλησή του με τη μουσική σύνθεση, ούτε μόνο γιουχάροντας τα μέλη της τρόικας (όπως έκαναν πρόσφατα μέλη της «Σπίθας» του). Αλλά και συμμετέχοντας ενεργά στην προετοιμασία της τρίωρης μουσικής παράστασης με θέμα τη ζωή του (τον υποδύεται ο ηθοποιός Αρης Λεμπεσόπουλος) που ανεβαίνει, σε σενάριο και σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη, στις 10 Μαΐου, στο θέατρο Badminton. Τίτλος της, «Ποιος τη ζωή μου…».
Μιούζικαλ ο Θεοδωράκης της Αντίστασης και της Μακρονήσου; Δεν φοβάται μήπως «εμπορευματοποιούνται» ο μύθος και η προσφορά του; «Οχι, γιατί πρόκειται για άξιους και υπεύθυνους ανθρώπους, που αγαπούν την τέχνη, το θέατρο, τη μουσική και προπάντων την πατρίδα τους» απαντά ο ίδιος στο ΒHmagazino. «Αλλωστε, το θέμα με το οποίο ασχολούνται, δηλαδή η ζωή και το έργο ενός έλληνα πολίτη και καλλιτέχνη μέσα στο πλαίσιο της πρόσφατης Ιστορίας, δεν είναι υλικά πρόσφορα για “εμπορευματοποίηση”. Το αντίθετο, θα έλεγα. Η ιστορική αλήθεια και αντικειμενικότητα στο πλαίσιο μιας υψηλής αισθητικής στάθμης – για την οποία είμαι βέβαιος – θα ανοίξουν ένα μεγάλο παράθυρο ομορφιάς με κορμό την ελληνικότητα, μέσα από το οποίο θα περάσει το οξυγόνο που τόσο μεγάλη ανάγκη έχει σήμερα ο λαός, καθώς πνίγεται μέσα στις αναθυμιάσεις της εμπορευματοποιημένης ασχήμιας».
Τι χρειάζεται κανείς για να ξεκλειδώσει την προσωπικότητα του Μίκη Θεοδωράκη; Περιστοιχισμένος από μνήμες, νότες και ουτοπίες, εκεί στο σπίτι της οδού Επιφανούς 1, με θέα στην Ακρόπολη, απαντά: «Να απαλλαγεί, αν είναι δυνατόν, από τα κόμπλεξ που τον καταδυναστεύουν».
Ο αστός που προσχωρεί στο ΕΑΜ
Ο Μιχάλης Θεοδωράκης γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου 1925 στη Χίο. Ο πατέρας του, Γιώργης, ανώτατος δημόσιος υπάλληλος, από τον Γαλατά Χανίων, τον μεγαλώνει με τους θρύλους της Κρητικής Επανάστασης. Η μικρασιάτισσα μητέρα του, Ασπασία, το γένος Πουλάκη, πιάνει να λέει με τις άλλες Τσεσμελιές τα ανατολίτικα τραγούδια, τους θρήνους, τους αναστεναγμούς, που στο τέλος ξεπηδούν από το ανοιχτό παράθυρο σαν βυζαντινός ύμνος.
Ο Μιχάλης είναι μόλις 40 ημερών όταν η οικογένεια μετακομίζει στη Μυτιλήνη. Εκεί είναι που, νήπιο ακόμη, θα δώσει μία να πέσει από έναν τοίχο τρία μέτρα, για να πετάξει σαν πουλί. Στη Μυτιλήνη είναι που ο κοσμοπολίτης θείος, Αντώνης Πουλάκης, πρόξενος στην Αλεξάνδρεια (εκείνος που θα αντικαταστήσει το μπανάλ «Μιχάλης» με το πιο εξευρωπαϊσμένο «Μίκης»), θα φέρει έναν φωνόγραφο και τρεις δίσκους. Τον έναν με άριες και όπερες, τον δεύτερο με τζαζ του ’20 και τον τρίτο με ελληνικά σουξέ, όπως « Η μπαρμπουνάρα».
Τα παιδικά του χρόνια του ο Μίκης Θεοδωράκης θα τα ζήσει ως νομάς (Σύρος, Γιάννενα, Κεφαλλονιά, Πάτρα, Πύργος, Τρίπολη) χάρη στις συνεχείς μεταθέσεις του πατέρα του. Ο ίδιος παραπονιέται ότι σε κάθε τόπο που πηγαίνει τα παιδιά ξινίζουν τα μούτρα τους με την «εξωτική» προφορά του. Το 1932 γεννιέται ο αδελφός του ο Γιάννης (ο «Γιαννάκης», όπως θα τον φωνάζει μέχρι το τέλος), αυτός που αργότερα θα γεμίζει τον κήπο του σπιτιού με τσαλακωμένα χαρτάκια γεμάτα στίχους του (τα οποία ο Μίκης περισυλλέγει και μελοποιεί). Στα 12 του φοιτά στο Ωδείο της Πάτρας, μαθαίνει βιολί και γράφει το πρώτο του τραγούδι, «Το καραβάκι». Στον Πύργο, ο πρώτος θαυμαστής του, ο πατέρας του, διοργανώνει συναυλίες di casa.
Ομως, σε έναν κινηματογράφο της Τρίπολης και ενώ έχει αρχίσει η Κατοχή, είναι που θα πάθει τη «ζημιά». Παίζει ένα γερμανικό φιλμ που τελειώνει με το φινάλε από την «Ενάτη Συμφωνία» του Μπετόβεν: «Ξαφνικά ακούστηκε αυτή η θεία μελωδία (…) τόσο που κεραυνοβολήθηκα, που το βράδυ είχα πυρετό, αρρώστησα, έφυγα από τον κόσμο αυτόν. Ποτέ δεν σκεφτόμουν ως τότε να γίνω μουσικός». Οι γονείς του προσπαθούν να τον συνετίσουν, εκείνος, όμως, ούτε που σκέφτεται πια το Πολυτεχνείο: «Δεν μπορούσα… ούτε εγώ να το εξηγήσω. Οι νότες είχαν αποτυπωθεί μέσα μου και λες και με είχαν ανασκάψει και είχαν γεννήσει έναν νέο άνθρωπο» («Το Βήμα της Κυριακής», 7.3.1999).
Στην Τρίπολη θα είναι πάλι που, την 25η Μαρτίου 1943, κατά τη διάρκεια μιας αντικατοχικής διαδήλωσης, στο κενοτάφιο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο 18χρονος Μίκης χτυπάει «συμβολικά» έναν μυστακοφόρο ιταλό αξιωματικό. Μαζί με έναν συμμαθητή του, τους δένουν πίσω από δύο άλογα και τους σέρνουν σε όλη την Τρίπολη, οι καμπάνες χτυπάνε, οι κοπέλες κλαίνε. Μέσα σε ένα τριπολιτσιώτικο μπουντρούμι θα φάει το πρώτο ξύλο, θα μυηθεί στον μαρξισμό [καθώς «ο πατέρας μου και οι άλλοι που ανήκαν στην αστική τάξη δεν είχαν πρόθεση να παλέψουν, να βάλουν το κεφάλι τους στον ντορβά. Φοβούνταν, όλοι φοβούνταν» (από το βιβλίο «Αξιος εστί» του Γεώργιου Μαλούχου, εκδ. Π. Κυριακίδη)] και θα προσχωρήσει στο ΕΑΜ.
Νότες για το μαζικό κίνημα
Ο μουσικός και ο πολιτικός Θεοδωράκης θα συμπορευτούν εν αγαστή συμπνοία. Ηδη από την Κατοχή, όταν ο Μίκης, μαθητής του Φιλοκτήτη Οικονομίδη στο Ωδείο Αθηνών, παρακολουθεί μέσα στις άδειες, παγωμένες αίθουσες του Αρχαιολογικού Μουσείου (τα αρχαία αγάλματα είναι θαμμένα για να μην πέσουν στα χέρια των Γερμανών) τις πρωινές πρόβες της Συμφωνικής Ορχήστρας και τις νύχτες πολεμάει στις τάξεις του εφεδρικού ΕΛΑΣ. Αλλά και το 1947, που εξόριστος στην Ικαρία ακούει από τα μεγάφωνα το «Καπετάν Ανδρέα Ζέππο» και μυείται ξώφαλτσα στην κουλτούρα των ρεμπέτικων. Και στο Τέταρτο Τάγμα στη Μακρόνησο, εκεί όπου το ρεπερτόριο των βασανιστηρίων είναι πλουσιότατο, ο Μίκης κάθεται στους βράχους και γράφει συμφωνίες. Αλλά και αργότερα, στη χούντα, όταν ο διευθυντής των φυλακών Αβέρωφ του ανακοινώνει «Εχω ένα θλιβερό καθήκον. Πήρα διαταγή να σας πάρω όλα τα πεντάγραμμά σας», ο μουσικός και ο πολιτικός Θεοδωράκης αναφωνούν εν ενί στόματι: «Μη στενοχωριέστε! Τι νομίζετε ότι είναι το πεντάγραμμο; Φέρτε μου ένα χαρτί».
