Ο κ. Χένρι Τζέιμς, οικονομολόγος, πρώην ανώτατο στέλεχος της συμβουλευτικής εταιρείας McKinsey&Co., δημοσιοποίησε τον περασμένο Ιούλιο για λογαριασμό της Tax Justice Network (Δίκτυο Φορολογικής Δικαιοσύνης), μιας οργάνωσης-ομπρέλας, η οποία περιλαμβάνει περίπου 80 φορείς σε όλον τον κόσμο, μια έκθεση με τίτλο «The Price of Offshore Revisited» («Η αναθεωρημένη αξία των offshore»), η οποία προκάλεσε αίσθηση: σύμφωνα με την έκθεση αυτή, το ποσό που ήταν «κρυμμένο» στους υπεράκτιους «φορολογικούς παραδείσους» το 2010 ανερχόταν σε 32 τρισ. δολάρια. Διαχειριστές ενός μεγάλου τμήματος αυτού του ποσού ήταν οι 50 μεγαλύτερες τράπεζες σε παγκόσμιο επίπεδο, με τη «μερίδα του λέοντος» να ανήκει, με φθίνουσα κατάταξη, στις UBS, Credit Suisse και Goldman Sachs, οι οποίες το 2010 διαχειρίστηκαν ποσά διασυνοριακών συναλλαγών ύψους 4,1 τρισ. δολαρίων. Η όλη «υπεράκτια» επιχείρηση πραγματοποιείται με τη διαμεσολάβηση ενός πανίσχυρου δικτύου αποτελουμένου από παγκόσμιους τραπεζικούς κολοσσούς, μεγάλες δικηγορικές εταιρείες και λογιστικά γραφεία που εδρεύουν όχι σε κάποιον «παράδεισο» αλλά στα κυριότερα σήμερα χρηματοπιστωτικά κέντρα του αναπτυγμένου κόσμου.

–Στην έρευνά σας διαπιστώνετε ότι ο πλούτος που «κρύβεται» στους φορολογικούς «παραδείσους» μπορεί να φθάνει το ιλιγγιώδες ποσόν των 32 τρισ. δολαρίων. Πώς φθάσατε σε αυτό το συμπέρασμα; Οι αριθμοί που δίνει, για παράδειγμα, ο ΟΟΣΑ είναι μικρότεροι.
«Πρώτα απ’ όλα εξετάσαμε λεπτομερώς την εκροή μη καταγεγραμμένων κεφαλαίων από 139 αναπτυσσόμενες χώρες και μετά λάβαμε για πρώτη φορά υπόψη μας το γεγονός ότι ο συγκεντρωμένος πλούτος στις υπεράκτιες εταιρείες είχε σε μεγάλο βαθμό επανεπενδυθεί. Υπάρχει συνεπώς φυγή κεφαλαίων δύο ειδών: τα επανεπενδυμένα κεφάλαια των υπεράκτιων εταιρειών σε συνδυασμό με τον πλούτο που είναι ήδη εκεί και, δεύτερον, οι νέες εκροές κεφαλαίου από τις συγκεκριμένες χώρες. Οι περισσότεροι αναλυτές είχαν αγνοήσει το ζήτημα της επανεπένδυσης των κεφαλαίων, το οποίο εμείς λάβαμε υπόψη. Αρχικώς βρήκαμε ότι το 2010 από τα 21 ως τα 32 τρισ. δολάρια του συνολικού υπεράκτιου παγκόσμιου πλούτου περίπου 9 τρισ. προέρχονταν από αναπτυσσόμενες χώρες. Ακολούθως μελετήσαμε λεπτομερώς τη διασυνοριακή κίνηση χαρτοφυλακίων (assets) και καταθέσεων που διαχειρίστηκαν οι 50 μεγαλύτερες ιδιωτικές τράπεζες παγκοσμίως».

