«Μην το ψάχνετε. μια ματιά και μόνο να τους ρίξει κανείς, καταλαβαίνει ότι πρόκειται για τραπεζίτες». Δεν θυμάμαι ποιος είπε τα παραπάνω για την τρόικα, που μας έκανε την «τιμή» να βρίσκεται αυτές τις ημέρες στην Αθήνα. Καθώς τους έβλεπα στην τηλεόραση, θυμήθηκα ένα δοκίμιο του αγαπημένου μου συγγραφέα, Γουίλιαμ Γκας, με τίτλο «Εξορία», το οποίο δημοσιεύθηκε το 1992 στο περιοδικό «Salmagundi». Δυστυχώς, κανένα βιβλίο του Γκας δεν κυκλοφορεί μεταφρασμένο στη γλώσσα μας, ούτε καν το «Tunnel», εκείνο το «εξοργιστικό και επιθετικό αριστούργημα».
Γράφει, λοιπόν, στο δοκίμιο αυτό ο Γκας: «Χρήμα. Το δημιουργούν οι Ιάπωνες, ασχολούνται με το λαθρεμπόριό του στο Χονγκ Κονγκ, το ξεπλένουν στη Σιγκαπούρη, το αισθητικοποιούν οι Ιταλοί, το χάνουν οι Αμερικανοί, το αρωματίζουν οι Γάλλοι, το μαρκάρουν οι Γερμανοί, το ποθούν οι Ρώσοι, το ανταλλάσσουν οι Κινέζοι και στη θέα του μορφάζουν οι Αγγλοι». Οι Ελληνες, φυσικά, δεν μπαίνουμε στο κάδρο – αστεία πράγματα. Θα έλεγα μόνο – και δεν θα ήμουν ο μόνος – πως το χρήμα που «μαρκάρουν» σήμερα οι Γερμανοί λέγεται ευρώ (ή, αλλιώς, μάρκο επί δύο). Οι υπόλοιποι της ευρωζώνης είμαστε σαν τις αγελάδες και τα μοσχάρια στο ράντσο.
Το χρήμα ως πατρίδα
Σε άλλο σημείο, ο Γκας διαπιστώνει: «Το χρήμα είναι τώρα η πατρίδα μας. Πάμε εκεί που πάει – ακολουθούμε την κίνηση των μετρητών». Γι’ αυτό και αποφαίνεται ότι η εξορία, όπου σε στέλνουν, είναι ένας τόπος στον οποίο δεν υπάρχουν δουλειές (επειδή απουσιάζουν τα χρήματα). Σήμερα όμως οι Ελληνες, με την ανεργία να ξεπερνά το 27%, έχουμε καταντήσει εξόριστοι στην ίδια μας τη χώρα.
Για τη χριστιανική θρησκεία, το χρήμα είναι η ρίζα κάθε κακού, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος στην Α΄ Προς Τιμόθεον επιστολή του («ρίζα γαρ πάντων των κακών εστίν η φιλαργυρία»). Οι περιουσίες των εκκλησιών εντούτοις είναι άλλο ζήτημα. Το μικροσκοπικό Βατικανό συγκαταλέγεται στα πλουσιότερα κράτη, σε πολλές εκκλησίες διεθνώς περιφέρουν δίσκους που συλλέγουν το «ό,τι προαιρείσθε» των πιστών, οι θρησκευτικοί γάμοι, οι κηδείες και οι βαπτίσεις στοιχίζουν χρήματα. Και στους βουδιστικούς και στους ταοϊστικούς ναούς, όμως, πέφτει χρήμα με το τσουβάλι.
Τίποτε από όλα τούτα, ωστόσο, δεν μπορεί να παραβληθεί με την από παλιά στερεότυπη εικόνα του μεγαλοκαρχαρία, που για να δείξει πόσο πλούσιος είναι ανάβει το πούρο με ένα δεκαδόλαρο – σημάδι, υποτίθεται, ευημερίας. Αν, όμως, καις χαρτονομίσματα, δημιουργείς ψεύτικη ζήτηση, θα έλεγε και ένας πρωτοετής των Οικονομικών.
