Διεθνώς αναγνωρισμένος μαέστρος, ο Θεόδωρος Ορφανίδης έχει διευθύνει τις μεγαλύτερες ορχήστρες του κόσμου σε Βρετανία, Ολλανδία, Ισπανία, Αυστρία. Μόνιμος κάτοικος Βερολίνου, ετοιμάζει πολλές συναυλίες και στην Ελλάδα, αρχής γενομένης από τους «Υμνους αγγέλων σε ρυθμούς ανθρώπων» του Σταύρου Κουγιουμτζή, στη Θεσσαλονίκη. Πάντα με την Orchestra Mobile, την οποία ίδρυσε το 2010 μαζί με τη γυναίκα του, Σόνια Θεοδωρίδου, και ένα επιτελείο λαμπρών μουσικών. Εναν χρόνο μετά, ακολούθησε η δισκογραφική εταιρεία, The Human Voice, μέσω της οποίας πραγματοποιήθηκε η μελοποίηση ποιητικού έργου του Κωνσταντίνου Καβάφη από τον συνθέτη Αθανάσιο Σίμογλου. Τον Οκτώβριο θα ηχογραφηθεί το τρίτο και τελευταίο μέρος της καβαφικής τριλογίας και τον ίδιο μήνα θα γίνει η παγκόσμια πρεμιέρα του ορατορίου από την Orchestra Mobile. Πλήρες το πρόγραμμα, λοιπόν, με ενδιάμεσες στάσεις σε Κωνσταντινούπολη και Κιλκίς, την πόλη όπου μεγάλωσε.
Πότε ήρθατε πρώτη φορά σε επαφή με αυτό το έργο του Σταύρου Κουγιουμτζή; «Ηταν Μάρτιος του 1998. Εγώ τότε ήμουν στο Ωδείο Καλαμαριάς “Μελωδία” και έρχεται η Ελένη Μουμτζή και μου λέει: “Θέλεις να έρθεις στη χορωδία μας; Κάνουμε δύο μεγάλες συναυλίες και χρειαζόμαστε καλούς μπάσους”. Δέχτηκα αμέσως. Υμνοι της Μεγάλης Εβδομάδας, μελοποιημένοι απο τον Σταύρο Κουγιουμτζή, με έναν λυρισμό και ένα εξαιρετικό χρώμα… Επρόκειτο, φυσικά, για τη Χορωδία Νέων Αγίου Ιωάννη Χρυσοστόμου, πυλώνα πολιτισμού για την πόλη της Θεσσαλονίκης εδώ και χρόνια, με τον ακούραστο μαέστρο της, Χρυσόστομο Σταμούλη, του οποίου έγινα αμέσως βοηθός, για πέντε χρόνια. Εζησα έτσι εκ των έσω όλη την προετοιμασία της πρώτης παρουσίασης του έργου στη Θεσσαλονίκη. Ηταν Μεγάλη Δευτέρα, 13 Απριλίου του 1998. Μεγάλη Δευτέρα θα είναι και εφέτος η δική μας ανάγνωση. Επειτα από ακριβώς 15 χρόνια».
Τι σας συγκινεί περισσότερο στους ύμνους της Μεγάλης Εβδομάδας; «Νομίζω αυτό που υπάρχει μόνο στην ελληνική γλώσσα: η χαρμολύπη. Αυτός ο θάνατος που είναι μόνο περιστασιακός και ο θρίαμβος της ζωής που έρχεται σαν λύτρωση να γεμίσει τα χείλη μας: Χριστός ανέστη εκ νεκρών…».
Η βυζαντινή μουσική, το δημοτικό και το λαϊκό τραγούδι ανήκαν στα ακούσματά σας καθώς μεγαλώνατε; «Κατάγομαι από ποντιακή οικογένεια και, παρ’ όλο που δεν υπήρχε μουσικός στην οικογένειά μας, θυμάμαι πάντοτε τις Κυριακές στην εκκλησία την έκπληξη και τον θαυμασμό μου για αυτήν την αυστηρή μουσική με τον ψάλτη πλαισιωμένο από πιστούς να υμνούν τον Κύριο. Θυμάμαι, επίσης, τον Κεμεντζετζή στα πανηγύρια να τραγουδά τα ποντιακά με μια λεβεντιά, μια δωρικότητα, αλλά και έναν κρυφό πόνο. Επειτα η μεγάλη αδελφή μου, η Ειρήνη, έφερνε δίσκους των Χατζιδάκι, Θεοδωράκη και Κουγιουμτζή στο σπίτι μας και έτσι γνώρισα και το καλό ελληνικό τραγούδι».
