Το 2002, όταν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κοπεγχάγης αποφάσισε τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με την προσχώρηση δέκα νέων κρατών, μεταξύ των οποίων και η Κύπρος, ήταν η χρονιά της μεγάλης αισιοδοξίας και των μεγάλων προσδοκιών για την Ευρώπη. Ηταν η χρονιά όπου το ευρώ υποκατέστησε τα εθνικά νομίσματα ως ενιαίο νόμισμα των κρατών της ευρωζώνης, ήταν η χρονιά στην οποία συνήλθε η περίφημη Συνέλευση για το μέλλον της Ευρώπης για να επεξεργαστεί, ως οιονεί συντακτική συνέλευση, ένα Ευρωπαϊκό Σύνταγμα. Ολη αυτή η ευφορία αποτυπωνόταν, με ύφος σχεδόν λυρικό, στη Δήλωση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για το Μέλλον της Ενωσης, την περίφημη «Δήλωση του Λάακεν», που μιλούσε για «τη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια» και για μια Ευρώπη ως ήπειρο «των ανθρωπιστικών αξιών, της Μάγκνα Κάρτα, της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων, της Γαλλικής Επανάστασης, της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου», ως ήπειρο «της ελευθερίας, της αλληλεγγύης και πάνω απ’ όλα της ποικιλομορφίας». «Το μοναδικό σύνορο που χαράσσει η Ευρωπαϊκή Ενωση», διακήρυττε τότε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, «αφορά τη δημοκρατία και τα δικαιώματα του ανθρώπου». Ομως, σήμερα, μία μόνο δεκαετία μετά, αυτό που ονομάσαμε «δημοσιονομική» κρίση –και που είναι τελικά πολύ περισσότερα από αυτό, αφού είναι πρωτίστως πολιτική κρίση, με βαθύτατες κοινωνικές επιπτώσεις –ανέδειξε κυρίαρχη μια εντελώς άλλη Ευρώπη.
Και ενώ τα πληττόμενα κράτη, η χώρα μας, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία και τώρα, με ακόμη δραματικότερους όρους, η Κύπρος, τίθενται ενώπιον της πιθανότητας εξόδου από την ευρωζώνη αλλά και από την Ενωση, ενώ ο ευρωσκεπτικισμός καλπάζει, ακόμη και στις ισχυρές χώρες του Βορρά, η αλήθεια βρίσκεται αλλού: Δεν είναι τόσο τα υπερχρεωμένα κράτη αυτά που δεν τήρησαν τις επιταγές της ευρωπαϊκής ενοποίησης όσο η ίδια η Ευρωπαϊκή Ενωση αυτή που παραβίασε (και παραβιάζει) τους συμπεφωνημένους στόχους, τις κεκτημένες αρχές και την ίδια τη θεσμική ισορροπία του ευρωενωσιακού οικοδομήματος. Είναι η ίδια η Ευρωπαϊκή Ενωση εκείνη που, λειτουργώντας υπό την εξουσία του ηγεμονικού άξονα της Γερμανίας και των δορυφόρων της, στρέβλωσε και στρεβλώνει τους όρους της ευρωπαϊκής ενοποίησης, καταστρατηγεί την ευρωενωσιακή νομιμότητα και προδίδει την «ευρωπαϊκή ιδέα».
Η δημοσιονομική κρίση ανέδειξε σήμερα μια Ευρώπη που αντί για «ενωμένη» είναι «διαιρεμένη». Αντί να πραγματώνει τη «διαρκώς στενότερη ένωση των λαών» της, όπως επιτάσσει το ίδιο το άρθρο 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση, καλλιεργεί σταθερά τη διαίρεση και τον διχασμό, και μάλιστα σε πολλαπλά επίπεδα: μεταξύ κρατών χρεοκοπημένων και κρατών δανειστών, μεταξύ κρατών-μελών της ευρωζώνης και κρατών εκτός ευρώ, μεταξύ ανεπτυγμένου Βορρά και φτωχού Νότου, μεταξύ «καλών» και «κακών» Ευρωπαίων –που πρέπει να «τιμωρηθούν». Και ενώ μέχρι σήμερα είχαμε τον «οκνηρό» και «απείθαρχο» Ευρωπαίο των χωρών του Νότου, έχουμε τώρα, με την κυπριακή κρίση, και τον «ανήθικο» Ευρωπαίο. Ομως οι ίδιες οι Συνθήκες, καθώς και ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ανάγουν σε οιονεί συνταγματικές αρχές και σε θεμελιώδεις κανόνες της Ενωσης τον σεβασμό της ποικιλομορφίας και της εθνικής, πολιτικής και συνταγματικής ταυτότητας των κρατών-μελών και την αλληλεγγύη –αντί της τιμωρίας. Η δημοσιονομική κρίση ανέδειξε μια Ευρώπη που, από «γη της επαγγελίας», της ευημερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, εξελίσσεται σε φόβητρο και σε παράδειγμα προς αποφυγήν.