Ο Μίκης Θεοδωράκης για τον οποίο η έμπνευση είναι «μια λάβα, πρέπει να την προλάβεις πριν κρυώσει», προτάσσει από πολύ νωρίς την «εθνική διάσταση της αποστολής του ως μουσικού δημιουργού». Οταν επιστρέφει από τις ανώτερες μουσικές σπουδές του στο Παρίσι, εγκαινιάζει το 1960 τον θεσμό των λαϊκών συναυλιών σε ολόκληρη την Ελλάδα, «ανάγοντας τη μουσική του σε σύμβουλο των καταπιεσμένων της Αριστεράς». Ο μαυροντυμένος Μίκης Θεοδωράκης με τα φουρτουνιασμένα μαλλιά διευθύνει έμπλεος ένθεης μανίας τη λαϊκή ορχήστρα του· τα μπράτσα του ανεμίζουν σαν φτερούγες πάνω από τον λαό, που δεν είναι πλέον παθητικός ακροατής, αλλά «συνδημιουργός». Δεν διστάζει να τραγουδήσει ο ίδιος (επισκιάζοντας συχνά τους ερμηνευτές του). Δεν έχει πολύ μελωδική φωνή, οι λέξεις, όμως, πετάγονται από μέσα του σαν ριπές και το κοινό παραληρεί. «Ο Μίκης ήταν ροκ!» λέει στο ΒΗmagazino η ισόβια ερμηνεύτριά του, Μαρία Φαραντούρη. «Η μέθεξη με τον κόσμο, ο τρόπος με τον οποίο καιγόταν, που ξεγυμνωνόταν πάνω στη σκηνή, ήταν ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο που δεν είχε ξαναδεί η Ελλάδα. Μέσα από τη μουσική του ήταν σαν να βγάζει δέκα λόγους. Εγώ τον γνώρισα το 1963, 16 ετών μαθήτρια. Ημουν στον Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής και μια μέρα τραγούδησα τον “Καημό” στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Ηρθε και με βρήκε: “Το ξέρεις ότι γεννήθηκες για να γεννήσεις τα τραγούδια μου;”. Εγώ απάντησα αυστηρά, του ’κανε μάλιστα εντύπωση: “To ξέρω”. Ηταν ήδη πρόεδρος στους Λαμπράκηδες (σ.σ.: Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη). Είχε ήδη αρχίσει να χτίζεται ο μύθος του. Σε ξεσήκωνε. Ηθελες να μπεις στο άρμα του και να τον ακολουθήσεις, ένιωθες ότι μπορούσε να σε ανυψώσει σε κάθε επίπεδο, πνευματικά, ψυχικά, αισθητικά».
«Η μεγαλύτερη προσφορά του Θεοδωράκη στην ελληνική κουλτούρα είναι ότι μέσω της λαϊκής μουσικής του έβαλε στα στόματα του κόσμου τη λόγια ποίηση» λέει στο BΗmagazino ο Μάκης Μάτσας, πρόεδρος της Minos EMI. Η αρχή θα γίνει εν έτει 1958 μέσα σε ένα παρκαρισμένο πράσινο Οpel, κάπου στο Παρίσι. Ο Μίκης Θεοδωράκης περιμένει τη σύζυγό του, Μυρτώ, να κάνει τα ψώνια της ημέρας και ξεφυλλίζει το αντίτυπο από τη νέα έκδοση του «Επιταφίου», που μόλις του έχει στείλει ο Γιάννης Ρίτσος με το ταχυδρομείο. Μέσα σε μερικά καταιγιστικά λεπτά, έχει μελοποιήσει 14 από τα ποιήματα, χωρίς πιάνο και παρτιτούρα, κρατώντας μόνο πρόχειρες σημειώσεις στο περιθώριο των σελίδων. Ο μελοποιημένος «Επιτάφιος», που τολμά να συνταιριάξει τον έντεχνο ποιητικό λόγο με τη λαϊκή μουσική, ανατρέπει και σοκάρει. Ο ίδιος απαντά με πύρινο άρθρο του («Για την ελληνική μουσική», 1961) στις επιθέσεις των μουσικοκριτικών της εποχής που ανθίστανται σε αυτό το άηθες πάντρεμα μπουζουκιού και λόγιας ποίησης: «Μα, τέλος πάντων, όλοι αυτοί οι κύριοι σε Λύκειο Καλογραιών ανατράφηκαν; Δεν βγήκαν λίγο πιο έξω; Δεν τραγούδησαν ποτέ τους στην ταβέρνα, στο κρατητήριο, στο κορίτσι τους; Δεν ζούνε στην Ελλάδα; (…)».
Θα ακολουθήσει το «Αξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη (για πρώτη φορά παρουσιάζεται μελοποιημένο στο κοινό το 1964), που αγανακτισμένος μουσικοκριτικός θα περιγράψει ως «κακόγουστο συνδυασμό “συμφωνικής” γραφής και μπουζουκοτράγουδων». «Η πολιτικοποίηση της μουσικής του αδιαμφισβήτητα τον βοήθησε» σπεύδει να τονίσει ο κ. Μάτσας. «Την εποχή που ο Θεοδωράκης επέβαλε το “Αξιον Εστί”, βλέπαμε με τα μάτια μας εργάτες (που είμαι σίγουρος ότι δεν καταλάβαιναν λέξη από το “Αξιον Εστί”) να έρχονται στο δισκοπωλείο και να μετράνε τα λεφτά τους για να το αγοράσουν. Αυτό επιτυχγάνετο μέσω της πολιτικής γραμμής. Δεν μπορούσε κανείς να κάνει επιτυχία στον λαϊκότερο κόσμο στην Ελλάδα, αν δεν υπήρχε μια γραμμή ότι ο άνθρωπος αυτός μάς εκφράζει και πρέπει να αγκαλιάσουμε τα έργα του. Θυμάμαι τον ίδιο τον Μπιθικώτση που στην αρχή τραγουδούσε το “Αξιον Εστί” και δεν καταλάβαινε τίποτε!».
Κατά τη διάρκεια της επταετίας, ο «απαγορευμένος» μουσικοσυνθέτης με την επαναστατική μπαγκέτα (στον αγώνα για την απελευθέρωση του οποίου θα πρωτοστατήσουν ο Αρθουρ Μίλερ, ο Χάρολντ Πίντερ, ο Υβ Μοντάν, η Τζάκι Κένεντι κτλ.) γίνεται παγκόσμιο σύμβολο. «Η Μελίνα, ο Ντασσέν αλλά και εμείς οι υπόλοιποι πολιτικοί εξόριστοι δεν αφήσαμε διάσημο Γάλλο που να μην τον πλησιάσουμε για τον Μίκη που βρισκόταν στη Ζάτουνα και κινδύνευε η υγειά του» θυμάται η συγγραφέας Αλκη Ζέη. «Ακόμη και τα παιδιά μας στα σχολεία τους μιλούσαν στους δασκάλους και στους συμμαθητές τους για τον Μίκη». Στις 27 Απριλίου 1970, η βραδιά ελεύθερης ελληνικής μουσικής και δράματος που πραγματοποιείται στο Αλμπερτ Χολ του Λονδίνου (για την ενίσχυση των οικογενειών των κρατουμένων στην Ελλάδα) με την παρουσία 106 διάσημων καλλιτεχνών (ανάμεσά τους η Γκλέντα Τζάκσον και ο Αλαν Μπέιτς) είναι φυσικά αφιερωμένη στον εξόριστο Μίκη Θεοδωράκη ο οποίος σε λίγο απελευθερώνεται και φεύγει για το Παρίσι συνοδευόμενος απο τον γάλλο πολιτικό Ζαν Ζακ Σερβάν Σρεμπέρ. Ο Μίκης είναι ο «κολλητός» του Φρανσουά Μιτεράν, που δεν χάνει κοντσέρτο του. Η μουσική του Μίκη τρελαίνει τους Κουβανούς την ώρα που ο ίδιος σαγηνεύει τον Τσε και τον Κάστρο.