Ο Μπαλζάκ και το καζίνο
Πέραν αυτών, πόσα από εκείνα που σχετίζονται με το χρήμα είναι κατανοητά για τον μέσο πολίτη; Και γιατί, άραγε, θα πρέπει να είναι, αν δεν επιδρούν αρνητικά στο επίπεδο διαβίωσής του; Η κρίση εδώ μετέτρεψε τους πάντες σε οικονομολόγους. Αλλά κρύβεται τίποτε μυστηριώδες στο χρήμα; Υπάρχει, βέβαια, η ιστορία του χρήματος. Υπάρχει ακόμη και η κουλτούρα του χρήματος, όπως και η μεταφυσική του. Ποιος σκέφτεται, για παράδειγμα, ότι η λέξη «τράπεζα» προέρχεται από τα τραπέζια τα οποία έστηναν έξω από τους αρχαίους ναούς οι σαράφηδες και επάνω τους γινόταν η αγοραπωλησία των νομισμάτων της εποχής; Ο μονεταρισμός, λοιπόν, δηλαδή η αγοραπωλησία του χρήματος, δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Ομως οι διαστάσεις που έχει πάρει στις μέρες μας είναι πλέον εξωφρενικές.
Μοιάζει ανεξήγητο που δύο μεγάλες φυσιογνωμίες, η πρώτη στη λογοτεχνία και η δεύτερη στην οικονομία και στη φιλοσοφία, δηλαδή ο Μπαλζάκ και ο Μαρξ, προέβησαν σε ορισμένες από τις πλέον διεισδυτικές παρατηρήσεις για το χρήμα, αλλά έχασαν μεγάλα ποσά στα χρηματιστήρια του Παρισιού και του Λονδίνου αντίστοιχα.
«Οι βιομήχανοι στο Παρίσι είναι οι χωριάτες των μεγάλων τραπεζών» έγραφε ο Μπαλζάκ στους «Χωριάτες», ένα από τα πιο εκπληκτικά δοκίμια πολιτικής οικονομίας, θα λέγαμε, υπό μορφή μυθιστορήματος. Ποιος θα αμφέβαλλε πως αυτό δεν ισχύει και σήμερα; Πόσες εταιρείες, στις ΗΠΑ λόγου χάρη, αγοράστηκαν από τους τραπεζίτες της Γουόλ Στριτ κοψοχρονιά και στη συνέχεια διαλύθηκαν, ενώ τα περιουσιακά τους στοιχεία πουλήθηκαν ως παλιοσίδερα; Και αυτό δεν είναι, ας πούμε, κάτι ανάλογο με την «κλοπή της υπεραξίας που αποκτήθηκε κρυφά», όπως γράφει ο Αντόρνο σχολιάζοντας τους «Χωριάτες»; Ή, για να πάμε σε μια διαφορετική περίπτωση, της Κύπρου, το άγριο κούρεμα των καταθέσεων στις τράπεζές της δεν ήταν μια διαφορετική «κλοπή υπεραξίας που αποκτήθηκε κρυφά;».
Ο Μπαλζάκ, ο μέγιστος των ρεαλιστών, δημιούργησε ορισμένους από τους πιο εμβληματικούς χαρακτήρες της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Αλλά, όπως οξύτατα παρατηρεί ο Χένρι Τζέιμς, ο πραγματικός πρωταγωνιστής στο έργο του είναι το χαρτονόμισμα των 25 φράνκων. Οταν κάποτε ρωτήθηκε γιατί γράφει, ο Μπαλζάκ απάντησε: «Για τη δόξα και το χρήμα». Απέκτησε μόνο την πρώτη. Οσον αφορά το χρήμα, ως το τέλος της ζωής του τον κυνηγούσαν οι δανειστές του. Αναρωτιέται κανείς τι θα έλεγε αν ζούσε σήμερα και διαπίστωνε πως στο Διαδίκτυο υπάρχει κυβερνοκαζίνο με το όνομα Μπαλζάκ.
