Η Ελλάδα δεν ανήκει στις ευρωπαϊκές χώρες υψηλής διαδικτυακής επικινδυνότητας για τα παιδιά. Σύμφωνα με το έγκυρο ευρωπαϊκό Δίκτυο EU Kids Online η χώρα μας από το 2009 κατατάσσεται ανάμεσα στις χώρες της Ευρώπης με μέσο δείκτη κινδύνου και σχετικά χαμηλό δείκτη χρήσης (Hasebrink et al.,2009:56). Σε νεότερες έρευνες η Ελλάδα αναφέρεται μεταξύ των χωρών με χαμηλά ποσοστά διακινδύνευσης (Lobe et al., 2011: 8,11).
Παρόλα αυτά έχει εκφραστεί η άποψη ότι συγκριτικά με το σχετικά χαμηλό επίπεδο καθημερινής διαδικτυακής χρήσης στην Ελλάδα (56% έναντι 60% του μέσου ευρωπαϊκού, Livingstone et al.,2011:25) η κατάταξη της χώρας μας δεν είναι απόλυτα ικανοποιητική (Τσάτσου, 2010:59).
Τα παιδιά στην Ελλάδα αρχίζουν να χρησιμοποιούν το διαδίκτυο σε ηλικία μεγαλύτερη (10 ετών) σε σύγκριση με την Ευρώπη (Livingstone et al., 2011:24).
Σε μια σύγκριση μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης η εικόνα της χώρας μας δείχνει πιο καθησυχαστική. Σύμφωνα με τα ερευνητικά ευρήματα του 2010 τα ποσοστά των ανηλίκων 9-16 ετών που είχαν εκτεθεί σε διαδικτυακό πορνογραφικό υλικό συμπίπτουν (14%) τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη (Livingstone et al., 2011:51). Υπάρχει όμως αξιόλογη διαφορά στον βαθμό της αναφερθείσας από τα παιδιά ενόχλησης, που εμφανίζεται να είναι μεγαλύτερη στα παιδιά στην Ευρώπης παρά στα παιδιά της Ελλάδας. Συγκεκριμένα σύμφωνα με τα ερευνητικά στοιχεία (Livingstone et al., 2011:56) στην Ελλάδα εμφανίζεται να ενοχλήθηκε ποσοστό 1/4 από τα παιδιά που εκτέθηκαν (2% του συνόλου των παιδιών) ενώ να αναστατώθηκε ποσοστό 1/8 (1% του συνόλου). Στην Ευρώπη τα αντίστοιχα ποσοστά ενόχλησης των εκτεθέντων ανηλίκων ήταν 1/3 (4% του συνόλου) και αναστάτωσης 1/6 (το 2% του συνόλου) .
Ένα αξιοσημείωτο ερευνητικό στοιχείο είναι πως η Ελλάδα αποτελεί την μόνη ευρωπαϊκή χώρα όπου το διαδίκτυο δεν αποτελεί την κυριότερη πηγή πορνογραφικού περιεχομένου για παιδιά. Συγκεκριμένα το μεγαλύτερο μέρος (15%) της συνολικού ποσοστού κατανάλωσης πορνογραφικού υλικού (29%) αφορά κατανάλωση πορνογραφικού υλικού από ανηλίκους εκτός διαδικτύου (Livingstone et al.,2011:51).
Η Ελληνική Ομάδα του EU Kids Online έχει τονίσει (σε ανακοίνωση της τον Οκτώβριο του 2010) τόσο την έλλειψη ενδιαφέροντος εκ μέρους των μικρότερων σε ηλικία παιδιών της Ελλάδας για διαδικτυακό πορνογραφικό υλικό όσο και την υπευθυνότητα και ωριμότητα που διακρίνουν τα παιδιά στην Ελλάδα ως χρήστες του διαδικτύου.
Το ίδιο έχει επισημάνει κατ’ επανάληψη στον ελληνικό τύπο («ΤΑ ΝΕΑ» 28/10/2010, «ΒΗΜΑ» 6/11/2010, «Καθημερινή» 11/12/2010) η επικεφαλής του Ελληνικού Τμήματος καθηγήτρια Λίζα Τσαλίκη.
H έλλειψη ενδιαφέροντος των μικρών παιδιών έχει επιβεβαιωθεί, επίσης, από συγκριτική έρευνα (Tsaliki & Chronaki, 2010) σε 392 ελληνόπουλα ηλικίας 9-11 ετών και 1000 γονείς, από την οποία προέκυψε ότι μόνο 3 παιδιά στην Ελλάδα είχαν δει εικόνες σεξουαλικού περιεχομένου στο διαδίκτυο, με αναφορά ενόχλησης μόνο από ένα παιδί.
Στον τομέα της γονικής διαμεσολάβησης αρχικά είχαν επισημανθεί (Tsaliki, 2010:13-15, Τσάτσου, 2010:59) διάφορες αδυναμίες και ελλείψεις. Η εικόνα όμως έχει βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
Όπως έχει αναγνωρίσει η Ελληνική Ομάδα του EU Kids Online, στην ανακοίνωση της τον Οκτώβριο του 2010, ο γονικός έλεγχος στην Ελλάδα έχει γίνει αρκετά αποτελεσματικός και μάλιστα ανεξάρτητα από το επίπεδο μόρφωσης και εκπαίδευσης των γονέων. Η εν λόγω αποτελεσματικότητα αποδίδεται (Duerager & Livingstone, 2012:4) στην σημαντική πρόοδο των επιδόσεων των ελλήνων γονέων στους τομείς τόσο της «ενεργού» όσο και της «περιοριστικής» διαμεσολάβησης. Την καλή κατάσταση στον τομέα της ενεργού και περιοριστικής διαμεσολάβησης των γονέων επιβεβαιώνει και το Ελληνικό Κέντρο Ασφάλειας Διαδικτύου (σε ανακοίνωση του την 6/2/2012) στην οποία επισημαίνει τα πολύ υψηλά ποσοστά συμφωνίας μεταξύ γονέων και παιδιών για την χρησιμότητα της ενεργού και της περιοριστικής διαμεσολάβησης.