Ο Θεοδωράκης, που πάντα κάνει πολιτική, «αλλά όχι ως πολιτικός», θα ντύσει με τις ρωμαίικες μέχρι το μεδούλι μελωδίες του πλείστα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα ανά τον πλανήτη (από το «Canto General», που του εμπιστεύθηκε ο Πάμπλο Νερούντα, έργο που ταυτίστηκε με τον αγώνα του χιλιανού λαού ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία του Πινοσέτ, μέχρι το τραγούδι του «Ηταν κάποτε δυο φίλοι» από τα «Λυρικά», που ανακηρύσσεται εθνικός ύμνος του Μετώπου για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης, και τον «Αντώνη» από το «Μαουτχάουζεν», που τη δεκαετία του ’80 γίνεται ο ύμνος της δημοκρατίας του τουρκικού λαού).
«Δεν φημιζόμαστε στο εξωτερικό για τον επικοαγωνιστικό χαρακτήρα της μουσικής μας» υπογραμμίζει ο μουσικολόγος Γιώργος Τσάμπρας στο «Bήμα» (15.1.2001). «Μόνο ο Μίκης Θεοδωράκης κατάφερε να εκφράσει τέτοια συλλογικά αισθήματα με τη μουσική του». Πού αποδίδει ο ίδιος την διεθνή ακτινοβολία του; «Στην αυθεντικότητα του δημιουργικού μου έργου. Στην ελευθερία της πολιτικής μου σκέψης και στην ανεξαρτησία της αγωνιστικής μου παρουσίας» λέει στο BΗmagazino.
Πολλοί στους μουσικούς κύκλους επιμένουν ότι ο πολιτικός υπονόμευσε τον μουσικό Μίκη Θεοδωράκη, ότι οι αγωνιστικές ιαχές (ενίοτε με ικανές δόσεις λαϊκισμού) σκέπασαν τον καλλιτέχνη. «Η πολιτική δεν τον έφθειρε ως μουσικό» καταθέτει σήμερα η Μαρία Φαραντούρη. «Δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει χωρίς αυτήν. Ενα πράγμα που ίσως του στέρησε ήταν η προβολή του κλασικού έργου του. Οι περισσότεροι τον ταύτισαν με μια συγκεκριμένη εικόνα που του έδωσαν τα ΜΜΕ, με τα “Είμαστε δυο” και “Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις”. Ο Θεοδωράκης δεν είναι μόνο ο μαχόμενος συνθέτης τραγουδιών, αυτή είναι απλώς η υπερτονισμένη πλευρά του. Είναι πρωτίστως ο μουσουργός με το πλουσιότατο έργο (συμφωνίες, χορωδιακά, σουίτες κτλ.), που πήρε, μάλιστα, ο μεγάλος γερμανικός οίκος Schott. Εγώ είμαι 65 χρόνων σήμερα και γυρίζω τον κόσμο στο όνομά του. Το 2009 η Μέρκελ ήρθε στη συναυλία μου για να ακούσει το “Canto General”. Αρκεί να δει κανείς πώς ο Τσαρλς Λόιντ, ο τελευταίος θρύλος της τζαζ, χρησιμοποιεί σήμερα τη μουσική του Μίκη!».
Κάποιοι θα επισημάνουν ότι η έντονα πολιτικοποιημένη μουσική δημιουργία του, τόσο γνήσια και ειλικρινής στις δεκαετίες των υψηλών πολιτικών θερμοκρασιών (χούντα, Μεταπολίτευση), μοιάζει να εκφυλίζεται στη συνέχεια, όταν η Μεταπολίτευση ωριμάζει και η θερμοκρασία πέφτει αισθητά. «Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο Μίκης Θεοδωράκης είναι το πιο γερό κεφάλαιο της πολιτικά στρατευμένης μουσικής, του αριστερού τραγουδιού στην Ελλάδα» εκμυστηρεύεται στο ΒHmagazino ειδικός περί της ελληνικής μουσικής. «Από εκεί και πέρα, όμως, ο Μίκης συνέχισε να “πουλάει” το αριστερό, το πολιτικοποιημένο προϊόν, όταν πια δεν ήμασταν για γιούργια αγωνιστικά, όταν οι συνθήκες δεν το δικαιολογούσαν».
Ουδείς θα αμφισβητήσει ότι ο Θεοδωράκης είναι από τα ελάχιστα εξαγώγιμα προϊόντα της σύγχρονης ελληνικής πολιτιστικής παραγωγής. Ομως, πολλοί θα του καταλογίσουν πως, παρ’ ότι είναι ένας από τους πλέον ευνοημένους καλλιτέχνες της Μεταπολίτευσης (με την ορχήστρα του να επιχορηγείται γενναιόδωρα, με το όνομά του να κοσμεί πλατείες, ωδεία, θέατρα, σχολεία, μουσεία και λαϊκούς αγώνες δρόμου), συχνά παραπονείται εντόνως για την απαξιωτική, όπως ισχυρίζεται, μεταχείριση που επιφυλάσσει το επίσημο κράτος στο έργο του (π.χ. το 2006, ο χολωμένος Μίκης αρνείται την όποια «κυβερνητική ελεημοσύνη», τη στιγμή που μόνο την τριετία 2004-2006 η Λαϊκή Ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης» έχει λάβει 692.882 ευρώ!). Δεν θα είναι και λίγες οι φορές που του προσάπτουν «ιμπεριαλιστικές» τάσεις στον χώρο του πολιτισμού, καθώς «ανταγωνίζεται» ευθέως καλλιτέχνες, υποταγμένους «στο δεσπόζον διεθνώς αγγλοσαξονικό μοντέλο ήχων και εικόνων» (όπως το 2001, όταν εξανίσταται για το υπέρογκο κόστος της συναυλίας του έτερου εθνικού, Βαγγέλη Παπαθανασίου, εν όψει της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας: «Ενα δισεκατομμύριο δεν θα έδινα ούτε στον Μπετόβεν!»).
Ο συνθέτης δεν κρύβει την αγωνία για τη διάδοση του έργου του: «Μπορείτε να φανταστείτε ότι ο Μίκης με έπαιρνε τηλέφωνο και μου έλεγε: “Ακουσα την εκπομπή σου (σ.σ.: διαφημιστική εκπομπή της Minos) και έχεις δύο τραγούδια του Βοσκόπουλου και ένα δικό μου;”» λέει σήμερα ο Μάκης Μάτσας. Η αυτή αγωνία και για τη λαοφιλία του: «Δεν βλέπετε τον Θεοδωράκη;» θα γράψει ο Μάνος Χατζιδάκις. «Τον “λαό” ηθέλησε. Οταν ο “λαός” από πενήντα χιλιάδες γίνεται σαρανταεννιά, παίρνει των ομματιών του και φεύγει για το Παρίσι, τον πιάνει απελπισία από τη μοναξιά. Ενώ εγώ με τις τρεις χιλιάδες, αισθάνομαι πάντα ικανοποιημένος» («Ο καθρέφτης και το μαχαίρι», εκδ. Ικαρος).
Ο κομμουνιστής που ενοχλούσε
Η Αριστερά αδυνατεί να καταλάβει ότι ο Μίκης είναι σολιστικό όργανο, θέλει ο ήχος του να κυριαρχεί, δεν μπορεί απλώς να συνοδεύει. Μετά την πτώση της χούντας, οι σχέσεις μαζί του θα είναι εύθραυστες, συχνά δε τεταμένες. Στις πρώτες εκλογές της Μεταπολίτευσης, τo 1974, όταν o Θεοδωράκης κατεβαίνει υποψήφιος με την Ενωμένη Αριστερά στη Β΄ Πειραιά, είναι σαφές ότι και ενωμένη η Αριστερά (ΚΚΕ, ΚΚΕ εσωτερικού, ΕΔΑ) δεν θέλει έναν τόσο σαρωτικό τρίτο παίκτη. Τον «ρίχνει» στη σταυροδοσία και ο Μίκης δεν εκλέγεται βουλευτής.