–Εχετε συγκεκριμένα στοιχεία για την Ελλάδα;
«Επεξεργαζόμαστε στοιχεία για κάποιες από τις χώρες του ΟΟΣΑ. Οσο δυσάρεστο και αν ακούγεται, η διεξαγωγή της συγκεκριμένης έρευνας γίνεται ακόμη πιο δύσκολη γιατί η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS) δεν δημοσιοποιεί λεπτομερή εκτίμηση των διασυνοριακών συναλλαγών. Δημοσιοποιεί απλώς μια παγκόσμια έκθεση σχετικά με τις διασυνοριακές τραπεζικές καταθέσεις βασιζόμενη σε στοιχεία που παρέχουν μόνο 41 κεντρικές τράπεζες. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, οι διασυνοριακές καταθέσεις ανέρχονταν συνολικά το 2010 σε περίπου 7 τρισ. δολάρια. Οι τραπεζικές καταθέσεις ωστόσο δεν αποτελούν παρά ένα μικρό μέρος του συνολικού χαρτοφυλακίου των επενδυτών παγκοσμίως. Αποτελούν μόλις το 22%-28% του παγκόσμιου χαρτοφυλακίου. Πρόκειται για έναν τεράστιο τομέα, ο οποίος συνεχώς αυξάνεται, όπως αποδεικνύουν και τα στοιχεία της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών».

–Οταν λέτε ότι αυξάνεται, τι ακριβώς εννοείτε; Μπορείτε να μας δώσετε κάποια στοιχεία;
«Κάνοντας μια ιστορική ανάλυση των στοιχείων που διαχειρίζονται οι τράπεζες βλέπουμε ότι αυτοί που κατέχουν αυτόν τον πλούτο αντιστοιχούν μόλις στο 0,14% του παγκόσμιου πληθυσμού, αποτελούν δηλαδή μια πολύ μικρή ομάδα. Ο υπεράκτιος πλούτος αυξήθηκε από το 2005 ως το 2010 κατά 15%-16%. Εν μέσω λοιπόν οικονομικής κρίσης ο υπεράκτιος πλούτος παρουσίασε σημαντική αύξηση».