Παράλληλα βελτιώνονται σημαντικά οι επιδόσεις των γονέων στον τομέα του διαδικτυακού αλφαβητισμού και γνώσεων (Tsaliki & Chronaki, 2010). Το ποσοστό των γονέων-χρηστών από 54% το 2008 αυξήθηκε σε 64% το 2010. Στην ενεργό γονική διαμεσολάβηση χρήσης τα ποσοστά Ελλάδας και Ευρώπης συμπίπτουν (Livingstone et al.,2011:106) ενώ στην περιοριστική γονική μεσολάβηση το ελληνικό ποσοστό είναι υψηλότερο από το αντίστοιχο μέσο ευρωπαϊκό όρο (Livingstone et al., 2011:110). Στον τομέα της γονικής επίγνωσης το ποσοστό των Ελλήνων γονέων που δηλώνουν πως τα παιδιά τους δεν έχουν εκτεθεί σε διαδικτυακή πορνογραφία είναι κατά δύο μονάδες υψηλότερο του μέσου ευρωπαϊκού (Livingstone et al., 2011:55).
Μολονότι δεν συντρέχει λόγος ιδιαίτερης ανησυχίας για την κατάσταση στη χώρα μας (Τsaliki, 2011:299) ο ελληνικός τύπος εξακολουθεί να επιδίδεται σε αναπαραγωγή κινδυνολογίας και να στερείται διάθεσης εποικοδομητικής συνεισφοράς (Tsaliki & Chronaki, 2008). Η Ελλάδα είναι από τις πρώτες χώρες της Ευρώπης σε αρνητική κάλυψη κινδύνων διαδικτυακής πορνογραφίας (Livingstone & Haddon, 2009:13) Ερευνητικά αποτελέσματα (Haddon & Stald, 2009:9) απέδειξαν ότι η μεγάλη πλειοψηφία (43%) των δημοσιευμάτων είναι αρνητικά, έναντι μιας ισχνής μειοψηφίας (7%) που ήταν θετικά, με τα υπόλοιπα να είναι ισορροπημένα. Η μεγάλη πλειοψηφία (64%) των δημοσιευμάτων αφορά διαδικτυακούς κινδύνους περιεχομένου και κυρίως σεξουαλικού περιεχόμενου (Haddon & Stald. 2009: 26, 33). Η στάση αυτή αποτελεί τμήμα μιας γενικευμένης τάσης του τύπου, που συνδυάζει την αρνητική τοποθέτηση απέναντι στο διαδίκτυο με την καταδικαστική για την πορνογραφία ετυμηγορία του.
Το 2009 διεξήχθη στη χώρα μας το ερευνητικό πρόγραμμα GRKGO (Greek Children Go Online) σε δείγμα 775 παιδιών ηλικίας 9-18 ετών.
Σύμφωνα με τα βασικά ευρήματα του (Tsaliki, 2011:297-299) τo φύλο και η ηλικία φαίνεται να αποτελούν βασικούς παράγοντες διαφοροποίησης συμπεριφοράς.
Τα αγόρια εφηβικής ηλικίας είναι εκείνα που ενδιαφέρονται κυρίως για την διαδικτυακή πορνογραφία, σε αντίθεση με τα κορίτσια και τα μικρότερης ηλικίας αγόρια, που δεν δείχνουν αξιόλογο ενδιαφέρον και παρουσιάζουν πολύ χαμηλά επίπεδα έκθεσης .
Στις μεγαλύτερες ηλικίες η ποσοστιαία «υπεροχή» των αγοριών έναντι των κοριτσιών υπήρξε τεράστια. Σε τομείς όπως η επιδίωξη ή η συχνότητα παρακολούθησης και η διάρκεια παραμονής προς περαιτέρω εξερεύνηση, τα ποσοστά των αγοριών ήταν πολλαπλάσια (από τετραπλάσια ως εξαπλάσια) των κοριτσιών. Ακόμη και ανάμεσα στα μικρότερα παιδιά, όπου οι τα γενικά ποσοστά έκθεσης είναι πολύ μικρά, παρατηρείται το ίδιο φαινόμενο, έστω και σε μικρότερη έκταση.
Οι αντιδράσεις ενόχλησης των παιδιών απέναντι στην έκθεση στη διαδικτυακή πορνογραφία υπήρξαν πολύ περιορισμένες. Τα ποσοστά όσων δήλωσαν αηδία ήταν 4% για τα αγόρια και 20% για τα κορίτσια, ενώ τα ποσοστά όσων «θα εύχονταν να μην είχαν δει ποτέ» το θέαμα που είδαν ήταν 2% για τα αγόρια και 8% για τα κορίτσια. Ακόμη όμως και όσοι ανήλικοι ενοχλήθηκαν διευκρίνισαν πως δεν θεώρησαν το θέαμα επιβλαβές για τους ίδιους (Tsaliki, 2011:297). Στα μικρότερα παιδιά η κατάσταση ήταν, εύλογα, πολύ διαφοροποιημένη. Η πλειοψηφία των κοριτσιών (57%) και των αγοριών (40%) «θα εύχονταν να μην είχαν δει ποτέ» το θέαμα, στο οποίο είχαν εκτεθεί.
Η Ελένη Παρασκευή Μιχαηλίδου είναι απόφοιτη του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών