Την ώρα που γράφεται αυτό το κείμενο, όλα τα δεδομένα συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι οι συνέπειες του ηρωικά υπερήφανου ΟΧΙ που βροντοφώναξε η κυπριακή Βουλή την 19.3.2013 συμποσούνται στη γνωστή φράση-κλισέ: ώδινεν όρος και έτεκεν μυν. Eχοντας διατρέξει ολόκληρη την αιώρηση από την εθνική αξιοπρέπεια του ΟΧΙ στον εξευτελισμό των ικεσιών ελεημοσύνης που απορρίφθηκαν από τη Μόσχα, η Κύπρος επιστρέφει μετανιωμένη και ταπεινωμένη στην Ευρωπαϊκή Eνωση ζητώντας και πάλι από τις Βρυξέλλες την οικονομική της διάσωση. Οι επιμέρους ρυθμίσεις δεν είναι ακόμη γνωστές, αλλά όλα δείχνουν ότι οδηγούμαστε σε μια σαφώς σκληρότερη παραλλαγή της απόφασης που είχε απορριφθεί πριν από τέσσερις μόλις ημέρες και κατά βάση σε υιοθέτηση των αρχικών προτάσεων του ΔΝΤ.
Τα γεγονότα είναι λίγο-πολύ γνωστά. Αυτό που θα επιχειρήσω εδώ, με την εγγύτητα αλλά και την απόσταση που μου παρέχει η ιδιότητά μου του πολίτη τόσο της Ελληνικής όσο και της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι να εντοπίσω και να περιγράψω κάποιους από τους μύθους που καθόρισαν τη δημόσια περί Κύπρου συζήτηση των τελευταίων ημερών, καθώς και μια αλήθεια που δεν ακούστηκε όσο θα έπρεπε.
Μύθος πρώτος: «Η Κύπρος έχει έναντι της Ελλάδας το πλεονέκτημα ότι διέπεται από μια κουλτούρα συναίνεσης στην πολιτική ζωή και συζήτηση». Η συναίνεση αναγνωρίζεται πράγματι ως αυταξία στην κυπριακή πολιτική ζωή. Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια της προηγούμενης διακυβέρνησης, όταν η αντιπολίτευση όχι μόνο ψήφιζε τα ελάχιστα μέτρα οικονομικής περισυλλογής που είχε προτείνει η κυβέρνηση Χριστόφια, αλλά αναλάμβανε την ευθύνη να προτείνει μόνη της ακόμη περισσότερα. Αλλά τόσο η παλαιότερη εμπειρία διαχείρισης του Κυπριακού όσο και η πρόσφατη διαχείριση της οικονομικής χρεοκοπίας έδειξαν πώς η επιδίωξη συναίνεσης μπορεί να επιδρά ανασταλτικά στην αποφασιστικότητα μιας κυβέρνησης και στην ανάγκη λήψης επώδυνων, αλλά αναγκαίων μέτρων.
Μύθος δεύτερος: «Η τρόικα έρχεται να καθυποτάξει την Κύπρο». Η τρόικα ήρθε στην Κύπρο έπειτα από πρόσκληση-παράκληση της απελθούσας κυβέρνησης προκειμένου να χορηγήσει χαμηλότοκα δάνεια σε ένα χρεοκοπημένο κράτος και σε έναν χρεοκοπημένο τραπεζικό τομέα. Τους τελευταίους μήνες, οι εκπρόσωποι της τρόικας λοιδορήθηκαν από τον πρόεδρο Χριστόφια, ο οποίος προηγουμένως τους είχε καλέσει επειγόντως σε βοήθεια, ως «κλεφταράδες των λαών», υπέστησαν εμπαιγμούς και ύβρεις, ενώ τις τελευταίες ημέρες εμφανίζονται ως αρπακτικά, μόνο και μόνο επειδή ζητούν να συμβάλουν στην ανόρθωση και εκείνοι που την προκάλεσαν.