–Πώς θα μπορούσε ωστόσο να ρυθμιστεί αυτό το ζήτημα του κρυμμένου πλούτου, δεδομένου ότι, όπως επισημαίνετε, συμμετέχουν σε αυτή τη δραστηριότητα 50 από τις μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου;
«Το πρόβλημα είναι πολιτικό. Πρέπει να υπάρξει ισχυρή κυβερνητική δράση σε παγκόσμιο επίπεδο. Στη Σύνοδο της 2ας Απριλίου 2009 στο Λονδίνο, εν μέσω οικονομικής κρίσης, οι G20 προέβησαν σε μεγαλόστομες δηλώσεις για τη λήψη μέτρων κατά των φορολογικών παραδείσων, αλλά στην πράξη δεν έκαναν τίποτα. Υπάρχουν θέματα που θα μπορούσαν να ρυθμιστούν σε τέσσερις συγκεκριμένους τομείς. Πρώτον, να υπάρξει αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών στις διασυνοριακές κινήσεις κεφαλαίων ιδιωτών. Υπάρχουν διμερείς συμφωνίες, μεταξύ, π.χ., των ΗΠΑ και του Καναδά. Πρόκειται ωστόσο για μια τακτική που ο ΟΑΣΑ δεν έχει γενικεύσει, ειδικά σε σχέση με τις αναπτυσσόμενες χώρες. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει κανένα σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των ΗΠΑ και χωρών όπως η Βραζιλία, η Αργεντινή ή το Μεξικό. Ενα μεγάλο τμήμα του αναπτυσσόμενου κόσμου, το οποίο αποτελεί και μεγάλη πηγή της υπεράκτιας δραστηριότητας, έχει μείνει απ’ έξω. Εξάλλου, βάσει του προνομιακού καθεστώτος ιδιοκτησίας, δεν υπάρχει καμία υποχρέωση καταγραφής σε ορισμένες περιπτώσεις ούτε καν του ποιος είναι ο ιδιοκτήτης μιας εταιρείας. Και αυτό δεν ισχύει μόνο στους «κλασικούς» υπεράκτιους παραδείσους αλλά επίσης και σε Πολιτείες των ΗΠΑ όπως το Ντέλαγουερ, όπου το «απόρρητο» που ισχύει συναγωνίζεται το καθεστώς offshore χωρών εκτός της αμερικανικής επικράτειας. Βασική λοιπόν προϋπόθεση είναι να υπάρξει και εκεί μεγαλύτερη διαφάνεια. Δεύτερον, να ρυθμιστεί το ζήτημα της φορολόγησης επιχειρήσεων οι οποίες είναι σήμερα εγγεγραμμένες σε υπεράκτιους παραδείσους, όπως η Google και η Microsoft. H αμερικανική εταιρεία τεχνολογίας Apple κατάφερε με αυτή την τακτική να γλιτώσει φόρους ύψους περίπου 2,2 δισ. δολαρίων. Ολος ο ναυτιλιακός τομέας της Ελλάδας εξάλλου είναι εγγεγραμμένος σε φορολογικούς παραδείσους, όπως οι νήσοι Μάρσαλ, η Νιγηρία και ο Παναμάς. Το τρίτο που πρέπει να γίνει είναι να υπάρξει ένα ρυθμιστικό πλαίσιο για όλους αυτούς τους «μεσάζοντες» (enablers), στους οποίους συγκαταλέγονται μεγάλοι τραπεζικοί κολοσσοί, λογιστικές και δικηγορικές εταιρείες, μέσω των οποίων κινείται όλη αυτή η επιχείρηση. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά ισχυρό «διεθνές λόμπι» το οποίο εδρεύει σε παγκόσμια οικονομικά κέντρα όπως η Ουάσιγκτον και το Λονδίνο. Παρά το γεγονός ότι οι αμερικανικές αρχές επέβαλαν κατά την πιο πρόσφατη προσπάθειά τους πάταξης της φοροδιαφυγής πρόστιμο ύψους 2 δισ. δολαρίων στην τράπεζα HSBC, το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ (και αυτό ισχύει και για την Ευρώπη) δεν έχει κάνει τίποτα για να μπει κάποιος τραπεζίτης στη φυλακή. Πιστεύω ότι πρέπει να γίνουμε πολύ πιο αυστηροί ως προς τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Ενα τέταρτο ζήτημα είναι αυτό της κατοχής τραπεζικών λογαριασμών στην Ελβετία από υψηλόβαθμους κρατικούς αξιωματούχους και πολιτικούς».

–Πιστεύετε ότι η οικονομική κρίση θα αποτελέσει μοχλό πίεσης για να προχωρήσουν οι πολιτικοί σε πιο τολμηρά μέτρα κατά των φορολογικών παραδείσων;
«Είναι πολύ δύσκολο να προβλέψει κάποιος τι θα γίνει. Μπορεί σήμερα να έχουμε πολύ περισσότερες ενδείξεις από ποτέ για την ανάγκη να υπάρξει δράση και συγκεκριμένες προτάσεις, υπάρχει ωστόσο και ένα πολύ ισχυρό λόμπι το οποίο εμποδίζει τη λήψη μέτρων. Ο πρώην επικεφαλής της UBS στις ΗΠΑ, π.χ., o Ρόμπερτ Γουλφ, ήταν στενός φίλος του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα. Το παρήγορο είναι ότι υπάρχει ένα συνεχώς μεγαλύτερο κίνημα σε παγκόσμιο επίπεδο πολιτών οι οποίοι πιέζουν να υπάρξει μεγαλύτερη φορολογική δικαιοσύνη. Το δίκτυο Tax Justice (Φορολογική Δικαιοσύνη) αποτελείται σήμερα από 80 οργανώσεις σε όλον τον κόσμο και ο αριθμός τους αυξάνεται συνεχώς».

