Σε «θέατρο εμπορικού πολέμου» αναμένεται να μετατραπούν σύντομα οι βαλκανικές αγορές. Η συρρίκνωση της καταναλωτικής ζήτησης και ως εκ τούτου της λιανεμπορικής δραστηριότητας στην ελληνική αγορά, λόγω της τρομακτικής ύφεσης, αναγκάζει τους μεγάλους ομίλους να αναζητήσουν –παράλληλα με την εσωτερική αγορά –νέα πεδία κερδοφόρου δραστηριότητας. Και οι βαλκανικές χώρες, που απέχουν πολύ από το να θεωρούνται ώριμες αγορές, προσφέρουν ακόμη κερδοφορία στο λιανεμπόριο.

Βέβαια, η κερδοφορία εξαρτάται από την ένταση του ανταγωνισμού, ο οποίος ακόμη δεν έχει γνωρίσει τον ίλιγγο της ελληνικής αγοράς.
Η «υπενθύμιση» της «βαλκανικής εκστρατείας» του ελληνικού λιανεμπορίου ήλθε από τη Μαρινόπουλος ΑΕ, η οποία την περασμένη Τετάρτη ανακοίνωσε την εξαγορά της αλβανικής αλυσίδας Euromax, και όπως αναφέρει μιλώντας προς «Το Βήμα» ο κ. Ζερόμ Λουμπέρ, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, ως το 2014 η εταιρεία σκοπεύει να επενδύσει περί τα 250 εκατ. ευρώ στην περιοχή των Βαλκανίων.
Είναι προφανές πως η οικογένεια Μαρινόπουλου δεν είναι διατεθειμένη να εγκαταλείψει τον βαλκανικό περίγυρο –μια αγορά 40 εκατομμυρίων καταναλωτών –στις επιδιώξεις της βελγικής ανταγωνίστριάς της, την Delhaize, η οποία έχει ανοίξει τον βηματισμό της στην περιοχή με τη θηριώδη εξαγορά στη Σερβία της Delta Maxi.
Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι η εξαγορασθείσα αλβανική αλυσίδα είχε περιπετειώδη διαδρομή, αλλάζοντας αρκετές φορές ιδιοκτήτη.
Η συγκεκριμένη εταιρεία –ήταν πρώτη που λειτούργησε στην αλβανική αγορά –δημιουργήθηκε το 2005 από τον κ. Samir Mane. Γρήγορα αναπτύχθηκε, κυρίως σε περιφερειακές πόλεις της Αλβανίας, και το 2008 πουλήθηκε στον σερβικό όμιλο Delta Maxi. Οταν αυτός εξαγοράστηκε από την Delhaize βρέθηκε υπό βελγική ιδιοκτησία. Στις αρχές του 2013 πουλήθηκε στην αλβανική Balfin, όταν οι Βέλγοι αποφάσισαν να αποχωρήσουν από την αλβανική αγορά. Και δύο μήνες αργότερα πέρασε στην ιδιοκτησία της Μαρινόπουλος ΑΕ, η οποία όμως είχε ήδη δημιουργήσει το πρώτο της κατάστημα στα Τίρανα –πλέον διαθέτει 24 καταστήματα, συνολικού εμβαδού 19.521 τ.μ., με 17 καταστήματα στα Τίρανα, δύο στην Durres, δύο στη Fier, ένα κατάστημα στη Vlora, ένα στο Elbassan, και ένα υπερμάρκετ που ήδη λειτουργούσε.
Εφέτος μάλιστα η διοίκηση του ελληνικού ομίλου υπολογίζει ότι θα έχει πωλήσεις ύψους 40 εκατ. ευρώ, απασχολώντας 500 εργαζομένους. Ο κ. Λουμπέρ επισημαίνει σχετικά ότι «η αλβανική αγορά είναι σημαντική για εμάς, για τον λόγο αυτόν μελετούσαμε αυτή την εξαγορά εδώ και αρκετό καιρό». Και αναφέρει ότι «σημειολογικά αποτυπώνει τις δυνατότητες που έχουν οι ελληνικές επιχειρήσεις να πρωταγωνιστούν σε αγορές του εξωτερικού έναντι ανταγωνιστικών ξένων εταιρειών».
Ο ίδιος μιλώντας για τη γενικότερη πολιτική του ομίλου στην περιοχή των Βαλκανίων επισημαίνει ότι «η Μαρινόπουλος έχει δρομολογήσει επενδυτικό πλάνο 250 εκατομμυρίων ευρώ για τα επόμενα χρόνια, σημαντικό σκέλος του οποίου είναι η επέκτασή μας στη βαλκανική αγορά. Εδώ και χρόνια η παρουσία μας στη συγκεκριμένη περιοχή ενισχύεται διαρκώς μέσω της δημιουργίας νέων σημείων πώλησης και της εξάπλωσής μας σε νέες, αναδυόμενες αγορές».
Πράγματι, ήδη η Μαρινόπουλος «έχει εδραιώσει την παρουσία της στα Βαλκάνια με 16 καταστήματα στην Κύπρο, 17 στη Βουλγαρία (αναμένεται να αλλάξουν ακόμη δύο τις επόμενες ημέρες), 24 πλέον στην Αλβανία και ένα υπερμάρκετ στην πόλη των Σκοπίων. Σύντομα θα ανοίξουμε καταστήματα και στη Σερβία». Σύμφωνα με τους σχεδιασμούς το νέο κατάστημα θα λειτουργήσει εντός του 2014.
Και εξηγεί ότι «η πορεία της εταιρείας δημιουργεί πρόσθετες ευκαιρίες για τους 2.000 προμηθευτές της Μαρινόπουλος στην Ελλάδα, δημιουργώντας ευκαιρίες εξαγωγών σε μια αγορά 40.000.000 καταναλωτών. Η δυναμική ανάπτυξη της εταιρείας είναι ο πρωταρχικός μας στόχος, παράλληλα με τη διατήρηση της κυριαρχίας μας στην ελληνική αγορά».