Ομως, οι περισσότεροι σύντροφοι στο «Πολιτμπιρό» αρνούνται να χωνέψουν αυτό που τόσο γλαφυρά περιγράφει στο ΒΗmagazino o για πολλά υπεύθυνος Γραφείου Τύπου του ΚΚΕ (για πολλούς alter ego του Χαρίλαου Φλωράκη), ανεξάρτητος σήμερα βουλευτής, Μίμης Ανδρουλάκης: «Ο Μίκης είναι ποταμός που κατεβαίνει και σαρώνει τα πάντα. Και νερό και ιλύ, και κορμούς, και πέτρες, όλα. Γι’ αυτό ακριβώς χρειάζονταν άνθρωποι σαν και εμένα, η δουλειά η δική μου τότε ήταν να είμαι ένας μηχανικός, ένας εργάτης ορυχείου. Επρεπε μέσα από τα χώματα να βγάλω τα διαμάντια. Αυτή η κατεβασιά, αυτός ο ποταμός χρειαζόταν ένα φράγμα, για να σταματήσει λίγο, να εξημερωθεί, για να μπορέσει να αρχίσει να παράγει ρεύμα!».
Ο παλιός κομματικός μηχανισμός δεν κρύβει την αμηχανία του απέναντι στο φαινόμενο «Μίκης», υπάρχει εν πολλοίς διάχυτο αυτό που θα του πει κάποτε κατά πρόσωπο ένα ηγετικό στέλεχος, ο Κώστας Λουλές: «Μίκη, κοίτα τα τραγούδια σου και άσε μας εμάς να κάνουμε πολιτική». Ο ίδιος θα περιγράψει επανειλημμένως τη μοναξιά του (αργότερα) στον 10ο όροφο του Περισσού (πιο αβυσσαλέα, λέει, ακόμη και από αυτήν που θα νιώσει στους κόλπους της Δεξιάς), όταν καθόταν σε ένα γραφείο απέναντι από τον Χαρίλαο Φλωράκη και δίπλα στον Μίμη Ανδρουλάκη.
«Ημασταν το Τρίγωνο των Βερμούδων για το οποίο βυσσοδομούσε όλο το υπόλοιπο κόμμα!» λέει ο κ. Ανδρουλάκης. «Παρ’ ότι ο Μίκης ήταν κομματική προσωπικότητα, δηλαδή η διάθεσή του στο ΚΚΕ ήταν να γίνει μέλος του Πολιτικού Γραφείου, ήταν φανερό ότι δεν “κολλούσε” με τους παλιούς. Τους τρέλαινε η πληθωρικότητά του. Αυτοί περίμεναν να κάνουν ένα συνέδριο και ο Μίκης είναι εκατό συνέδρια μέσα σε μια μέρα! Ο Φλωράκης υπέφερε και εξεγειρόταν, γιατί του είχε αδυναμία. Ο Μίκης τού γκρίνιαζε. “Χαρίλαε, με θες madame de compagnie” του είπε μια φορά. Ο Χαρίλαος κάποτε, για να τον καλμάρει, τον πήρε με τον Yπερσιβηρικό στη λίμνη Βαϊκάλη. Χειμώνας, και στη Βαϊκάλη σταθμευμένα δεκάδες πούλμαν με αμερικανούς τουρίστες που τρέχουν κατά πάνω του: “Μikis! Mikis!”. Ο Χαρίλαος γυρίζει και του λέει: “Ρε συ, εγώ είμαι γενικός γραμματέας, μου έδωσε κανείς σημασία; Εσένα, όμως, όπως και τον Σοστακόβιτς και τον Μπετόβεν, ύστερα από εκατό χρόνια θα σε θυμούνται. Εμένα θα με έχουν ξεχάσει οι πάντες! Και πρώτα το κόμμα μου!».
Το 1975 ο συνθέτης βρίσκεται ήδη σε οξεία αντιπαράθεση με το ΚΚΕ. Και ενώ η ΚΝΕ ετοιμάζει το πρώτο Φεστιβάλ Νεολαίας, το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται είναι αν η «παρέμβαση στον πολιτισμό» θα επιτρέψει τα τραγούδια εκείνου που υποστήριξε τη «Λύση Καραμανλή» και ξεστόμισε το «Καραμανλής ή τανκς». Η απόφαση στην οποία καταλήγει το Γραφείο του Κεντρικού Συμβουλίου είναι αυτό το οποίο ο ίδιος ο Μίκης μάχεται ισοβίως: η βίαιη αποκόλληση του πολιτικού από τον μουσικό εαυτό του. Ο ίδιος δεν θα προσκληθεί στο Φεστιβάλ του ΚΝΕ, τα τραγούδια του, όμως, «έχουν αυτοτέλεια απέναντι στον δημιουργό τους και τα δεχόμαστε διότι εκφράζουν το λαϊκό κίνημα». Οπως σημειώνει ο κ. Ανδρουλάκης, «κάποιοι ήταν τόσο φανατικοί, που έγραψαν για τον Μίκη κάτι που και εγώ, ιδεολογικός υπεύθυνος των πάντων, δεν πήρα χαμπάρι: “Η μουσική σου ανήκει σ’ εμάς, όχι σ’ εσένα!”».
Η κατάσταση φτάνει στα άκρα όταν την πρόσοψη του Καυτανζόγλειου της Θεσσαλονίκης, εκεί που ο Ξαρχάκος θα παρουσιάσει για πρώτη φορά μετά την απελευθέρωση το «Αξιον Εστί», κοσμούν κόκκινα γράμματα: «Θάνατος στον Θεοδωράκη» με την υπογραφή της ΚΝΕ. «Δεν θα το πίστευα αν δεν το έβλεπα με τα μάτια μου» θα εκμυστηρευτεί ο ίδιος στον Γεώργιο Μαλούχο. «Καθώς πηγαίναμε με το αυτοκίνητο, ήρθαν οι κνίτες και, μόλις με είδαν, μου πέταγαν κατά πρόσωπο τις προκηρύξεις και με έβριζαν. Εγώ δεν μίλησα καθόλου…». Ο «Ριζοσπάστης» δεν παίρνει θέση αν είναι προβοκάτσια ή όχι και αποθηριωμένος ο Μίκης, σε μια χειμαρρώδη συνέντευξη στην «Αυγή», αναφέρει ότι τα παιδιά της ΚΝΕ είναι θύματα μιας «πολιτικής γενιτσαρισμού». Η εφημερίδα προβάλλει στον τίτλο τη λέξη «γενίτσαροι» και η κατάσταση εκτροχιάζεται.
Το 1978 ο μέχρι πρότινος αποσυνάγωγος του κόμματος δέχεται στην ταράτσα του σπιτιού του την επίσκεψη του «σκληρού του ΚΚΕ», Γρηγόρη Φαράκου. Ο Μίκης Θεοδωράκης δέχεται να κατέβει υποψήφιος του ΚΚΕ στις δημοτικές εκλογές του Οκτωβρίου (σημειωτέον ότι η αναθέρμανση των σχέσεων τους έχει ξεκινήσει έναν χρόνο νωρίτερα με την Κίνηση για την Ενωμένη Αριστερά). Παρ’ ότι δεν εκλέγεται δήμαρχος, επιχαίρει που οι φανατικοί του αντίπαλοι μεταλλάσσονται εν μιά νυκτί σε αφισοκολλητές του.
Το 1981 εκλέγεται αισίως βουλευτής στη Β΄ Πειραιά με το ψηφοδέλτιο του ΚΚΕ, το ίδιο και το 1985. Εναν χρόνο αργότερα, όμως, αηδιασμένος, με την υποτακτική απέναντι στο ΠαΣοΚ πολιτική της ηγεσίας του κομμουνιστικού κόμματος καταφεύγει στο Παρίσι. Οι σχέσεις με την Αριστερά θα παραμείνουν εύθραυστες μέχρι και σήμερα. Το 2011 ο ενοχλημένος με τη νεοπαγή «Σπίθα», Μάκης Μαΐλης φροντίζει τεχνηέντως να μην επιτεθεί στον Μίκη, αλλά στα αστικά κόμματα και στους τυχοδιώκτες που «χρησιμοποιούν το σημαντικό και λαοπρόβλητο έργο του». Ούτε και στον «cool» της Αριστεράς, Αλέξη Τσίπρα, θα χαριστεί ο υπερήλικος Θεοδωράκης. Παραθέτοντας τους λόγους για τους οποίους αρνήθηκε να είναι υποψήφιος με τον ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές της 17ης Ιουνίου 2012, θα τον κατηγορήσει για «καθαρά πολιτικό τυχοδιωκτισμό».