Δεν υπάρχει σοβαρός χρηματιστής στη Γουόλ Στριτ που να μην έχει διαβάσει το «Κεφάλαιο» του Μαρξ, το magnum opus του, με το οποίο φιλοδοξούσε να συντρίψει τη θεωρία του κέρδους. Οι βιαστικοί και οι αφελείς λένε, βεβαίως, ότι αφού κατέρρευσε ο υπαρκτός σοσιαλισμός, ο Μαρξ είναι για τα παλιοσίδερα. Δεν έχουν, ωστόσο, την ίδια γνώμη οι χρηματιστές της Γουόλ Στριτ, ανάμεσα στους οποίους θα βρει κανείς τους πιο προσεκτικούς αναγνώστες του «Κεφαλαίου».
Τράπεζες και «διάβολοι»
Σημαντικοί συγγραφείς, όπως ο Χάξλεϊ, υποστήριξαν ότι ο 20ός αιώνας ήταν η συνέχεια του 19ου, επί το αγριότερον, και ουδείς μπορεί να πει ότι αυτός που διανύουμε θα είναι καλύτερος. Ο Εζρα Πάουντ, από τους κορυφαίους ποιητές του 20ού αιώνα, πλήρωσε πολύ ακριβά τις εμμονές του όσον αφορά την τραπεζική πίστη, τον πληθωρισμό, την κυκλοφορία του χρήματος και την τοκογλυφία. Πίστεψε ότι ο μουσολινικός κορπορατισμός είναι η απάντηση στη δίψα των τραπεζιτών για όλο και μεγαλύτερα κέρδη και έφτιαξε ένα εξωφρενικό ιδεολόγημα, με αποτέλεσμα να στραφεί εναντίον της ίδιας του της χώρας και να κάνει εκπομπές υπέρ του Αξονα από τον ραδιοφωνικό σταθμό της Ρώμης.
Πρέπει να είναι κανείς πολύ προσεκτικός όταν διαβάζει όχι τα ποιήματα, αλλά τις απόψεις του Πάουντ, μιας αντιφατικής προσωπικότητας (για να το θέσουμε επιεικώς), που ενώ, λόγου χάρη, γνώριζε για τη μουσική απείρως περισσότερα από πολλούς σύγχρονούς του, απεχθανόταν τον Μπετόβεν και τον Πουτσίνι.
Ο Πάουντ, στα περί οικονομίας άρθρα του, κρίνει τον Μαρξ χωρίς να τον έχει διαβάσει (το ίδιο είχε διαπράξει και για τον Ντοστογέφσκι) και μάλιστα ισχυρίζεται πως ο Μαρξ ουδέποτε είπε κάτι για το χρήμα! Βέβαια, ο Ντοστογέφσκι, που ήταν παθιασμένος τζογαδόρος και έχασε μια περιουσία στη ρουλέτα, ήξερε για το χρήμα πολύ περισσότερα από τον Πάουντ.
Ξαναδιαβάζοντας τα περί οικονομίας άρθρα του Πάουντ, εξεπλάγην για άλλη μια φορά από την παράθεση εξαίρετων παρατηρήσεων και «φονικών» ανοησιών. Παρά ταύτα, αρκετά από όσα λέει για τις τράπεζες ισχύουν σε μεγάλο βαθμό και σήμερα. Εχοντας μελετήσει τον ιταλικό πολιτισμό, ήξερε πολύ καλά πού βασιζόταν η δύναμη (σε συνδυασμό με τη φαντασία) των δύο λαμπρότερων πόλεων της Αναγέννησης: της Φλωρεντίας και της Βενετίας. Οι μεν Ενετοί είχαν καταφέρει να ελέγχουν την κυκλοφορία του χρήματος μέσω του εμπορίου οι δε Φλωρεντινοί ήλεγχαν το τραπεζικό σύστημα.
