Σε ποίημα με τίτλο «Μεταφραστής ποίησης» ο κορυφαίος πολωνός ποιητής Χέρμπερτ γράφει: «Σαν αδέξια μέλισσα εφορμά/ πάνω στο λουλούδι/ λυγίζει τον απαλό στήμονα/ ανοίγει δρόμο μες από τα πέταλα καθώς/ μέσα από σελίδες λεξικού/ παλεύει να χωθεί/ εκεί που βρίσκονται το άρωμα και η γλύκα∙/ αν και συναχωμένος/ δίχως γεύση/ επιμένει/ ως ότου κουτουλήσει/ σε κάποιο κίτρινο ύπερο// εδώ τελειώνουν όλα/ είναι απλώς αδύνατο/ να φτάσει κανείς τη ρίζα του λουλουδιού/ από το κεφάλι// περήφανη πολύ/ η μέλισσά μας η καλή/ ξαναβγαίνει/ βουίζοντας θορυβωδώς:/ χώθηκα μέσα!// σ’ αυτούς/ που δεν την πολυπιστεύουν/ δείχνει μια μύτη κίτρινη/ απ’ τη γύρη». Συμπληρώνει ο κριτικός Χολμς: «Επί αιώνες οι μεταφραστές πετούν όπως ακριβώς οι αγριομέλισσες –χωρίς να συνειδητοποιούν ότι αυτό που πετυχαίνουν είναι, λόγω του βάρους του σώματός τους, θεωρητικά αδύνατον». Ποιητής και θεωρητικός συναντιούνται μέσω των μελισσών τους, στην κοινή διαπίστωση: η ποίηση είναι αμετάφραστη αφού, κατά τη γνωστή αποστροφή του αμερικανού ποιητή Φροστ, «ποίηση είναι αυτό που χάνεται στη μετάφραση». Την άποψη του Φροστ θα προσυπέγραφαν πολλοί υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει πραγματική συμμετρία, επαρκής αντικατοπτρισμός, ανάμεσα σε δύο διαφορετικά γλωσσικά συστήματα. Ο Ναμπόκοφ, λόγου χάριν, που για χρόνια βασανίστηκε μεταφράζοντας στ’ αγγλικά τον Ευγένιο Ονιέγκιν, χαρακτήριζε σε ποίημά του τον μεταφραστή «φλύαρο πίθηκο». Τόσο άχαρος και αναποτελεσματικός λοιπόν ο ρόλος του μεταφραστή;
Οχι βέβαια. Πιστεύω ότι κάτι πολύτιμο διασώζεται μέσα στα ερείπια της Βαβέλ. Στήνονται γέφυρες ανθεκτικές. Ας αναλογιστούμε πώς θα ήταν ο κόσμος μας χωρίς τις «αέναες κινήσεις του πνεύματος», όπως τις θέλει ο Δάντης. Θα μπορούσε ένας έλληνας αναγνώστης να περιοριστεί σε έργα γραμμένα από δικούς του συγγραφείς; Να μη γνωρίζει τι έχει γράψει ένας Σαίξπηρ, ένας Ρεμπό, ένας Μπόρχες; Και στη βάση ποιων κριτηρίων θ’ αξιολογεί όσα διαβάζει;
Το πρόβλημα ωστόσο παραμένει: πώς πρέπει να μεταφράζει κανείς –ειδικά ποίηση που είναι το πλέον απαιτητικό λογοτεχνικό είδος. Λέμε συχνά: μόνο οι ποιητές θα πρέπει να μεταφράζουν ποίηση· στην πράξη, όπως γράφει ο Παζ, οι ποιητές δεν είναι πάντοτε καλοί μεταφραστές, επειδή χρησιμοποιούν το ξένο ποίημα ως σημείο εκκίνησης για να γράψουν το δικό τους. Ο καλός μεταφραστής κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση: το σημείο άφιξης είναι ένα ποίημα ανάλογο, όχι ταυτόσημο, προς το αρχικό ποίημα. Αν απομακρύνεται από αυτό, είναι για να το ακολουθήσει απλώς πιο πιστά. Πολλοί μεταφραστές αντί να σεβαστούν την πολιτισμική καταγωγή του κειμένου και να εκθέσουν τον αναγνώστη σε ανοίκειες γλωσσικές και αισθητικές εμπειρίες –μην ξεχνάμε ότι συνομιλούμε με «ξένο» κείμενο –προσπαθούν να ιδιοποιηθούν το πρωτότυπο, να το προσαρμόσουν δηλαδή, με προκρούστειες μεθόδους, σ’ ένα διαφορετικό, όσο και άσχετο πολιτισμικό πλαίσιο –διαδικασία που καταλήγει εντέλει στην αυτοαναίρεσή της. Οταν ο Σεφέρης, παραδείγματος χάρη, μεταφράζει το Murder in the Cathedral του Ελιοτ, ως Φονικό στην εκκλησιά, αντί του ορθότερου κατά τη γνώμη μου, Φόνος στον Καθεδρικό, αλλοιώνει εντελώς τη σκηνογραφία και το ύφος του ποιήματος. Το ίδιο ισχύει με τον Λορεντζάτο. Μεταφράζοντας το γνωστό ποίημα του Οντεν, «Musée des Beaux Arts», αποδίδει την απλή αγγλική φράση, «walking dully along» με το ρήμα «γκεζεράω», αντί του «περπατάω βαριεστημένα», μετατρέποντας έτσι έναν λονδρέζο, κοσμοπολίτη ποιητή σε Κρυστάλλη της αγγλικής υπαίθρου. Για κάποιους βέβαια αυτές οι «ελευθερίες» στην απόδοση θεωρούνται «μεγαλόπνοη ποίηση» και όσοι προσπαθούν να μείνουν πιστοί στις γλωσσολογικές, υφολογικές ιδιαιτερότητες του πρωτότυπου κειμένου και τον ποιητικό του βηματισμό, «ατάλαντοι». Σκιρτούν από συγκίνηση όταν διαβάζουν τον «priest» του Μπλέικ να μεταφράζεται ως «τραγόπαπας», ή συναντούν στο κείμενο μια λέξη όπως «αχολόητος», ξεχνώντας ασφαλώς πως ο προτεστάντης ιερέας δεν έχει γενειάδα και πως η λέξη «loud» δεν έχει ανάγκη από τόση «αισθαντικότητα». Αν θέλει κανείς να μεταφράζει ποιητές σε ιδίωμα μακρυγιαννικό, δεν έχει λόγο να μπαίνει στον κόπο. Μπορεί κάλλιστα να διαβάζει τα Οράματα και θάματα του στρατηγού και να αφήνεται στη συμπλεγματική νοσταλγία μιας γλώσσας που ούτε μιλιέται, ούτε γράφεται. Από την άλλη αν επιζητά μια μουσικότητα που να τέρπει το «ευαίσθητο» αφτί του θα πρέπει να θυμάται ότι η μουσική των ξένων γλωσσών είναι ολότελα διαφορετική από την ελληνική. Η επιμονή ορισμένων μεταφραστών να επικεντρώνονται στην αναπαραγωγή του μέτρου και της ρίμας είναι αδιέξοδη: κυνηγώντας τα, χάνουν την κλίμακα και τον τόνο του ποιήματος και καταλήγουν να παρουσιάζουν ένα ένδυμα, από το οποίο το ποίημα έχει γλιστρήσει.
Τα προβλήματα επομένως είναι πολλά και δυσεπίλυτα. Ωστόσο επιμένω ότι η μετάφραση είναι εντέλει αγάπης αγώνας γόνιμος –και για τους μεταφραστές και τους αναγνώστες.