Τι θα χαρακτηρίζατε «θείο»; «Την ικανότητα που έχουμε να αγαπούμε και να συγχωρούμε. Την αγνότητα εντός μας. Τη δύναμη που έχουμε μέσα μας και πολλές φορές βρίσκεται εν υπνώσει. Το ανθρώπινο μεγαλείο – τη γέννηση και τον θάνατο».
Τελικά πιστεύετε ότι υπάρχουν διάφορα είδη μουσικής ή ότι η μουσική είναι μία; «Κοιτάξτε, προσωπικά πιστεύω ότι είναι μεγαλειώδες να συγκινείται κανείς με ένα τραγούδι του Κουγιουμτζή και κατόπιν να συγκινείται με μια μουσική φράση του Mάλερ. Με ένα ρεφρέν του Τσιτσάνη και έπειτα με την “Ωδή στην χαρά” μελοποιημένη από τον Μπετόβεν. Αυτή τη δύναμη την έχει μόνο η δική μας τέχνη. Η μία και μοναδική μουσική…».
Δεδομένου ότι έχετε στηρίξει, μέσω της Human Voice, τη μελοποίηση ποιημάτων του Καβάφη, στα οποία κάποιοι θεωρούν ότι δεν ταιριάζει η μουσική, πώς αντιμετωπίζετε γενικά τα στεγανά στην τέχνη; «Κατ’ αρχάς, η προσέγγιση που έγινε για τη μελοποίηση του Καβάφη από τον κ. Σίμογλου είναι κάτι το καινούργιο και συνάμα αυτονόητο όσον αφορά τον καβαφικό λόγο. Συγκεκριμένα, η μουσική που έντυσε τα ποιήματα περιέχει τόσα χρώματα και αρώματα από την Αλεξάνδρεια, τόσους από τους ακριβούς στίχους του μεγάλου αυτού ποιητή, που κάνουν όλο το εγχείρημα απείρως οργανικό. Κάτι που δεν μπόρεσε κανένας συνθέτης να πετύχει ως τώρα. Ετσι και τα στεγανά στην τέχνη, θέτουν όρια και αφορισμούς που μόνο περιοριστικά και άγονα λειτουργούν…».
Ποιο είναι το μεγαλύτερο ταλέντο ενός μαέστρου και ποιο το «κουσούρι» που μεταφέρει στη ζωή του εξαιτίας αυτής της επαγγελματικής επιλογής; «Είναι σύνθετη η ερώτησή σας και χρήζει σύνθετης απάντησης. Ο μαέστρος είναι 50% μουσικό ταλέντο και κατόπιν το υπόλοιπο 50% είναι επικοινωνία, ψυχολογία, κοινωνικότητα… Ολες αυτές τις ιδιότητες οφείλει να συγκεράσει ο μαέστρος για να πετύχει μια ισορροπία στην εργασία του με τους μουσικούς του, προκειμένου να τους εμπνεύσει, να τους κερδίσει και να τους κάνει να τον ακολουθήσουν αυτοβούλως. Το “κουσούρι”, όπως το αναφέρετε, είναι μάλλον ότι, πάντοτε σχεδόν, ακούμε τη μουσική με μια κριτική στάση για το πώς είναι εκτελεσμένη. Αυτό, ξέρετε, μερικές φορές δεν σου επιτρέπει να απολαύσεις τη μουσική όπως θα ήθελες και όπως θα της έπρεπε…».
*«Υμνοι αγγέλων σε ρυθμούς ανθρώπων» του Σταύρου Κουγιουμτζή, από την Orchestra Mobile του Θεόδωρου Ορφανίδη, στην Αίθουσα Τελετών Αριστοτελείου Πανεπιστημίου στη Θεσσαλονίκη, στις 29/4. Σολίστ Ανδρέας Καρακότας, Λιζέτα Καλημέρη, Μαρία Κουγιουμτζή, αφήγηση Τάσος Νούσιας, με τη Χορωδία Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου.
**Δημοσιεύθηκε στο ΒΗmagazino την Κυριακή 21 Απριλίου 2013