Οι Ενετοί εν τούτοις, παρά την ευφυΐα τους (η Γαληνοτάτη Δημοκρατία ήταν το πρώτο ευρωπαϊκό κράτος που χρηματοδότησε το δημόσιο έλλειμμα), ζούσαν σε μια μικροσκοπική αυτοκρατορία που δεν μπόρεσε τελικά να αντέξει τον ανταγωνισμό και τη σύγκρουση με δύο άλλες αυτοκρατορίες: την ισπανική και την οθωμανική, οι οποίες διέθεταν μεγάλα αποθέματα σε φυσικούς και ανθρώπινους πόρους.
Ωστόσο, τις ρίζες της σύγχρονης οικονομίας, και κυρίως του λογιστικού συστήματος, θα πρέπει να τις αναζητήσει κανείς στη Βενετία. Ακόμη και το σύστημα εκλεκτόρων στο οποίο βασίζεται σε μεγάλο βαθμό και σήμερα η διακυβέρνηση του Χονγκ Κονγκ, ενός από τα μεγαλύτερα παγκοσμίως χρηματοπιστωτικά κέντρα, θα μπορούσαμε να το συγκρίνουμε με το Μεγάλο Συμβούλιο των Ενετών (δηλαδή των πάμπλουτων πολιτών της Γαληνοτάτης, που την κυβερνούσε υπό τον Δόγη). Το 1315 οι Ενετοί δημιούργησαν τη λεγόμενη Χρυσή Βίβλο των Ευγενών. Μόνον όσοι συμπεριλαμβάνονταν σε αυτή μπορούσαν να συμμετέχουν στο Μεγάλο Συμβούλιο.
Αντιθέτως, στη Φλωρεντία, η δύναμη των τραπεζών συνδυαζόταν με τη δύναμη των συνδικάτων που συνεργάζονταν αρμονικά με τις τράπεζες, κατά κύριο λόγο με τη μοναδική για την εποχή τράπεζα Monte dei Paschi, με έδρα τη Σιένα, η οποία ιδρύθηκε το 1472. Είναι η αρχαιότερη ευρωπαϊκή τράπεζα και λειτουργεί ως σήμερα.
Σε ένα σύντομο άρθρο του το 1935, με τίτλο «Social Credit: An Impact», ο Εζρα Πάουντ γράφει: «Δύο είδη τράπεζας υπάρχουν, η Monte dei Paschi και οι διάβολοι». Παράδειγμα κατεξοχήν διαβολικής τράπεζας, την οποία έστησε μια «συμμορία δανειστών», θεωρούσε την Banca di San Giorgio της Γένοβας, η οποία, εκτός από τα υψηλά επιτόκια, εισέπραττε και φόρους. Ανάμεσα στους πολλούς επιφανείς καταθέτες της περιλαμβάνονταν οι βασιλείς της Ισπανίας Φερδινάνδος και Ισαβέλλα, ο Χριστόφορος Κολόμβος και ο αυτοκράτωρ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Εθνους Κάρολος Ε΄, ο οποίος ήταν βουτηγμένος ως τον λαιμό στα χρέη προς την τράπεζα.
Η Γένοβα δεν έλαβε μέρος στην Αναγέννηση, λέει ο Πάουντ. Πόλεις με το 1/10 του πληθυσμού της άφησαν πολύ μεγαλύτερη κληρονομιά, συμπληρώνει. Πού να φανταζόταν ο δυστυχής ότι η αγαπημένη του Monte dei Paschi θα έκανε την τελευταία δεκαετία τα ίδια και χειρότερα με τις «διαβολικές τράπεζες», θα συμπεριφερόταν ως τζογαδόρος και θα έμπλεκε σε μια αλυσίδα τεράστιων χρηματοοικονομικών σκανδάλων.
Ο ποιητής Εζρα Πάουντ ήθελε να ανήκει «σε αυτούς που προτιμούσαν τις απολαύσεις των αισθήσεων από την ασέλγεια του χρήματος». Βεβαίως, επί του προκειμένου δεν είπε κάτι διαφορετικό από τον αντίποδά του, Ρόμπερτ Γκρέιβς, που έγραψε ότι «δεν υπάρχουν χρήματα στην ποίηση, αλλά ούτε και ποίηση στο χρήμα».
