Εχει διαπιστωθεί ότι η περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα η Σαχάρα δεν ήταν πάντοτε έρημος αλλά στο παρελθόν – και μάλιστα το πολύ πρόσφατο– ήταν μια περιοχή με έντονη βλάστηση, λίμνες και αναπτυγμένο οικοσύστημα.
Ομως οι επιστήμονες ερίζουν για το πότε ξεκίνησε και πότε ολοκληρώθηκε η διαδικασία ερημοποίησης αυτής της τεράστιας περιοχής που καλύπτει σχεδόν ολόκληρη τη Βόρειο Αφρική. Μια νέα μελέτη ερευνητών στις ΗΠΑ αναφέρει ότι η μετάλλαξη της Σαχάρας από «όαση» σε έρημο έγινε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα εξαιτίας απότομων κλιματικών μεταβολών.
Η πράσινη περίοδος και η μετάλλαξη
Πριν από 11 χιλιάδες χρόνια ξεκίνησε στη Βόρειο Αφρική μια κλιματική περίοδος που διήρκεσε 6 χιλιάδες έτη. Η εποχή αυτή έχει ονομαστεί από τους επιστήμονες «Αφρικανική Υγρή Περίοδος» και στη διάρκεια της η περιοχή της Σαχάρας είχε έντονη βλάστηση, υπήρχαν λίμνες και ζούσαν εκεί πολλά είδη ζώων ανάμεσα στα οποία ιπποπόταμοι, ελέφαντες και καμηλοπαρδάλεις.
Διάφορες μελέτες που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια προσπαθούν να διαπιστώσουν πότε, πώς και γιατί η περιοχή από πράσινη μεταβλήθηκε σε έρημο. Κάποιες θεωρούν ότι η διαδικασία αυτή ήταν αργή και εξελίχθηκε σταδιακά κατά τη διάρκεια της Υγρής Περιόδου.
Ομάδα ερευνητών στις ΗΠΑ υποστηρίζει ότι όλα συνέβησαν πολύ γρήγορα. Σύμφωνα με τους ερευνητές έλαβαν χώρα απότομες κλιματικές μεταβολές οι οποίες εξαφάνισαν τη βλάστηση και το νερό και μετέτρεψαν την περιοχή σε έρημο μέσα σε διάστημα 100-200 ετών. Αν οι ερευνητές του ΜΙΤ έχουν δίκιο τότε η Σαχάρα μόλις πριν από περίπου 5 χιλιάδες έτη ήταν το ακριβώς αντίθετο από αυτό που βλέπουμε σήμερα, γεγονός αν μη τι άλλο εξαιρετικά ενδιαφέρον όσο και εντυπωσιακό αν φέρει κάποιος στο νου του την εικόνα.
Τα ιζήματα
Ερευνητές από μεγάλα αμερικανικά πανεπιστήμια όπως το ΜΙΤ και το Κολούμπια συνέλεξαν δεδομένα τόσο από τις ξηρές όσο και τις υγρές περιόδους της Βόρειας Αφρικής τα τελευταία 30 χιλιάδες έτη. Οι ερευνητές ανέλυσαν δείγματα ιζημάτων που έχουν συλλεχθεί σε διάφορες αποστολές που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια έξω από τις αφρικανικές ακτές. Πιο συγκεκριμένα οι ερευνητές μελέτησαν δείγματα που είχαν ληφθεί σε θαλάσσιες περιοχές που βρίσκονται ακόμη και σε αποστάσεις 900 χλμ μακριά από τις βορειοδυτικές ακτές της Αφρικής.
Αυτά τα ιζήματα σχηματίζονται εν μέρει και από τη σκόνη που προέρχεται από την Αφρική. Ο σχηματισμός αυτών των ιζημάτων διαρκεί πολλές χιλιάδες έτη και για αυτό κρύβουν κλιματικά δεδομένα. Παραδείγματος χάριν, όσο περισσότερη σκόνη συσσωρεύεται στα ιζήματα σε μια συγκεκριμένη περίοδο τόσο πιο ξηρό ήταν το κλίμα εκείνη την εποχή στην ήπειρο.
Τα ευρήματα
Από τις μετρήσεις που έκαναν οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η εκπομπή σκόνης από την περιοχή της Σαχάρας κατά τη διάρκεια της Υγρής Περιόδου ήταν πέντε φορές μικρότερη από αυτή που εκπέμπεται από εκεί σήμερα. Αυτό υποδηλώνει μια πιο δραστική μεταβολή στο κλίμα της Αφρικής από το επίπεδο των μεταβολών που οι επιστήμονες θεωρούσαν ότι είχε συντελεστεί.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μια σειρά από περίπλοκες μεθόδους ανάλυσης των δειγμάτων για να αποκαλύψουν αρχικά τα στρώματα από τα οποία αποτελούνταν το κάθε δείγμα και στη συνέχεια τον ρυθμό με τον οποίο συσσωρεύονταν τα υλικά στο κάθε στρώμα. Μια από αυτές τις μεθόδους ήταν ένα είδος ραδιοχρονολόγησης που βασίζεται στις αντιράσεις του ουρανίου με το θαλασσινό νερό.Με το πέρασμα του χρόνου το ουράνιο που βρίσκεται στη θάλασσα διασπα΄τει και μετατρέπεται σε θόριο-230, ένα μη διαλυτό ισότοπο που κολλά πάνω στα ιζήματα που βυθίζονται προς τον πυθμένα.
Με άλλες τεχνικές κατάφεραν να ξεχωρίσουν τα υλικά από τα οποία αποτελούνταν τα ιζήματα ώστε να διαχωρίσουν εκείνα που προέρχονταν από τη θάλασσα και εκείνα που θα μπορούσαν να προέρχονται από τη στεριά όπως η σκόνη που είχε μεταφερθεί με τον αέρα εκεί. Με αυτές τις μεθόδους κατάφεραν να απομονώσουν τη σκόνη που προερχόταν από την αφρικανική ήπειρο και ταυτόχρονα να διακρίνουν τις συσσωρεύσεις της στα ιζήματα κατά τη διάρκεια των τελευταίων 30 χιλιάδων ετών.
Μελετώντας τις συσσωρεύσεις διαπίστωσαν ότι πριν από έξι χιλιάδες έτη η Βόρειος Αφρική ήταν υγρή και ότι η δημιουργία της ερήμου σημειώθηκε γρήγορα εκτιμώντας ότι η διαδικασία εξελίχθηκε και ολοκληρώθηκε πριν από περίπου πέντε χιλιάδες έτη, μέσα σε διάστημα 1-2 αιώνων. Η μελέτη δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Earth and Planetary Science Letters».