«Τον Μίκη η Αριστερά τον θέλει αλέτρι για να οργώνει τις μάζες» θα συνοψίσει εν έτει 1975 με το προσφιλές, καταιγιστικό του στυλ ο «σερ» Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Σήμερα ο 88χρονος «ουτοπικός κομμουνιστής» Μίκης Θεοδωράκης εμμένει στη δική του Αριστερά. «Η Αριστερά η δική μου, δηλαδή η πατριωτική οργάνωση για την πρόοδο και την κοινωνική δικαιοσύνη, είναι εκείνη της Εθνικής Αντίστασης, των κοινωνικών αγώνων, της πολιτιστικής ανάπτυξης, του αντιδικτατορικού αγώνα και της πάλης για εθνική ανεξαρτησία και πατριωτική αναγέννηση» λέει στο BHmagazino. «Η θητεία μου μέσα σ’ αυτό το καμίνι των εθνικών και κοινωνικών αγώνων έχει τόσο μεγάλη διάρκεια και τόσο βάθος, ώστε να θεωρώ τον εαυτό μου αυθεντικό εκπρόσωπο των ιδεών που μας οδήγησαν σε τόσες και τόσες θυσίες για την πατρίδα μου και τον λαό. Δεν έχω ανάγκη από ετικέτες για να αυτοκαθοριστώ. Εξάλλου, δεν έπαψα ως σήμερα να μάχομαι πιστός στις ιδέες που με γαλούχησαν, με διαμόρφωσαν και με έκαναν να είμαι αυτός που είμαι. Σήμερα, τοποθετούμαι έξω και ενάντια στο σύστημα εξουσίας κι αυτή είναι η μεγάλη απόσταση που με χωρίζει από τα σύγχρονα κόμματα της Αριστεράς».
Ενας ψηλός και ένας κοντός
Η σχέση με τον Μάνο Χατζιδάκι θα είναι ταραχώδης, με διαξιφισμούς μέσω του Τύπου, με υψηλής αισθητικής μονομαχίες («Οδός ονείρων» ο Μάνος στο Μετροπόλιταν και «Ομορφη πόλη» ο Μίκης στο Παρκ), μικροπρέπειες, γκρίνιες (ακόμη και για το ύψος του πόντιουμ στη Μικρή Ορχήστρα), αλλά και με μία αδελφική στοργικότητα που έχει τις ρίζες της σε εκείνα τα καλοκαιρινά απογεύματα που ανέβαιναν με το λεωφορείο τη Συγγρού και ονειρεύονταν να γίνουν συμφωνιστές. Η καλλιτεχνική και ιδεολογική κόντρα τους θα διχάσει επί σειρά ετών την Ελλάδα, ακόμη και στην ΚΝΕ-Οδηγητής υπήρχε ακραιφνής χατζιδακική φράξια.
«Ο Μίκης ήταν pleaser, δεν ήθελε να δυσαρεστεί κανέναν», λέει στο BHmagazino ο Μάκης Μάτσας, «μόνο με τον Χατζιδάκι είχε κόντρα. Εκείνος τον κατηγορούσε ότι χρησιμοποιούσε την πολιτική για να επιβάλει τον μουσικό λόγο του, πράγμα που θεωρούσε καλλιτεχνικά ανέντιμο. Ηταν δύο εκ διαμέτρου αντίθετοι άνθρωποι. Ο Μίκης ήταν πάντα εύκολος στη δουλειά, δεν είχε τις ιδιοτροπίες και την τελειομανία του Μάνου. Πολλές φορές, τελείωνε η ηχογράφηση και του λέγαμε: “Βρε Μίκη, αυτό το μπουζούκι δεν είναι κουρδισμένο σωστά, πρέπει να το ξαναπάμε”. “Μην το χαλάτε. Είναι υπέροχο!”. Με τον Χατζιδάκι κάναμε μια μέρα να γράψουμε ένα τραγούδι και στο τέλος έλεγε: “Πολύ ωραίο το αποτέλεσμα, αλλά αύριο θα το επαναλάβουμε”».
Ηταν πάντοτε μια διαφορά «αγωγής» και «νοοτροπίας» θα συνοψίσει ο Μίκης: «Η ζωή του (σ.σ.: Μάνου) ήταν μια τέχνη. Εγώ ήμουν ο άνθρωπος που δούλευα πολύ και ζούσα τη ζωή μου μέσα στη φαντασία μου κλεισμένος σε ένα δωμάτιο. Ο Μάνος τη ζούσε ο ίδιος ως άτομο, δηλαδή ξυπνούσε αργά, ξυριζόταν, έβαζε την ωραία κολόνια του…» («Αξιος Εστί»). Παλαιότερα, βέβαια, το είχε θέσει διαφορετικά: «O Χατζιδάκις, που όταν εγώ βρισκόμουν στην απομόνωση στην Ασφάλεια, αυτός φωτογραφιζόταν με τον Μακαρέζο! («Τα Νέα», 9.4.1975). «Παρ’ όλα αυτά, στις πιο μύχιες και δικές τους στιγμές ο ένας στήριζε τον άλλον» καταθέτει σήμερα στο BHmagazino η μουσική «ιέρεια» αμφοτέρων, Μαρία Φαραντούρη. «Υπήρχε πάντα μεταξύ τους μια υπόγεια διασύνδεση, ένας αλληλοθαυμασμός. Ο Μίκης, παρ’ ότι κτητικός με τους τραγουδιστές του, πάντα τους δάνειζε στον Μάνο. Πάντα αισθανόμουν ότι οι δυο τους βρίσκονται στο ίδιο δωμάτιο. Ο Μίκης είναι αυτός που ανοίγει το παράθυρο και θέλει να βγει έξω, ενώ ο Μάνος είναι εκείνος που θέλει να κλείσει τις γρίλιες. Ο ένας με την εξωστρέφειά του, τον ερωτισμό, τους αγώνες. Ο άλλος με την εσωτερικότητα, τα υπαρξιακά, τον λυρισμό του».
Οι δύο «Επιτάφιοι» (ο χατζιδακικός με τη Νάνα Μούσχουρη και ο θεοδωρακικός με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση) θα είναι εκείνοι που θα πυροδοτήσουν την παραφιλολογία για το βαθύ αισθητικό ρήγμα ανάμεσα στους δύο «πυλώνες» της σύγχρονης έντεχνης λαϊκής μουσικής και θα διχάσουν. Η εχθρικώς διακείμενη προς τον Θεοδωράκη Νάνα Μούσχουρη θα καταθέσει, όπως ισχυρίζεται, την «αληθινή ιστορία» του «Επιταφίου» («Ταχυδρόμος», 22.5.1975): «Ο Μίκης είχε γυρίσει τελείως άγνωστος από το Παρίσι και ο Μάνος, ενθουσιασμένος με τα τραγούδια του “Επιταφίου”, ήρθε και με πρωτοφανή ζήλο με ξεσήκωνε να τραγουδήσω τα τραγούδια ενός νέου φίλου του, με καταπληκτικό ταλέντο… Ο Μάνος δεν έκανε ποτέ τόσο πολλά για τη δική του μουσική. Καθόμασταν όλοι μαζί, ο Ρίτσος, ο Μποσταντζόγλου, ο Μίκης και ο Μάνος, και προχωράγαμε μαθαίνοντας τα τραγούδια του “Επιταφίου” στο πιάνο. Ηταν μεγάλες στιγμές. Ο ενθουσιασμός της δημιουργίας δυο φίλων. (…) Ολα αυτά μέχρι τη στιγμή που τελειώσαμε το έκτο τραγούδι. Το θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή, ήταν το “Μέρα Μαγιού”. Κάτι συνέβη. Και ξαφνικά, είδα έναν Μάνο πυρ και μανία να μου λέει ότι θα συνεχίσουμε μόνοι μας! Σε δύο νύχτες μέσα, ο Μίκης Θεοδωράκης, επηρεασμένος από τον Τάκη Β. (σ.σ.: τον Τάκη Λαμπρόπουλο, παλιό διευθυντή της Columbia), είχε αλλάξει. Ο Τάκης Β. είχε βρει αντίβαρο, για να χτυπήσει τον Χατζιδάκι! Θυμάμαι πως ο Μίκης πήγε και έκανε δηλώσεις: “H Μούσχουρη είναι το κορίτσι του σαλονιού, αλλά εγώ προτιμώ το παλικάρι του κάμπου”».