Το «ιπτάμενο χρήμα»
Ο αυτοκράτορας Βεσπασιανός (6-79 μ.Χ.) έμεινε στην Ιστορία κυρίως για τα έργα του, αλλά και για τη «φορομπηχτική» πολιτική του, όπως τον κατηγορούσαν. Ο Βεσπασιανός, αντιλαμβανόμενος με τον τρόπο του αυτό που ειπώθηκε πολύ αργότερα, ότι «τα εξερχόμενα μιαίνουσι τον άνθρωπον», φρόντισε να εφοδιάσει τη Ρώμη με αποχωρητήρια που ως τότε δεν είχε. Αλλά όποιοι τα χρησιμοποιούσαν έπρεπε να πληρώνουν εισιτήριο. Ο γιος του, Τίτος, αντέτεινε πως δεν θα έπρεπε να φορολογείται η «ανάγκη» των ανθρώπων. Τότε, ο Βεσπασιανός τού έδωσε να μυρίσει ένα νόμισμα και του είπε την ιστορική φράση πως «το χρήμα δεν έχει οσμή» (ούτε και πατρίδα, θα λέγαμε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης – σε αντίθεση με το παλιό μαρξιστικό δόγμα ότι ο εργάτης δεν έχει πατρίδα). Είκοσι αιώνες αργότερα, ο Μουσολίνι έκανε κάτι πιο πρωτότυπο: επέβαλε ειδικό φόρο σε όσους είχαν καναρίνια.
Το χρήμα δεν έχει οσμή, αλλά ποιοι το κατέχουν; Σήμερα είναι εκείνοι που, σαν τον κούκο (ο οποίος αφήνει τα αβγά του στις φωλιές άλλων πτηνών να τα επωάσουν), έχουν παρκάρει τον πακτωλό των χρημάτων τους στους λεγόμενους «φορολογικούς παραδείσους», όπου και «επωάζονται»: στις Μπαχάμες, στα Μπαρμπάντος, στις Βερμούδες, στις Νήσους Κέιμαν, στην Ανδόρα, στην Αρούμπα, στο Λίχτενσταϊν, και πάει λέγοντας. Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν του μικροσκοπικού κρατιδίου του Λίχτενσταϊν, με τους 36.000 κατοίκους, είναι 3,546 δισ. δολάρια και το κατά κεφαλήν εισόδημα 98.432 δολάρια. Τι παράγει το Λίχτενσταϊν; Τίποτε.
Ανάλογα θα έλεγε κανείς και για το μεγάλο πλυντήριο που λέγεται Νήσοι Κέιμαν, την Ανδόρα και όλους τους αντίστοιχους φορολογικούς παραδείσους, όπου στις περισσότερες περιπτώσεις αρκούν ένα απλό μήνυμα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και 1.000 δολάρια για να ανοίξει κανείς λογαριασμό, χωρίς να χρειάζεται να απαντήσει σε «ενοχλητικές» ερωτήσεις.
Οταν οι Κινέζοι χρησιμοποίησαν πριν από όλους χαρτονομίσματα, τον 9ο αιώνα μ.Χ., οι έμποροι τα αποκάλεσαν «ιπτάμενο χρήμα» που συνέβαλε στο να αυξηθεί με γεωμετρική πρόοδο το εύρος των συναλλαγών στην Απω Ανατολή και στην Κεντρική Ασία. Το διεθνές κεφάλαιο σήμερα είναι και αυτό ιπτάμενο. Προκειμένου να αποφύγει τη φορολόγηση, καταφεύγει στους παραδείσους του χρήματος, με αποτέλεσμα οι κυβερνήσεις, αδυνατώντας να φορολογήσουν τα κεφάλαια, τα οποία έχουν κάνει φτερά, να καταφεύγουν στη φορολόγηση της εργασίας.
