Σε αντίθεση με τις φυσικές, στις κοινωνικές επιστήμες δεν έχουμε την πολυτέλεια των πειραμάτων: αν θεωρούμε ότι κάτι επιδρά αιτιωδώς στην εκδήλωση ενός φαινομένου, δεν είναι δυνατόν να αποδείξουμε τον ισχυρισμό μας «οργανώνοντας» ένα πείραμα. Με εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, κάτι τέτοιο και ανέφικτο είναι (: ως όντα με ελεύθερη βούληση, οι άνθρωποι αντιδρούν ακυρωτικά σε ό,τι διατείνεται πως μπορεί νομοτελειακά να προδικάσει τη συμπεριφορά τους) και προσκρούει σε βασικές αρχές της επιστημονικής ηθικής (: σε αντίθεση με τις πρακτικές της αρπακτικής ευρωγραφειοκρατίας του νεοφιλελεύθερου εσμού, οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν νοείται να εκλαμβάνονται ως πειραματόζωα). Ολα αυτά όμως σε καμία περίπτωση δεν αποτρέπουν τον νου από το επιστημονικά καταστατικό αίτημα της τεκμηριωμένης επεξήγησης. Πειράματα δεν γίνονται (και δεν πρέπει να γίνονται), όμως η πραγματικότητα –δυστυχώς ή ευτυχώς –μας εφοδιάζει με άφθονο υλικό που επιτρέπει την ασφαλή εξαγωγή συμπερασμάτων περί των αιτών που διέπουν τα κρίσιμα κοινωνικά φαινόμενα. Με τρόπο δραματικό, τέτοιο ακριβώς υλικό εισφέρει και η περίπτωση της Κύπρου. Υπό ποία έννοια; Με ποιον τρόπο;
Στον πρώτο τόμο του κλασικού του έργου A System of Logic, ο John Stuart Mill εξήγησε ότι «αν δύο ή περισσότερες περιπτώσεις κατά τις οποίες εμφανίζεται ένα φαινόμενο [ή αποτέλεσμα] έχουν έναν και μόνο κοινό παράγοντα… ο παράγοντας αυτός είναι… είτε η αιτία είτε αναγκαίο τμήμα της αιτίας του φαινομένου αυτού». Συγκρινόμενη με την περίπτωση της Ελλάδας, η κυπριακή τραγωδία είναι τόσο αποκαλυπτικά διδακτική ακριβώς διότι, πριν από την εκδήλωση της πρόσφατης κρίσης, η Κύπρος δεν είχε σχεδόν κανέναν «κοινό παράγοντα» με την Ελλάδα: προϋπολογισμοί όχι ελλειμματικοί, αλλά πλεονασματικοί· εξωτερικό χρέος όχι υπέρογκο, αλλά απολύτως ελεγχόμενο (κάτω από το 60% του ΑΕΠ –δηλαδή επιδόσεις καλύτερες και από τις αντίστοιχες γερμανικές)· φορολογικοί συντελεστές όχι πάνω, αλλά πολύ κάτω του ευρωπαϊκού μέσου όρου (10% αντί 25%)· δημόσιο τομέα όχι μεγάλο, αλλά χαρακτηριστικά μικρό και αποτελεσματικό. Και όμως! Οπως και η Ελλάδα, έτσι και η Κύπρος βρέθηκε στη δίνη μιας καταστρεπτικής κρίσης που, αρκετούς μήνες πριν από την πρόταση για «κούρεμα» των καταθέσεων, οδήγησε σε μνημόνιο με συνακόλουθη μείωση μισθών κατά 15% και βαθιά ύφεση. Ποιος είναι λοιπόν ο «κοινός» –και, στις περιστάσεις, ηλεγμένα γενεσιουργός –παράγοντας; Ποιος άλλος από την αχαλίνωτη, τοξική κερδοσκοπία των τραπεζών; Το γεγονός ότι σε αμφότερες τις περιπτώσεις, όπως και σε όλες ανεξαιρέτως τις άλλες που πλήττονται από την κρίση, η οικονομία κινείται με βάση τις ανάγκες του τραπεζικού τομέα.