Παράλληλα, η αρχή της αναλογικότητας και η αρχή της εμπιστοσύνης, που αποτελούν τα θεμέλια όχι μόνο του κράτους δικαίου αλλά και του ίδιου του ευρωπαϊκού πολιτισμού, παραβιάζονται κατάφωρα. Και όλα αυτά τη στιγμή που η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το κράτος δικαίου και η αρχή της ασφάλειας δικαίου, η κοινωνική δικαιοσύνη και η ισότητα αποτελούν όχι μόνο την περίφημη «ταυτότητα» και το «αξιακό σύστημα» της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά και θεμελιώδεις, οιονεί συνταγματικές αρχές που αποτυπώνονται κανονιστικά στις Συνθήκες, στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ενωσης αλλά και στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Η κρίση ανέδειξε εν τέλει μια Ευρώπη που από ήπειρος της ελευθερίας και της δημοκρατίας κινδυνεύει να γίνει ήπειρος της ανελευθερίας και της υποταγής. Με την επίκληση της ανάγκης να ξεπεραστεί η κρίση, παραβιάζονται κατά το δοκούν όχι μόνο τα εθνικά Συντάγματα αλλά και οι θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές της ίδιας της ευρωπαϊκής έννομης τάξης. Ζούμε αυτή τη στιγμή, όχι μόνο στο επίπεδο των εθνικών κυβερνήσεων όσο και στο επίπεδο της ίδιας της Ενωσης, μια νέα εκδοχή του δικαίου της ανάγκης, μια νέα εκδοχή της περίφημης raison d’ Etat, που επιτρέπει ή επιβάλλει αυτό που υπαγορεύεται από την ανάγκη ενώ –καταδήλως –απαγορεύεται από τις θεμελιώδεις συνταγματικές ή οιονεί συνταγματικές αρχές. Η τακτική που ακολουθείται είναι διττή: Από τη μια, προβάλλεται ένα «κοινό ευρωπαϊκό συμφέρον», που όμως διαμορφώνεται μόνο από τους ισχυρούς της Ενωσης –και που θυμίζει κατά τη γνώμη μου τη θεωρία της πολιτικής ουδετερότητας του κράτους και του αρχηγού του κράτους μοναρχικών πολιτευμάτων. Από την άλλη, γίνεται επίκληση μιας στεγνής νομιμότητας, που περιορίζεται στο γράμμα του νόμου αγνοώντας την αξιακή του θεμελίωση –και που θυμίζει επίσης, δυστυχώς άλλες εποχές.
Παρά τις εξαγγελίες για εμβάθυνση της δημοκρατίας, παρά τη ρητή κατοχύρωση, με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, των αρχών της αντιπροσωπευτικής και της συμμετοχικής δημοκρατίας στην Ενωση, η Ευρώπη λειτούργησε και λειτουργεί ενάντια στις αντιδράσεις των πολιτών της, επικαλούμενη ενδεχομένως τη σιωπή όχι όμως και τη συμφωνία των λαών της. Σε αντίθεση με τη θεμελιώδη αρχή του σεβασμού της ισότητας των κρατών-μελών και του σεβασμού της ισότητας των πολιτών της Ενωσης που προστατεύονται από τις Συνθήκες, η Ευρώπη λειτούργησε και λειτουργεί με σχέσεις ιεραρχικής εξάρτησης και όχι ισότιμης συμμετοχής, με το εργαλείο της επιβολής και όχι της συνεργασίας των κρατών και των λαών της. Αυτό όμως είναι μια άλλη Ευρώπη.