Μύθος τρίτος: «Η Κύπρος θα αποτελέσει πρότυπο αντίστασης και αξιοπρέπειας και θα προτιμήσει να θυσιαστεί παρά να υποκύψει». Το 2004 η Κύπρος απέρριψε την τελευταία δυνατότητα επανένωσης του νησιού, αποχώρησης όλων σχεδόν των τουρκικών στρατευμάτων και επιστροφής δεκάδων χιλιάδων προσφύγων στα σπίτια τους. Το ΟΧΙ του 2004 έκλεισε μεν οριστικά και αμετάκλητα κάθε προοπτική επίλυσης του Κυπριακού, δεν αποτελούσε ωστόσο μια ανορθολογική απόφαση που ελήφθη υπό το κράτος ενός τυφλού πατριωτισμού· ήταν αντίθετα μια λανθασμένη, αλλά εν μέρει κατανοητή άρνηση των Κυπρίων να θέσουν σε κίνδυνο το βιοτικό επίπεδο και την ομαλότητα που είχαν κατακτήσει σε συνθήκες διχοτόμησης. Θα ήταν αφελής όποιος πίστευε ότι οι παράγοντες αυτοί, που υπερίσχυσαν το 2004, θα ετίθεντο τώρα σε δεύτερη μοίρα, προκειμένου οι Κύπριοι να κηρύξουν διαρκές αντάρτικο ενάντια (όχι στην τρόικα και τις μεγάλες δυνάμεις, αλλά) στην ίδια την πραγματικότητα. Η «λεβέντικη» στάση κράτησε τρεις ημέρες, συνήγειρε στην Ελλάδα τον ΣΥΡΙΖΑ, τον Καμμένο και τη Χρυσή Αυγή, στοίχισε κάτι παραπάνω, αλλά εν τέλει η γειωμένη λογική επανήλθε και επικράτησε.
Μύθος τέταρτος: «Η Κύπρος μπορεί να παίξει παιχνίδια γεωπολιτικής». Εξέχοντες εκπρόσωποι της κυπριακής και ελλαδικής διανόησης εφόρμησαν τις τελευταίες ημέρες στα τηλεπαράθυρα, τονίζοντας τον συστημικό ρόλο του νησιού, επειδή κάποια χρηματιστήρια στην Ασία είχαν πτώση 1% ή 2%. Πρόκειται για κωμική επανάληψη των γεωπολιτικών σχεδιασμών του Μακαρίου, που διήρκεσαν 14 χρόνια και τον οδήγησαν τον Ιούλιο του 1974 να ζητεί από τα Ηνωμένα Εθνη να χρησιμοποιήσουν «κάθε μέσο» για να αντιμετωπιστεί η «εισβολή» της ελληνικής χούντας. Η αδυναμία στοιχειώδους αντίληψης του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων αποκαλύφθηκε και πάλι τις τελευταίες ημέρες, και σίγουρα έδωσε τον τόνο στον δημόσιο διάλογο σε Ελλάδα και Κύπρο. Συγχρόνως όμως έγινε για μία ακόμη φορά προφανές ότι η θέση της Κύπρου (όπως και της Ελλάδας) βρίσκεται είτε στη Δύση είτε εκτός των ανεπτυγμένων χωρών, κάπου στη Μέση Ανατολή. Τρίτη οδός, Ρωσίες και Μόσκοβος και Κίνα και ξανθό γένος, απλώς δεν υφίσταται!