Το στοιχείο αυτό είναι που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε και τον μηχανισμό της κρίσης –όχι μόνο στην Κύπρο, αλλά και γενικότερα. Δομική αιτία του προβλήματος (που, στην τρέχουσα συγκυρία, είναι παγκόσμιο και συστημικό) δεν είναι λοιπόν οι υπέρογκες δημόσιες δαπάνες, ο «κακός» δημόσιος τομέας και οι δήθεν «παχυλές» αμοιβές και συντάξεις της προηγούμενης περιόδου, αλλά η κρατικά επικουρούμενη χρηματιστικοποίηση των οικονομιών, η έκρηξη του τραπεζικού τομέα –εξέλιξη που επήλθε ακριβώς λόγω της συρρίκνωσης του μεριδίου της εργασίας και της σταδιακής διάλυσης του κράτους πρόνοιας: πώς να αντεπεξέλθουν οι πολίτες στις απαιτήσεις μιας ολοένα και πιο ιδιωτικοποιούμενης ζωής χωρίς δάνεια;
Παρακάμπτοντας το ρίσκο της ολοένα μειούμενης πιστοληπτικής ικανότητας των πελατών τους, οι τράπεζες στράφηκαν στις ανάγκες αυτές αρπακτικά και κερδοσκόπησαν σωρεύοντας κατά κανόνα τοξικά ομόλογα. Οταν οι φούσκες έσκασαν, οι κυβερνήσεις έσπευσαν να στηρίξουν τους φαύλους τραπεζικούς τομείς αφαιρώντας μαζικά πόρους από την κοινωνία. Την ώρα που η ελληνική κοινωνία χειμάζεται, π.χ., οι ελληνικές τράπεζες είχαν –ως τα μέσα του 2011 –αντλήσει από το Ελληνικό Δημόσιο πάνω από €100 δισ. Στις μέρες μας είναι πλέον ευρύτατα αποδεκτό ότι, με τον τρόπο αυτόν, το πρόβλημα όχι μόνο δεν λύνεται, αλλά –το ακριβώς αντίθετο –παίρνει τις δραματικές διαστάσεις που όλοι γνωρίζουμε: Η ύφεση βαθαίνει, η ανεργία εκτοξεύεται, ο κοινωνικός ιστός καταρρέει.
Σπάνια όμως συνειδητοποιούμε ότι η έκβαση αυτή όχι μόνο συμπτωματική δεν ήταν, αλλά, με όρους συστημικής αναπαραγωγής, υπήρξε απολύτως φυσιολογική, αν όχι αναγκαία: αλλιώς δεν θα υπήρχε παράταση της ανάπτυξης, αλλιώς αυτό που η Κύπρος, η Ελλάδα, οι υπόλοιπες χώρες του Νότου (και σταδιακά ολόκληρη η Ευρώπη) σήμερα βιώνουν θα είχε απλώς επέλθει πολύ νωρίτερα. Τα γεωπολιτικά παιχνίδια και οι αποικιακοί τροπισμοί της γερμανικής κυριαρχίας αποτελούν βεβαίως κρίσιμα συστατικά στοιχεία της τρέχουσας πολιτικής πραγματικότητας. Ομως το βασικό περιεχόμενο, η ουσία της κρίσης, είναι η τοξική χρηματοπιστωτική λειτουργία που, στην ιστορική συγκυρία που διανύουμε, αποτελεί την επιτομή του καπιταλισμού –όπως και ο κυπριακός εφιάλτης καταδεικνύει, αιτία των δεινών είναι ο καπιταλισμός, ανόητε!
Οι πολιτικές προεκτάσεις του συμπεράσματος είναι και εξαιρετικά κρίσιμες και αρκούντως προφανείς.
Ο κ. Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, Life Member στο Πανεπιστήμιο Cambridge.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