Μαίνεται «πόλεμος τιμών» στην εσωτερική αγορά
  • Στη διάρκεια των τελευταίων μηνών η Μαρινόπουλος ΑΕ –η μεγαλύτερη αλυσίδα σουπερμάρκετ της ελληνικής αγοράς –έχει αποδυθεί σε έναν φρενήρη «πόλεμο τιμών» στην εσωτερική αγορά επιχειρώντας να διατηρήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων στο επίπεδο του ανταγωνισμού. Διαθέτει το μεγαλύτερο δίκτυο –η διαχείριση του οποίου σίγουρα δεν είναι η πιο εύκολη υπόθεση –με 747 καταστήματα και επτά κεντρικές αποθήκες και απασχολεί 13.960 εργαζομένους.
  • Οι πωλήσεις της στη διάρκεια του 2011 ανήλθαν στα 2,13 δισ. ευρώ, στο διάστημα των πέντε τελευταίων χρόνων η εταιρεία επένδυσε περί τα 360 εκατ. ευρώ σε νέα καταστήματα, ενώ συνεργάζεται με περισσότερες από 2.000 ελληνικές παραγωγικές επιχειρήσεις –το 96% των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας που διακινεί παράγεται από ελληνικές επιχειρήσεις. Πρόκειται για 6.800 από τα 46.200 προϊόντα που διαθέτει από το δίκτυο των καταστημάτων της.

Αερογέφυρα στήριξης της κυπριακής αγοράς
O κ. Ζερόμ Λουμπέρ, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, σε δήλωσή του προς «Το Βήμα» σημειώνει ότι «τα δεδομένα στην κυπριακή αγορά έχουν αλλάξει ριζικά μετά τις πρόσφατες εξελίξεις και τις αποφάσεις που πάρθηκαν σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Παρακολουθούμε με ενδιαφέρον τα γεγονότα και τον τρόπο που αντιδρά η αγορά σε αυτές τις ριζικές αλλαγές».
Ωστόσο δεν έχει αμφιβολία για το τι πρόκειται να ακολουθήσει. Και συμπληρώνει: «Σαφέστατα και αναμένουμε να επηρεαστούν αρνητικά τόσο η ζήτηση όσο και η καταναλωτική εμπιστοσύνη».
Ομως διαθέτει την εμπειρία της ελληνικής αγοράς που βρίσκεται επί πέντε συνεχή χρόνια στον φαύλο κύκλο της επιδεινούμενης ύφεσης δηλώνοντας ότι «από την πλευρά της η Μαρινόπουλος έχει προβεί στις απαραίτητες κινήσεις ώστε να θωρακιστεί απέναντι στην κρίση και να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις που εδραιώνει το νέο οικονομικό σκηνικό στην Κύπρο».
Σημειώνει ακόμη πως «βασική μας μέριμνα από τις πρώτες ημέρες ήταν η επαρκής τροφοδοσία του νησιού, έχοντας δημιουργήσει μια αερογέφυρα στήριξης από την Ελλάδα ώστε να υπάρχει επάρκεια σε βασικά αγαθά». Και φροντίζει να υπενθυμίσει ότι «η Μαρινόπουλος δεσμεύεται ότι μέσω των 16 καταστημάτων της στην Κύπρο θα σταθεί στο πλευρό των κυπρίων καταναλωτών με προσφορές και μειώσεις τιμών, έχοντας πλήρη επίγνωση της νέας κατάστασης».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