Το σκάνδαλο Libor
Το 2008 έγινε γνωστό ένα από τα μεγαλύτερα χρηματοοικονομικά σκάνδαλα, το οποίο οι τότε ιθύνοντες κουκούλωσαν. Είναι το σκάνδαλο Libor, για το οποίο πρόσφατα η βρετανική τράπεζα Barcleys, που το προκάλεσε, προσφέρθηκε – ή συμφώνησε – να πληρώσει το αστείο πρόστιμο των 440 εκατ. δολαρίων. Και άλλες 16 τράπεζες λέγεται πως είναι αναμεμειγμένες –
η Barcleys δεν θα μπορούσε να κάνει μόνη της «τη δουλειά». Ο Libor (αντίστοιχα Euribor στις ευρωπαϊκές χώρες) είναι ένας δείκτης που αντιπροσωπεύει σε καθημερινή βάση τον μέσο όρο των επιτοκίων με τα οποία δανείζονται οι τράπεζες στον αγγλοσαξονικό κόσμο. Αν είναι χαμηλός, τότε η οικονομία πάει καλά.
Η Barcleys και οι υπόλοιπες εμπλεκόμενες τράπεζες, από το 2005 ακόμη, τον παρουσίαζαν πλασματικό, με αποτέλεσμα χιλιάδες άνθρωποι να χάσουν τη δουλειά τους, να κλείσουν επιχειρήσεις και άλλες, μικρότερες τράπεζες να υποστούν σοβαρές ζημίες. Oταν, όμως, κατέρρευσε η Lehman Brothers, το σκάνδαλο κουκουλώθηκε για να μην καταρρεύσει η αγορά.
Ετσι, η πραγματικότητα δεν υπάρχει αυτή καθαυτήν, αλλά όπως μας την παρουσιάζουν οι Μέδικοι του χρήματος. Η σολιψιστική θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο πραγματικός κόσμος υπάρχει μόνο μέσω των παραστάσεών μας, επανέρχεται κυρίαρχη στο προσκήνιο. Ο κυριότερος εκπρόσωπός της, ο αρχιεπίσκοπος Μπέρκλεϊ στην Αγγλία τον 17ο αιώνα, υποστήριζε πως βλέπουμε όσα βλέπουμε επειδή μας το επιτρέπει ο Θεός. Ετσι, λοιπόν, κάνοντας τη μετάθεση, μπορούμε να πούμε ότι η οικονομική πραγματικότητα είναι αυτή που μας παρουσιάζουν οι τράπεζες. Βέβαια, καλό είναι να θυμάται κανείς και το σαρδόνιο ποιηματάκι-σχόλιο στη θεωρία του Μπέρκλεϊ από τον πάστορα Ρόναλντ Νοξ δύο αιώνες αργότερα. Το παραθέτω σε μετάφραση του Αιμίλιου Χουρμούζιου:
«Κάποιος είχε πει πως ο Θεός
Θα το βρίσκει ολότελα παράξενο
Αν το δέντρο τούτο
Ξακολούθαγε να υπάρχει
Οταν δεν είναι ψυχή μες στην αυλή
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Φίλε Κύριε,
Παράξενη η δική σας είναι η απορία:
Εγώ είμαι πάντα στην αυλή
Γι’ αυτό το δέντρο υπάρχει
Μιας και πάντα το κοιτάζει
(ο) Λίαν υμέτερος
ΘΕΟΣ»
Ευρώ και Ευρώπη
Εναν χρόνο μετά την κατάρρευση των αγορών το 2008, τον ρόλο της Lehman Brothers, σύμφωνα με τον Νάιαλ Φέργκιουσον, επιφανή καθηγητή του Χάρβαρντ, θα έπαιζε η μικρή χώρα που λέγεται Ελλάδα.