–Το χρήμα που υπάρχει στους φορολογικούς παραδείσους είναι «πραγματικό» χρήμα ή πρόκειται απλώς για άλλη μία «φούσκα»;
«Το χρήμα παρουσιάζει το εξής ενδιαφέρον: αποτελεί δημιούργημα της πίστης σε αυτό. Το δολάριο, π.χ., δεν είναι παρά ένα κομμάτι χαρτί, χωρίς καμία αξία στο υλικό του. Απλώς η πλειονότητα των ανθρώπων θεωρεί ότι είναι χρήμα. Αν οι τράπεζες χάσουν την αξιοπιστία τους, τότε και οι άνθρωποι χάνουν την εμπιστοσύνη τους στις τράπεζες και αρχίζουν να αναρωτιούνται ποια είναι η αξία τους (value). Οσον αφορά τους «κλασικούς» παραδείσους, κανείς δεν θέλει να κρατάει τα λεφτά του π.χ. στις Νήσους Κέιμαν. Προτιμά να τα «μετακινεί» σε μέρη όπως το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης ή στα χρηματοπιστωτικά κέντρα, όπως ονομάζονται. Ακόμη και αυτές οι τελευταίες εκτιμήσεις ωστόσο είναι υποκείμενες στην αβεβαιότητα και στην απώλεια εμπιστοσύνης. Το ζήτημα λοιπόν εδώ είναι ότι, αν δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στις τράπεζες, τότε θα πρέπει η αξιοπιστία τους να αποκατασταθεί, γιατί κανείς δεν θα θέλει να έχει τα λεφτά του σε αυτές».

–Το πρόβλημα λοιπόν φαίνεται να είναι στις μεγάλες τράπεζες και όχι στους «φορολογικούς παραδείσους»…
«Το πρόβλημα βρίσκεται στους υπευθύνους για τη ρύθμιση του τραπεζικού τομέα. Στην περίπτωση της Κύπρου η Ευρωπαϊκή Ενωση ανάγκασε την Κύπρο να επαναρρυθμίσει το πλαίσιό της. Δεν θέσπισε κοινούς κανόνες για όλη την ΕΕ ούτως ώστε να υπάρχει ένα κοινό τραπεζικό ρυθμιστικό πλαίσιο. Και οι ΗΠΑ πέρασαν μια οικονομική κρίση και από αυτή την άποψη δεν είμαστε «πρότυπο» για άλλες χώρες. Διαθέτουμε ωστόσο τουλάχιστον βασικούς χρηματοπιστωτικούς κανόνες οι οποίοι ισχύουν σε όλες τις Πολιτείες. Η Ευρωπαϊκή Ενωση προσπαθεί να έχει ένα κοινό νόμισμα χωρίς να έχει κοινό τραπεζικό ρυθμιστικό πλαίσιο. Η περίπτωση της Κύπρου, όσο και αν κάποιοι προσπαθούν να την απομονώσουν ως «ειδική», μας δείχνει τι ακριβώς συμβαίνει σε όλη την Ευρωπαϊκή Ενωση με το αποκαλούμενο «dodgy banking» (επισφαλής τραπεζική δραστηριότητα). Βλέπουμε ωστόσο ότι υπάρχει ένα όλο και μεγαλύτερο κίνημα για μεγαλύτερη διαφάνεια στην ΕΕ. Το Λουξεμβούργο, π.χ., ανακοίνωσε μόλις αυτή την εβδομάδα ότι δέχεται την αυτόματη ανταλλαγή τραπεζικών πληροφοριών, γεγονός πράγματι εκπληκτικό, ενώ οι πιέσεις για το συγκεκριμένο ζήτημα έχουν μεταφερθεί στην Αυστρία. Πιστεύω λοιπόν ότι γίνονται σημαντικά βήματα και ότι θα δούμε πραγματικές αλλαγές τους επόμενους έξι μήνες. Αλλά ίσως να κάνω και λάθος…».

Δημοσιεύτηκε στο HeliosPlus στις 17/4/13

HeliosPlus