Στην πραγματικότητα, πίσω από την αναβίωση του οράματος μιας πραγματικά ενωμένης Ευρώπης, θεμελιωμένης στα πολιτισμικό οπλοστάσιο της δημοκρατίας και της ελευθερίας, η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και η επανένωση της Γερμανίας είχαν και δύο άλλες πλευρές: Και πίσω από την πρόσοψη οι σχέσεις εξουσίας και το πολιτικό τοπίο άλλαζαν ραγδαία, και τα αποτελέσματα βιώνουμε σήμερα. Από τη μια η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και η άκρατη απελευθέρωση των αγορών επέτρεψαν τη διείσδυση της ιδιωτικής λογικής των αγορών στο κράτος, στη δημόσια εξουσία και στη διαμόρφωση της πολιτικής απόφασης. Αυτό δεν οδήγησε μόνο στη συρρίκνωση της κρατικής εξουσίας και στην επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού. Κυρίως, επέτρεψε την αποπολιτικοποίηση των βασικών επιλογών του δημόσιου βίου και την επιβολή δήθεν «τεχνοκρατικών» λύσεων ενώ συνέτεινε στη διάχυση της πολιτικής ευθύνης, με αποτέλεσμα οι εθνικές κυβερνήσεις να «νίπτουν τας χείρας τους» και ο πολίτης να μη γνωρίζει τον πραγματικό αποδέκτη των αιτημάτων του, αφού οι αποφάσεις διαμορφώνονται μέσα σε αυτό το θολό τοπίο που αποδίδεται με τον νεολογισμό «διακυβέρνηση». Ετσι όμως η δημοκρατία χάνει δύναμή της ως αυτοκυβέρνηση και ως συλλογική πολιτική ισχύς και ανοίγει ο δρόμος για μη δημοκρατικές εξουσίες. Από την άλλη, το τέλος του δυϊσμού ανατολικό/δυτικό μπλοκ εστίασε την πολιτική στοχοθεσία στις εθνικές επιδιώξεις και οδήγησε στην αναβίωση των εθνικών επιδιώξεων. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση απέκτησε έτσι μια εθνικοπολιτική νοηματοδότηση, υπακούοντας στις εθνικές, ενδεχομένως και ηγεμονικές, επιδιώξεις των ισχυρών κρατών της Ενωσης, με πρωτεργάτη την επανενωμένη και οικονομικά ισχυρότατη Γερμανία.
Δεν είναι μόνον η μεταφορά της δημοσιονομικής κυριαρχίας από τα εθνικά Κοινοβούλια στην Ευρωπαϊκή Ενωση και ειδικότερα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, δηλαδή σε ένα διακυβερνητικό όργανο, που θέτει σήμερα ζήτημα δημοκρατίας στην Ενωση, αφού η μεταφορά αυτή δεν αντισταθμίζεται με αντίστοιχη ενίσχυση του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του οργάνου που εκπροσωπεί κατ’ εξοχήν τους πολίτες της Ενωσης. Το έλλειμμα δημοκρατικής νομιμοποίησης είναι άλλωστε ακόμη εντονότερο για τα κράτη-μέλη που, όπως η Ελλάδα και σήμερα η Κύπρος υπάγονται στη δημοσιονομική εποπτεία και τον έλεγχο της τρόικας, δηλαδή ενός τριμελούς οργάνου που εκπροσωπεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, με αμφίβολο δημοκρατικό έρεισμα. Το μεγαλύτερο πλήγμα στη δημοκρατία και στη θεσμική ισορροπία της Ενωσης είναι ότι, ενώ στη δημόσια σκηνή λιγότερο ή περισσότερο τα προσχήματα της τυπικής δημοκρατικής νομιμότητας τηρούνται, στην πραγματικότητα οι αποφάσεις λαμβάνονται αλλού. Είναι γνωστό πως οι αποφάσεις φτάνουν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και στο Eurogroup αφού έχουν ήδη κριθεί παρασκηνιακά, εκτός πολιτικής διαβούλευσης, με διμερείς ή έστω ολιγομελείς συναντήσεις. Είναι επίσης γνωστό πως ο περίφημος κανόνας της συναίνεσης λειτουργεί στη βάση της ισχύος και της δημοκρατικής αντιπαράθεσης μιας πλειοψηφίας και μιας μειοψηφίας. Ετσι, στην πραγματικότητα, οι αποφάσεις που η Ενωση έλαβε και λαμβάνει για την αντιμετώπιση της κρίσης, αποφάσεις που κρίνουν την τύχη κρατών και λαών, υπαγορεύτηκαν από τα ισχυρά κράτη της Ευρώπης, από το δίδυμο Μερκοζί ή από τη Γερμανία και τους δορυφόρους της.
Η κρίση αναδεικνύει σήμερα σε όλο του το μεγαλείο το ευρωπαϊκό ιστορικό παράδοξο του ιανικού προσώπου της νέας Ευρώπης: μια Ευρώπη τόσο περισσότερο αυταρχική και ολιγαρχική όσο προβάλλει υποκριτικά ως «σωτηρία» της την αποπολιτικοποίησή της και την αποστασιοποίησή της από τις θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας και της ελευθερίας.
Η κυρία Νέδα Αθ. Κανελλοπούλου – Μαλούχου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