Μύθος πέμπτος: «Η διάταξη των πολιτικών δυνάμεων στην Κύπρο ομοιάζει με εκείνη των άλλων χωρών, και σε αυτή τη διάταξη το ΑΚΕΛ εκπροσωπεί την Αριστερά». Η αναίρεση αυτού του μύθου πρέπει κάποτε να επιχειρηθεί από ειδικούς με συστηματικό και επιστημονικό τρόπο. Εδώ ας σημειωθεί μόνο ότι το ΑΚΕΛ έχει πάψει προ πολλού να εκπροσωπεί την Αριστερά σε οποιαδήποτε εκδοχή της. Επί δεκαετίες, το κόμμα αυτό επιχειρούσε να ισορροπήσει ανάμεσα στην καταστατική του εξάρτηση από τη Μόσχα και στις πιέσεις της εθνικιστικής Δεξιάς, που το ανάγκασαν κάποτε να υιοθετήσει ακόμη και το αίτημα για ένωση με την Ελλάδα. Ως το 2002, πάντως, εξέφραζε ένα αίτημα κοινωνικής δικαιοσύνης και μια πολιτική επαναπροσέγγισης με τους Τουρκοκυπρίους που θα μπορούσε να οδηγήσει στην επανένωση του νησιού. Η συμμαχία του με τον Τάσσο Παπαδόπουλο ακύρωσε κάθε αριστερή νομιμοποίηση αυτού του κόμματος. Συγκυβέρνησαν, ενταφίασαν από κοινού το Κυπριακό, και όταν ο Χριστόφιας διαδέχτηκε τον Παπαδόπουλο, το ΑΚΕΛ ήταν πλέον ένα παγκόσμιο unicum: ένα σταλινικό μόρφωμα που δεν κάνει ούτε καν λεκτική αναφορά στον κομμουνισμό ή έστω σε μια σοσιαλιστική προοπτική· και ένα σύστημα πελατειακών σχέσεων καθοδηγούμενο από το υπερτροφικό υπερεγώ ενός διανοητικά ασταθούς προέδρου. Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί δείγμα ενός ανενδοίαστου θράσους η επανεμφάνιση τις τελευταίες ημέρες αυτών που προκάλεσαν την έκρηξη και καταστροφή στο Μαρί το 2011 (θέλοντας να διαφυλάξουν εκεί τα πυρομαχικά του Αχμαντινετζάντ και του Ασαντ) αυτών που διόγκωσαν την κρίση θέλοντας να τη φορτώσουν στους επόμενους, ως τιμητών και υπερασπιστών μιας «αξιοπρέπειας» που αυτοί υπονόμευσαν.
Αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, οι στρεβλώσεις της κυπριακής κομματικής τοπογραφίας δεν αφορούν μόνο το ΑΚΕΛ. Η ΕΔΕΚ, για παράδειγμα, καμία σχέση δεν έχει με οτιδήποτε θα μπορούσε να αποκληθεί σοσιαλδημοκρατικό στον υπόλοιπο κόσμο, ενώ οι Οικολόγοι προκαλούν τον πανευρωπαϊκό γέλωτα με τις θέσεις τους –πρόκειται για κόμματα που τοποθετούνται στα όρια ριζοσπαστικού εθνικισμού και άκρας Δεξιάς. Ο ΔΗΣΥ, από την άλλη, στεγάζει συγχρόνως εθνικιστές, φιλελεύθερους και εκσυγχρονιστές της Κεντροαριστεράς και είναι φυσικό να διέπεται από τις σχετικές αντιφάσεις. Ακόμη και με τα προβλήματα των τελευταίων ημερών, ωστόσο, ο Αναστασιάδης υπήρξε (αν μη τι άλλο) αποτελεσματικός στα αμυντικά του καθήκοντα, ενώ πολιτικά πρόσωπα όπως ο έμπειρος Χρήστος Στυλιανίδης και ο νεότερος Χάρης Γεωργιάδης ξεχώρισαν για τη σοβαρότητα, τη συνέπεια και την τόλμη με την οποία ανέδειξαν τα πραγματικά διλήμματα.
Τέλος, μια αλήθεια: «Μαζί τα φάγαμε!». Η φράση μπορεί να προκάλεσε αντιδράσεις στην Ελλάδα, ισχύει όμως απόλυτα για την Κύπρο. Μόνο οι καταθέσεις αλλοδαπών υπολογίζονται σε 20 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου στο 120% του ΑΕΠ. Ο πακτωλός αυτός διοχετεύθηκε όλα αυτά τα χρόνια σε ιδιωτικό δανεισμό και ασύστολη κατανάλωση, σε επαύλεις των 400 τ.μ., σε μια φούσκα που ήρθε η ώρα να σκάσει. Αυτό εννοούν η Μέρκελ και η Ευρωπαϊκή Ενωση όταν λένε ότι το κυπριακό μοντέλο κατέρρευσε –και έχουν δίκιο! Η αντικατάστασή του από ένα νέο παραγωγικό μοντέλο δεν μπορεί παρά να είναι υπόθεση (ημών) των ίδιων των Κυπρίων.
Ο κ. Παναγιώτης Θανασάς διδάσκει Φιλοσοφία στο ΑΠΘ και είναι πολίτης τόσο της Ελληνικής όσο και της Κυπριακής Δημοκρατίας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