Ο ίδιος ο Χατζιδάκις θα καταπραΰνει μεταγενέστερα τα πάθη γύρω από τις εξίσου εμβληματικές βερσιόν (μία για τους αριστερούς, μία για τους αστούς) του «Επιταφίου», στις οποίες «αποκρυσταλλώνονται οι κοινωνικοπολιτικές εντάσεις της εποχής». «Λοιπόν, κατ’ αρχήν να μη λέμε υπερβολές. Δεν είχε διχάσει ούτε τους κριτικούς ούτε το κοινό. Οι αριστεροί και οι Λαμπράκηδες προτιμούσαν ό,τι διηύθυνε ο Θεοδωράκης και βρίσκαν τον δικό μου ευαίσθητον, αλλά όχι αρρενωπόν… Και οι δύο εκδοχές ολοκληρώνουν, νομίζω, με τη σοβαρότητά τους και το έργο και το ποίημα» («Ο καθρέφτης και το μαχαίρι», εκδ. Ικαρος). Στον Χατζιδάκι προκαλούσε αλλεργία αυτή η μανία του Θεοδωράκη να περνάει τα πάντα «από το κρεβάτι του Προκρούστη του λαϊκού». «Ο Μάνος δεν μπορούσε καθόλου τις λαϊκές συναυλίες, τον έπιανε άγχος» θυμάται η κυρία Φαραντούρη. «Του ’λεγε: “Ρε Μίκη, πώς μπορείς; Αυτό το πράγμα δεν είναι μουσική!”. Ο Μάνος ήταν πιο αριστοκράτης σε αυτά, ήθελε μόνο μυημένο κοινό. Ο Μίκης, αντίθετα, μπορούσε να συνδιαλλαγεί με τον πιο απλό άνθρωπο, τη γυναικούλα στον δρόμο, είχε πάντα ένα χαμόγελο και μια ενέργεια, είχες την αίσθηση ότι από κάθε άνθρωπο έβγαζε κάτι».
Θα υπάρξουν, όμως, και τα φωτεινά διαλείμματα σύμπλευσης. Το 1948, που ο Μάνος, με κίνδυνο να τουφεκιστεί, κρύβει τον κυνηγημένο Μίκη στο σπίτι του στο Παγκράτι. To 1972, σε εκείνο το δείπνο στη Ρώμη (παρέα με τους Μαρία Φαραντούρη, Ειρήνη Παπά και Νίκο Κούνδουρο), όταν πλανόδιοι μουσικοί παίζουν στον Μίκη τα «Παιδιά του Πειραιά» και εκείνος γελώντας τους στέλνει να πουν κάτι και στον Μάνο: «Πηγαίνετε και στον κύριο από εκεί, να του παίξετε τον Ζορμπά!». Και πολύ αργότερα, όταν λάβρος ο Χατζιδάκις εφορμά κατά των αυριανιστών που αφήνουν υπονοούμενα για το παρελθόν του Μίκη στην ΕΟΝ του Μεταξά: «Ξέρετε πώς ονομάζονται οι άνθρωποι που αμφισβητούν τους αγώνες ενός νέου που από 19 χρόνων καταδιώχθηκε, εξορίστηκε, φυλακίστηκε; Ονομάζονται καθάρματα…».
O Mίμης Ανδρουλάκης θα ανασύρει ένα ακόμη ενσταντανέ αυτής της πολυκύμαντης φιλίας: «Το ’78, που κατέβηκε δήμαρχος, ήμασταν με τον Μίκη ομιλητές σε μια συναρπαστική εκδήλωση. Υστερα μαζευτήκαμε σε ένα κέντρο στο Φάληρο, που έβαζε κατσίκια πάνω σε κληματόβεργες και κάναμε ένα φοβερό γλέντι. Υπήρχε μια έκρηξη, γιατί ο Μίκης είδε ύστερα από πολύ καιρό όλα τα συντρόφια και άρχισε να τους λέει ασύλληπτες ιστορίες. Εγινε ένα μεθύσι φοβερό. Εχει πάει μία το βράδυ, και νταν, πέφτει τηλεφώνημα: “Πέθανε η μάνα του Μάνου”. “Πρέπει να τρέξουμε! ” λέει ο Μίκης. Οδηγεί μεθυσμένος στη Συγγρού, πάντα έτρεχε πολύ, πώς δεν σκοτωθήκαμε εκείνο το βράδυ. Στη Ρηγίλλης αγκαλιάζονται με τον Μάνο και ύστερα πάμε οι τρεις μας στο κουζινάκι για κονιάκ. Αρχίζει ο Μάνος: “Θυμάσαι τον Μίμη τον Δεσποτίδη (σ.σ.: αρχηγός της ΕΠΟΝ στην Αθήνα), θυμάσαι τον άλλο σύντροφο που σκοτώθηκε;”. Σε λίγο οι δυο τους κλαίνε και λένε αντάρτικα και επονίτικα τραγούδια. Με τη μάνα του Μάνου δίπλα πεθαμένη».
Ο οικείος Μίκης
Με τη Μυρτώ, το γένος Αλτίνογλου, θα διασταυρωθούν το καλοκαίρι του 1944, μέσα σε εκείνες τις φασαριόζικες επονίτικες παρέες που το έκοβαν ποδαράτο από το τέρμα Πατησίων μέχρι το Καλαμάκι. «Κολυμπάγαμε πολύ βαθιά, γιατί ήξερε καλό κολύμπι, κι εκεί μια μέρα τη φίλησα, μέσα στη θάλασσα. Αμέσως μετά, την πήρα και ήρθαμε εδώ, στο Ωδείο του Ηρώδου, και ακούσαμε την “Ποιμενική” του Μπετόβεν, δηλαδή όλα συνδέθηκαν πάλι με τον Μπετόβεν» εξομολογείται αργότερα στον Γ. Μαλούχο. Για 60 χρόνια η Μυρτώ θα είναι ο αφανής (ποιος αλήθεια γνωρίζει το πρόσωπο της κυρίας Θεοδωράκη;) και αγέρωχος σκοπός δίπλα στον «εθνικό» Μίκη, εκείνη που τελικά θα θυσιάσει τη δική της εξέχουσα επιστημονική πορεία (θα εργαστεί ως ακτινολόγος στο Νοσοκομείο Κιουρί στο Παρίσι) για τον άνθρωπό της και τον μύθο του. Ο συνθέτης υποστηρίζει ότι κατά βάθος εκείνη δεν θα του το συγχωρέσει ποτέ.
Τι πατέρας στάθηκε ο Μίκης Θεοδωράκης; «Νομίζω καλός, τρυφερός και υπεύθυνος» απαντά ίδιος στο BHmagazino. Η ξακουστή «Μαργαρίτα η Μαργαρώ» γεννιέται το 1958 σε ένα μικρό διαμέρισμα (έχουν πια τελειώσει τα λεφτά της υποτροφίας για τις σπουδές του Μίκη δίπλα στον Ολιβιέ Μεσιάν) στην οδό de la Fontaine au Roi, σε ένα παλιό κτίριο του 17ου αι. με μεγάλη πόρτα. Είναι εκείνη που ποζάρει με ξανθές μπούκλες δίπλα στον πατέρα της που βρίσκεται σε κατ’ οίκον περιορισμό στο Βραχάτι σε μια φωτογραφία που κάνει τον γύρο του ξένου Τύπου.
Είναι εκείνη που, όταν πεθαίνει το 1973 ο Πάμπλο Νερούντα, είναι μπροστάρισσα (φορώντας μια φούστα με σφυροδρέπανα και την εικόνα του Τσε Γκεβάρα) σε μια τεράστια λαοθάλασσα που ξεχύνεται στους δρόμους του Μεξικού. Αλλά και εκείνη που σκίζει στην πλατεία Νέας Σμύρνης πάνω από 100 αφίσες της ΚΝΕ. Η καλλιτεχνικά ανήσυχη Μαργαρίτα Θεοδωράκη (μητέρα τεσσάρων από τα πέντε εγγόνια του) θα εγκαταλείψει οποιαδήποτε δική της προσωπική φιλοδοξία για να χριστεί άτυπη (πολλοί θα πουν όχι εξαιρετικά επιτυχημένη) διαχειρίστρια τoυ brandname «Μίκης», μεταγγίζοντας τη μουσική του σε όλον τον κόσμο (ως επικεφαλής της Λαϊκής Ορχήστρας «Μίκης Θεοδωράκης» και των εκδόσεων Ρωμανός).
«Ηθελα να γίνω και εγώ σαν τον πατέρα μου, διάσημη, πετυχημένη» θα εκμυστηρευτεί στον «Ταχυδρόμο» (21.7.1993): «Δεν τα κατάφερα, αλλά έχω καταλάβει ότι είμαι μέτριος άνθρωπος, όπως ο μέσος όρος των ανθρώπων». Eίναι ίσως η μόνη που αφήνει κατά καιρούς να φανούν ρωγμές στη γρανιτένια persona του διεθνούς Μίκη, άλλοτε με χαριτωμένες πινελιές (όπως τότε που αποκάλυψε σε συνέντευξή της στην «Ελευθεροτυπία» ότι ο Θεοδωράκης όταν δεν γράφει τις όπερές του βλέπει φανατικά την τηλεοπτική «Λάμψη»), άλλοτε με εξαντρίκ, ενίοτε «πατροκτονικές» δηλώσεις προς τον Τύπο (όπως εκείνη ότι δεν θα είχε αντίρρηση η Ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης» να παίζει τραγούδια του στην εκπομπή της Αννίτας Πάνια, στην οποία ο Μίκης απάντησε: «Κατανοώ τη Μαργαρίτα και, αναλογιζόμενος τα όσα έχει ζήσει, έχει κάθε λόγο να μιλάει έτσι προκλητικά»).
Ο γιος του Γιώργος (γεννιέται το 1960), με τη μουσική κλίση, θα είναι, σύμφωνα με το οικείο περιβάλλον του συνθέτη, εκείνος που θα νιώσει πάνω του πιο βαριά τη σκιά από τον μύθο και τις πολιτικές διώξεις του Μίκη, καθώς επίσης και από τις αλλεπάλληλες αλλαγές «σκηνικού» στη ζωή της οικογένειας. Τα ψυχικά τραύματα που αποκτά ως παιδί κατά τη διάρκεια της δικτατορίας μοιάζουν να μην επουλώνονται ποτέ. Τον Απρίλιο του 1981 η Αθήνα ταράζεται από την απόπειρα αυτοκτονίας του Γιώργου, την οποία μάλιστα κάποια καχύποπτα δημοσιεύματα σπεύδουν να συσχετίσουν με την απόπειρα αυτοκτονίας της γνωστής θεοδωρακικής ερμηνεύτριας Μαργαρίτας Ζορμπαλά: «Το γεγονός ότι έδωσαν την είδηση με καθυστέρηση 48 ωρών δείχνει ότι θέλουν να βλάψουν εμένα προσωπικά και την οικογένειά μου» λέει εξοργισμένος ο συνθέτης στα «Νέα» (3.4.1981). «Ο γιος μου είναι θύμα της Αστυνομίας. Το 1968 στη Ζάτουνα, όπου βρισκόμουν εκτοπισμένος, υπέστη σοκ από τη συμπεριφορά των χωροφυλάκων. Αυτό το σοκ τον ακολουθεί στην υπόλοιπη ζωή του».
Ισως ο πιο σταθερός και άοκνος δουλευτής στο πλάι του Μίκη Θεοδωράκη (εκτός από τον πατέρα του) θα είναι ο μικρότερος αδελφός του, ποιητής και δημοσιογράφος, Γιάννης Θεοδωράκης. «Οταν ήταν μικροί, όλοι στην οικογένεια έλεγαν ότι ο Γιάννης θα γίνει (σ.σ.: μεγάλος). Εγινε το αντίθετο και εκείνος έμεινε στη σκιά του Μίκη. Το επέλεξε» λέει στο BΗmagazino η δημοσιογράφος Νίτσα Λουλέ, δεύτερη σύζυγος του Γιάννη Θεοδωράκη. «Ηταν τα δύο αντίθετα. Ο Μίκης, ο πληθωρικός, ο μαχητής, ο άνθρωπος που θέλει να είναι μέσα σε όλα, που του αρέσει να τον θαυμάζουν. Ο Γιάννης ήταν πιο βαρύς, είχε πολύ πολιτικό μυαλό, δεν διεκδικούσε καρέκλες. Ο Μίκης δεν έκανε τίποτε αν δεν τον ρωτούσε. Νομίζω πως ίσως ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που άκουγε ο Μίκης, ήταν το “φρένο” του. Το δέσιμό τους ήταν μεγάλο. Ο θάνατος του Γιάννη (σ.σ.: το 1996) τού στοίχισε όσο τίποτε άλλο».
Ενα αδάμαστο άλογο στη Βουλή
«Παρουσίαση της νέας σουίτας του Μίκη Θεοδωράκη, αριθμός έργου 0+0= 14% με τίτλο: «Δεν έχει κόμμα για να μπω, που να μην έχω πάει» (σκωπτικό σχόλιο από τον «Ταχυδρόμο», 8.4.1992). Πολλοί θα τον κατηγορήσουν για πολιτική «ασυνέπεια» και ας διακηρύσσει με κάθε ευκαιρία ο ίδιος: «Εγώ μένω ίδιος, τα κόμματα άλλαξαν». Το τελειωτικό χτύπημα θα είναι η προσχώρηση στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη το 1990 (όταν αναλαμβάνει υπουργός «Ανευ χαρτοφυλακίου»), κίνηση που θα εκληφθεί (κατά την Αριστερά και το ΠαΣοΚ) ως η «ύστατη προδοσία» του αντεθνικού Μίκη, αυτή που και ο ίδιος θα παραδεχθεί ότι θα τον απομονώσει ψυχολογικά, πολιτικά και συναισθηματικά. «Το λάθος είναι ότι κάποιοι πιστεύουν ότι ο Μίκης αλλάζει» λέει στο BHmagazino ο Μίμης Ανδρουλάκης. «Και όμως, είναι ο ίδιος».
«Η μεγαλύτερη παρεξήγηση για τον Θεοδωράκη είναι πως είναι ένας μεγάλος αριστερός» καταθέτει τη δική του γνώμη στο BHmagazino ένας παλιός γνώριμος από τα χρόνια της «εμιγκράτσιας», καθηγητής πανεπιστημίου, ιστορικός και πολιτικολόγος, ο Ηλιος Γιαννακάκης, που ζει στο Παρίσι. «Ο Μίκης δεν είναι αριστερός ούτε δεξιός, είναι Μίκης. Δεν μπορούσε ποτέ να μπει σε επίσημα καλούπια, ήταν πάντα αυτό το αδάμαστο άλογο». Ο κ. Γιαννακάκης θυμάται την ημέρα που ο ίδιος είχε φέρει σε επαφή τον Μίκη με τον γάλλο φιλόσοφο και ανώτατο στέλεχος του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, Ροζέ Γκαροντί: «Μιλούσαν διαφορετική γλώσσα. Ο Γκαροντί μιλούσε για τη Νégritude (σ.σ.: ιδεολογικό κίνημα των γαλλόφωνων μαύρων διανοουμένων), τους μαύρους και τη μουσική τους. Ο Μίκης έλεγε τα… δικά του».
Αρκετοί εθελοντές από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα θα προσπαθήσουν κατά καιρούς να αποθαρρύνουν τον συνθέτη από την ενεργό εμπλοκή με τα κοινά, γεγονός που διεγείρει ακόμη περισσότερο το φιλοπόλεμο πείσμα του: «Το μόνο ίσως που δεν συγχωρεί o Θεοδωράκης στον Καραμανλή», γράφει ο Τάκης Λαμπρίας («Στη σκιά ενός μεγάλου», εκδ. Μορφωτική Εστία), «είναι ότι δεν τον αναγνωρίζει όσο θα ήθελε, ως πολιτική προσωπικότητα. “Τι θέλεις και βασανίζεσαι με την πολιτική” του είχε πει επανειλημμένα. “Η δική σου αποστολή είναι να γράφεις θαυμάσια μουσική και γι’ αυτό χρειάζεται να είσαι απερίσπαστος”». Ο ίδιος ανθίσταται μέχρι σήμερα στη μουσειακού χαρακτήρα «περιθωριοποίησή» του, βροντοφωνάζει ότι δεν θέλει να τον βλέπουν σαν άγαλμα ή σαν εικόνισμα χρήσιμο μόνο προς άγραν ψήφων.
Πολλοί δεν διστάζουν να αμφισβητήσουν ευθέως τον πολιτικό Θεοδωράκη: «Ηταν οπορτουνιστής» λέει ο κ. Γιαννακάκης. «Οταν του περνούσε από το μυαλό κάτι, αυτό ήταν. Δεν πήγαινε απλά όπου φυσάει ο άνεμος, πήγαινε όπου φυσούσε ο άνεμος που λέγεται “Θεοδωράκης”. Τη μία μέρα αγαπούσε την Εκκλησία, την άλλη μέρα τη μισούσε, τη μία ήταν φίλος με τον Ανδρέα Παπανδρέου, την άλλη δεν ήθελε να τον βλέπει. Δεν είχε καμία πολιτική σκέψη, δεν είχε κριτήριο αναλυτικό, δεν ήταν ποτέ ένας άνθρωπος της σκέψης, αλλά ένας άνθρωπος που ορμούσε, “παίζοντας” κάθε φορά αυτό που ήταν καλό για τη φήμη του. Ο Μίκης, όμως, δεν λέει ψέματα. Αυτό που λέει κάθε φορά είναι για αυτόν η αλήθεια. Η αλήθεια της στιγμής. Και αυτό είναι το κακό. Οτι κάθε φορά είναι ειλικρινής». Είναι επίσης γνωστό ότι ο πολιτικός Μίκης γεννά πάθη (αν κρίνει κανείς και από τις εσωτερικές έριδες στον «Σπίθα», με συντρόφους να αποχωρούν με ελαφρά πηδηματάκια διαμαρτυρόμενοι «για το συγκεντρωτικό μοντέλο λειτουργίας και τη δράση παραγόντων παρά τω κ. Θεοδωράκη»): «Ο Μίκης, όταν υπάρχει μια ομοφωνία, μια γλοιώδης συναίνεση, αντιδρά ανάποδα» δίνει τη δική του ερμηνεία ο κ. Ανδρουλάκης.
Ο (αυτοπροσδιορισθείς) ως «τάνκερ στη λίμνη των Ιωαννίνων» Μίκης αναμειγνύεται στην πολιτική προς ανακούφιση πολλών, αλλά προς μεγάλη αγανάκτηση άλλων, με πλείστες, συχνά αντιφατικές, ακόμη και ακατανόητες παρεμβάσεις, δηλώσεις, κινήσεις. Είναι εκείνος που τάσσεται υπέρ της συνομοσπονδίας Ελλάδας – Τουρκίας, που εισηγείται την Ενωση με τη Σερβία του Μιλόσεβιτς και τη Λευκορωσία του Λουκασένκο, που προτείνει να ζητήσουμε δανεικά από τη Ρωσία και την Κίνα, που επιτίθεται στα τουρκικά σίριαλ, που ανοίγει «βεντέτα» με τον δήμαρχο Θεσσαλονίκης, Γιάννη Μπουτάρη, για την Αριστοτέλους, που κατηγορείται ως πράκτορας του σιωνισμού, αλλά και ως αντισημίτης (εξαιτίας της εναντίον της πολιτικής Σαρόν δήλωσής του «Οι εβραίοι είναι στη ρίζα του κακού»), που παρουσιάζει έναν συμφωνικό «Ζορμπά» στο Λαϊκό Θέατρο των Σκοπίων. Ο 88χρονος Ψηλός είναι εκείνος που συμπαραστέκεται στους κατοίκους της Κερατέας δηλώνοντας «νιώθω λίγο χειρότερα απ’ ό,τι ένιωθα στη χούντα», που εμφανίζεται με μάσκα οξυγόνου για να προστατευτεί από τα εκτοξευθέντα χημικά κατά τη διάρκεια του περυσινού συλλαλητηρίου στο Σύνταγμα, που απαντά με τον δικό του τρόπο στους «Πυρήνες της Φωτιάς»: «Λεβέντες μου, σας καμαρώνω! Είστε οι συνεχιστές του Κολοκοτρώνη, του Ανδρούτσου και του Αρη σε σύγχρονη εκδοχή».
Είναι ο ίδιος που τον Ιούνιο του 2006, με αφορμή συναυλία στη μνήμη του Ανδρέα Παπανδρέου, δηλώνει (για εκείνον που είχε αποκαλέσει, σε συνέντευξή του το 1986 στη γαλλική «Revolution», «μικροαστό, που οικειοποιείται επαναστατικές ιδέες»): «Είναι μια μεγάλη, ιστορική προσωπικότητα, μπροστά στην οποία εγώ ευλαβικά σκύβω το κεφάλι». Είναι εκείνος που το 2000 εξυμνεί τους Κώστα Σημίτη και Γιώργο Παπανδρέου, διότι στα «ελληνοτουρκικά πέτυχαν όσα δεν κατάφεραν να πετύχουν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης». Ο Μίκης θα είναι, πάλι, εκείνος που το 2009 συγχαίρει με χειρόγραφη επιστολή τον νεοεκλεγέντα τότε πρόεδρο της ΝΔ, Αντώνη Σαμαρά: «Αγαπητέ μου Αντώνη, πανηγυρίζω και εγώ μαζί σου για τη νίκη που διανοίγει μια νέα προοπτική για την Ελλάδα μας. Με αγάπη, δικός σου, Μίκης».
«Ο Μίκης έχει θέσει εαυτόν μιας εθνικής αποστολής» επισημαίνει στο BHmagazino πολιτικός αναλυτής που προτιμά να κρατήσει την ανωνυμία του: «Θέλει να είναι πάντα μπροστάρης, στην πρώτη γραμμή των γεγονότων. Θα έλεγε κανείς πως σε όλη τη ζωή του κάνει έναν ιδιότυπο πρωταθλητισμό. Δεν είναι μόνο ο ναρκισσισμός και η φιλοδοξία του. Πρόκειται για μια βαθύτερη εσωτερική ανάγκη. Απλά δεν μπορεί να σταματήσει, έχει ανάγκη από αυτή την αδρεναλίνη». Οι συχνά μεγαλόσχημες, επικές δηλώσεις του το επιβεβαιώνουν: «Ναι, η Νέα Αθήνα θα υψώσει στα ουράνια το έπος της Εθνικής μας Αντίστασης. Μνημεία αθάνατα θα υψωθούν για να ιστορούν στους αιώνες την αντρειοσύνη της ρωμιοσύνης… Το πρώτο μεγάλο βήμα για να γίνει αυτό το χώμα δικό τους και δικό μας. Σώπα, όπου να ’ναι θα σημάνουν οι καμπάνες!» (από ομιλία του ως υποψήφιος δήμαρχος της Αθήνας, 28.9.1978).
«O Μίκης ήταν αριστερός και θα είναι ως το τέλος της ζωής του» λέει στο BHmagazino η συγγραφέας Αλκη Ζέη. «Η αλήθεια είναι πως πολλές φορές λέει πράγματα που ξενίζουν. Είναι σαν το μικρό παιδί που έχει φτιάξει με LEGO μια πολιτεία όπως την έχει φανταστεί».
Αντί επιλόγου
Πώς εξηγεί ο ίδιος ότι οι Ελληνες που αποκαθηλώνουν τα πάντα νιώθουν μέχρι σήμερα δέος απέναντι στον Μίκη Θεοδωράκη; «Οταν οι μοναχικοί, οι διασκορπισμένοι, οι φανατισμένοι, οι φθονεροί και οι οπαδοί υπερβούν τον εαυτό τους και γίνουν Ελληνες», λέει στο BHmagazino, «τότε η όρασή τους καθαρίζει, βλέπουν και σκέπτονται σωστά. Οσο για μένα, δεν θα χρησιμοποιούσα τη λέξη “δέος”, αλλά “εκτίμηση, εμπιστοσύνη και αγάπη”».
Σήμερα, στα 88 του χρόνια, μοιάζει να διατηρεί εκείνη την πρωτεϊκή τρέλα που είχε όταν ξεκίνησε εκείνες τις μεγάλες δρασκελιές του στην Ιστορία αυτού του τόπου. Ο ανυπότακτος, ο κυκλοθυμικός, ο ουτοπικός, ο υψιπέτης, ο διεθνής Μίκης, ο εγωκεντρικός Μίκης (του οποίου η πεντάτομη αυτοβιογραφία φέρει τον τίτλο «Οι δρόμοι του Αρχάγγελου»), ο Μίκης ο πιο γνήσιος εκφραστής των μαζών στην Ελλάδα «από τις πηγές του οποίου όλοι μας ξεδιψάσαμε», ο Μίκης που έζησε και δημιούργησε σε τόνο allegro energico e passionato, o Μίκης που ερωτεύτηκε την ταχύτητα, τις πολιτικές χίμαιρες, τη μουσική, τις γυναίκες, τη ζωή, παραμένει εκκωφαντικά παρών. Ξέρει ότι η Ιστορία θα του συγχωρήσει τα όποια «ατοπήματα», όπως και ότι η μουσική του έχει μπει στο κυκλοφορικό σύστημα του ελληνικού λαού («Δεν θα βγω ποτέ από εκεί!»). Ξέρει επίσης καλά ότι είναι από τους λίγους που έζησαν να χαρούν ( και να καταχραστούν) την αθανασία τους.
*H μουσική παράσταση «Ποιος τη ζωή μου…» με θέμα τη ζωή και το έργο του Μίκη Θεοδωράκη, ανεβαίνει στις 10 Μαΐου (και ως τις 26/5) στο Θέατρο Badminton.
**Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 4 Μαΐου 2013