Στη δημοσιότητα αναμένεται να δώσει την Τρίτη την έκθεσή του ο επίτροπος για τα ανθρώπινα δικαιώματα του Συμβουλίου της Ευρώπης, Νιλς Μούιζνιεκς, σχετικά με κρούσματα ρατσισμού και εγκλήματα μίσους που διαπίστωσε ότι συμβαίνουν στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψής του στη χώρα, από τις 28 Ιανουαρίου έως και την 1η Φεβρουαρίου του 2013.
Σύμφωνα με πληροφορίες του Αθηναϊκού Πρακτορείου, στην έκθεση σημειώνει ότι αρκετά από τα κρούσματα ρατσιστικής βίας και εγκλημάτων μίσους συνδέονται με μέλη, υποστηρικτές αλλά και βουλευτές του νεοναζιστικού -όπως το χαρακτηρίζει- πολιτικού κόμματος Χρυσή Αυγή, που εισήλθε στην Ελληνική Βουλή, τον Ιούνιο του 2012.
Ωστόσο, ο επίτροπος Μούιζνιεκς υπογραμμίζει ότι «η Διεθνής Σύμβαση για την Κατάργηση Κάθε Μορφής Φυλετικών Διακρίσεων και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που έχουν επικυρωθεί και έχουν υπερνομοθετική ισχύ στην Ελλάδα, κάνουν δυνατή την επιβολή αποτρεπτικών, ποινικών και άλλων κυρώσεων και περιορισμών στις δραστηριότητες ατόμων που υποστηρίζουν και εμπλέκονται σε υποθέσεις ρατσιστικών και άλλων εγκλημάτων μίσους».
Το ίδιο ισχύει και για τέτοιου είδους δραστηριότητες πολιτικών οργανώσεων, περιλαμβανομένων και κομμάτων όπως η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή, στις οποίες είναι δυνατό να επιβληθούν αποτελεσματικές κυρώσεις ή απαγόρευση, εάν χρειάζεται, καταλήγει ο επίτροπος.
Σύμφωνα, πάντα, με τις ίδιες πληροφορίες, στην έκθεσή του ο επίτροπος εκφράζει τη λύπη του γιατί η ρητορική που στιγματίζει μετανάστες χρησιμοποιείται ευρέως στην ελληνική πολιτική και τα μέτρα ελέγχου της μετανάστευσης οδήγησαν σε μεγαλύτερο στιγματισμό των μεταναστών.
Υποστηρίζει ότι «ακόμη και η υπάρχουσα ελληνική νομοθεσία, παρόλο που δεν έχει εφαρμοστεί επαρκώς ή δεν έχει εφαρμοστεί καθόλου ως τώρα, έχει τη δυνατότητα να καταστείλει και να αποτρέψει εκδηλώσεις ρατσιστικών και άλλων μορφών διάκρισης, από άτομα και πολιτικές οργανώσεις».
Πρόβλημα στην αστυνομία
Στην ίδια έκθεση, ο επίτροπος Μούιζνιεκς εκφράζει την έντονη ανησυχία του για τις συνεχιζόμενες αναφορές κακομεταχείρισης, περιλαμβανομένων και βασανιστηρίων, που διαπράττουν όργανα επιβολής του Νόμου, κυρίως εναντίον μεταναστών και Ρομά.
Σοβαρό θέμα ανησυχίας για τον επίτροπο αποτελεί και η χρησιμοποίηση της πρακτικής του «εθνοτικού προφίλ» από την ελληνική αστυνομία και επισημαίνει ότι τα όργανα επιβολής της τάξης, που ενεργούν με ρατσιστικά κίνητρα ή εναντίον των δημοκρατικών Αρχών, πρέπει να τιμωρούνται και να απομακρύνονται από τη θέση τους.
«Περίπλοκο το θέμα»
Η έκθεση του Νιλς Μούιζνιεκς συνδεύεται από σημείωμα της ελληνικής κυβέρνησης, στο οποίο -σύμφωνα με πληροφορίες του ΑΠΕ- η ελληνική κυβέρνηση, αποφεύγοντας να κατονομάσει τη Χρυσή Αυγή, υποστηρίζει ότι η αντιμετώπιση της «ακραίας οργάνωσης», η οποία εν τούτοις εξασφάλισε την είσοδό της στη Βουλή, «αποτελεί θέμα περίπλοκο για προφανείς λόγους, σχετιζόμενους με τη λειτουργία του δημοκρατικού συστήματος».
Η ελληνική κυβέρνηση συμπεραίνει, σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, ότι «οι λύσεις δεν μπορούν να είναι προϊόν συναισθηματικών αντιδράσεων, που θα μπορούσαν να έχουν αντιπαραγωγική επίδραση και να οδηγήσουν σε μη επιθυμητά αποτελέσματα».
Αντίθετα, «θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα συνετής προσέγγισης, η οποία θα αξιοποιεί τη συσσωρευμένη πολιτική και δημοκρατική πείρα, εντός του πλαισίου του Συντάγματος και του κανονισμού της Βουλής. Τούτο επιθυμεί και επιδιώκει το σύνολο σχεδόν του πολιτικού κόσμου της χώρας. Εν προκειμένω, ας λάβουμε υπ’ όψιν ότι η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης αποφάσισε να μην αποκλείσει ένα μέλος της οργάνωσης αυτής, από τις εργασίες της τον περασμένο Ιανουάριο» αναφέρεται στο σημείωμα.
Τέλος, η ελληνική κυβέρνηση, στις απαντήσεις που -σύμφωνα πάντα με τις πληροφορίες- απέστειλε στον επίτροπο, ισχυρίζεται ότι «η κοινοβουλευτική δύναμη, η οποία εδόθη από μέρος του εκλογικού σώματος στην οργάνωση αυτή δεν αποτελεί ένδειξη ανόδου του ρατσισμού στην κοινωνία, όπως άλλωστε συμπεραίνουν πολλές έρευνες. Επίσης, δεν αποτελεί ένδειξη οποιασδήποτε πολιτικής ή κοινωνικής προσέγγισης ή ταύτισης προς τη ρατσιστική ιδεολογία. Η κοινοβουλευτική αυτή δύναμη αποτελεί κατά βάσιν έκφραση λαϊκής απογοήτευσης και διαμαρτυρίας εναντίον σκληρών, αν και αναγκαίων, μέτρων λιτότητας, καθώς και της αυξανόμενης ανεργίας ως συνέπειας της μακροχρόνιας οικονομικής ύφεσης».