Ο Φέργκιουσον ισχυρίζεται ότι «το ευρώ διαλύει την Ευρώπη». Λέει ακόμη πως η διάλυση της Ευρώπης δεν συνεπάγεται εξαφάνιση του ευρώ, γιατί αυτό το τελευταίο είναι εντελώς ασύμφορο οικονομικά. Λέει και άλλα, εξίσου σκληρά – αλλά δεν είναι ο μόνος. Τι σημαίνει, λόγου χάρη, η πολυδιαφημισμένη, μια φορά κι έναν καιρό, ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, στην οποία πιστέψαμε οι περισσότεροι, αν δεν προϋποθέτει μια ομοσπονδιακή Ευρώπη; Ομως το τελευταίο συνεπάγεται μεταφορά πλούτου από τις χώρες παραγωγής του (τον Βορρά) στην περιφέρεια (τον Νότο). Για να συμβεί κάτι τέτοιο, πρέπει η Γερμανία να μεταβιβάσει το 8% του ΑΕΠ της. Ποιος θα μπορέσει να πείσει τον μέσο Γερμανό ότι αυτό μπορεί μεν να συνεπάγεται βραχυπρόθεσμα μείωση του εισοδήματός του, αλλά μακροπρόθεσμα είναι προς το συμφέρον και του ίδιου; Πέραν αυτού, ακόμη και αν υποθέσει κανείς ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό, δεν συνεπάγεται και τον απόλυτο έλεγχο όλης της Ευρώπης από τη Γερμανία;
Σήμερα η Γερμανία αντιδρά στο τύπωμα επιπλέον χρήματος, γιατί κάτι τέτοιο θα μείωνε την αξία του γερμανικού πλούτου. Λέει «όχι» στον δανεισμό των κρατών απευθείας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, γιατί έτσι θα μειώνονταν τα κέρδη των τραπεζών – και τα δικά της. Λέει «όχι» στην έκδοση του ευρωομολόγου, επειδή θα ανέβαζε τα επιτόκια δανεισμού στη Γερμανία, που θα ήταν, συν τοις άλλοις, υποχρεωμένη να εγγυηθεί και η ίδια την αποπληρωμή των χρεών στην ευρωζώνη. Και αναρωτιέται κανείς: ο Γιώργος Παπανδρέου δεν τα ήξερε αυτά πριν «προπαγανδίσει» την ιδέα για την έκδοση ευρωομολόγου;
Στα καθ’ ημάς, η συζήτηση επικεντρώνεται στη διαφθορά, στα «προνόμια» και στα σχετικά που εκθέτουν μεν το πολιτικό σύστημα, είναι όμως μέρος μόνον της κρίσης – και όχι το μεγαλύτερο. Και δεν είναι διόλου βέβαιο πως αν δεν υπήρχαν η χώρα μας δεν θα είχε προβλήματα. Οπως είναι μάλλον απίθανο μετά τις επόμενες εκλογές στη Γερμανία τα πράγματα να αλλάξουν ριζικά ή συριζικά στην ευρωζώνη. Διότι, σύμφωνα με το παλιό αστείο, «οι Γερμανοί λένε ψέματα μόνον όταν τα πιστεύουν».
Ο Φέργκιουσον τονίζει πως πίσω από κάθε ιστορικό φαινόμενο κρύβεται κι ένα οικονομικό μυστικό – για τούτο και σήμερα στις ΗΠΑ είναι της μόδας η μελέτη της Ιστορίας μέσω της οικονομίας, της «Ιστορίας εκ των κάτω», όπως την αποκαλούν, γεγονός που παλαιότερα θα εθεωρείτο αδιανόητο. Σε μιαν άλλη αναγωγή, ωστόσο, αυτό σημαίνει και τέλος της πολιτικής. Για να θυμηθούμε, όμως, τον Μπρεχτ, «αυτοί που είναι εναντίον της πολιτικής είναι υπέρ της πολιτικής που τους επιβάλλεται».
*Ο Αναστάσης Βιστωνίτης είναι συγγραφέας και συντάκτης του «Βήματος». Το τελευταίο βιβλίο του, «Τα ρόδα της Αχερουσίας», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ροές.
**Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 21 Απριλίου