Εντυπωσιάζει το γεγονός ότι 90 χρόνια μετά τη Λωζάννη οι ιστορικοί εξακολουθούν να βασανίζονται αναζητώντας την πατρότητα της ιδέας για την ανταλλαγή των πληθυσμών. Η Σύμβαση υπεγράφη στις 30 Ιανουαρίου 1923 στη διάρκεια της πρώτης φάσης των διαπραγματεύσεων. Την ήθελαν οι Τούρκοι εξαιτίας μιας πλεγματικής φοβίας και ενός εθνικιστικού φανατισμού; Την ήθελε ο Βενιζέλος επιδιώκοντας εθνολογική ομογένεια του εντός των συνόρων πληθυσμού; Ή μήπως ήταν ένα διαπραγματευτικό παιχνίδι με απώτερο στόχο την εξασφάλιση διατήρησης στην Κωνσταντινούπολη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, την απομάκρυνση του οποίου επεδίωκε μετά μεγίστης επιμονής ο επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπείας Ισμέτ πασάς;
Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η ανταλλαγή αιχμαλώτων, θέμα με το οποίο ασχολήθηκε σε πρώτη φάση η υποεπιτροπή της Πολιτικής Επιτροπής τη δεύτερη κιόλας εβδομάδα από την έναρξη των συνεδριάσεων, ήταν μέγα ανθρωπιστικό ζήτημα. Οπως ανέφερε σε εμπιστευτικό του έγγραφο προς το ΓΕΝ ο αντιπλοίαρχος Μελετόπουλος από την Υπάτη Αρμοστεία Κωνσταντινουπόλεως, «η κατάστασις των Ελλήνων αιχμαλώτων είναι οικτρά. Ενδεδυμένοι με ράκη αποτελούμενα από παλαιούς σάκκους επαιτούν εις τους δρόμους, όταν δεν εργάζονται προς πορισμόν ενός τεμαχίου άρτου. Οι θάνατοι από ημέρας εις ημέραν πολλαπλασιάζονται. Νομίζω δε ότι πρέπει να γίνουν ενέργειαι όπου δει δια την σωτηρίαν των» (ΑΠ 139, 27 Νοεμβρίου 1922).
Τα πράγματα όμως ήταν τελείως διαφορετικά σε ό,τι αφορούσε την ανταλλαγή των πληθυσμών που, υποχρεωτική καθώς ήταν, δεν είχε ιστορικό προηγούμενο. Μπορεί ομαδικές μετακινήσεις μειονοτικών πληθυσμών να μην ήταν ασυνήθιστο φαινόμενο στα Βαλκάνια, αντίθετα μάλιστα να εμφανίζονταν ως αναγκαίο παρακολούθημα κάθε νέας διασυνοριακής χάραξης, σε κάθε περίπτωση όμως, όπως η Σύμβαση μεταξύ Ελλάδας – Βουλγαρίας που υπεγράφη μαζί με τη Συνθήκη του Νεϊγύ, είχαν εθελοντικό χαρακτήρα και αφορούσαν μικρό αριθμό πληθυσμών. Στην περίπτωση της Λωζάννης γινόταν λόγος για μετακίνηση 350.000 μουσουλμάνων της Θεσσαλίας και της Θράκης και σχεδόν 1,5 εκατομμυρίου Ελλήνων από τη Μικρά Ασία (οι αριθμοί με επιφύλαξη, καθώς διαφέρουν ανάλογα με τις πηγές). Μέτρο σκληρό και απάνθρωπο, καθώς ο αναγκαστικός εκπατρισμός τόσο μεγάλου πληθυσμού δημιουργούσε τεράστια ηθικά, οικονομικά και πολιτικά ζητήματα, ταυτίστηκε με το όνομα του διάσημου νορβηγού εξερευνητή δόκτορος Fridijof Nansen, τιμημένου με το Νομπέλ ειρήνης μέσα στην ίδια χρονιά, στον οποίο ο βρετανός ΥΠΕΞ λόρδος Κώρζον ανέθεσε την εκπόνηση του σχεδίου. Τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία έσπευσαν να αποποιηθούν κάθε ευθύνη για την ιδέα. Μάλιστα ο Ισμέτ, προσπαθώντας να δημιουργήσει εντυπώσεις, έριχνε όλο το βάρος στον Βενιζέλο, φέρων στο φως υπόμνημα του τελευταίου προς τον βασιλέα Κωνσταντίνο τον Ιανουάριο του 1915 που υποστήριζε ως αναγκαία την ανταλλαγή πληθυσμών Ελλάδας – Βουλγαρίας διότι μόνο έτσι «θα επετυγχάνετο οριστικώς εθνολογική διαρρύθμισις εν τω Αίμω».
Στην πραγματικότητα ίσχυε μάλλον το αντίθετο. Μπορεί για το μέγιστο του πληθυσμού της Ιωνίας να ήταν αδύνατον να επιβιώσει στις κατεστραμμένες εστίες του και η οδός της προσφυγιάς να ήταν η μόνη λύση, πράγμα που ο Βενιζέλος, ρεαλιστής καθώς ήταν, το έβλεπε καθαρά, αλλά σίγουρα τα πράγματα ήταν διαφορετικά για τον Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης και φυσικά το Πατριαρχείο, για την παραμονή του οποίου επέμεινε εξαρχής μέχρι τέλους. «Γνωρίζω ότι ο προσφυγικός κόσμος θα με αναθεματίση δι’ αυτό που κάμνω, αλλ’ έχω την συνείδησιν ήσυχον ότι εργάζομαι προς το συμφέρον αυτού» έγραφε στον αφοσιωμένο φίλο και συνεργάτη του Αριστείδη Κυριακίδη που είχε διατελέσει διευθυντής του πολιτικού γραφείου του.
Αλλά, όπως αποδεικνύεται από αλληλογραφία της εποχής, ο πανικός που είχαν προκαλέσει οι βιαιότητες των Τούρκων εις βάρος των Ελλήνων ήταν αδύνατον να συγκρατήσουν τους Κωνσταντινουπολίτες στις εστίες τους. Στις 29 Οκτωβρίου 1922 ο Κανελλόπουλος από την Υπάτη Αρμοστεία μετέφερε εμπιστευτική πληροφορία του διευθυντή της Αγγλικής Αστυνομίας συνταγματάρχη Maxwell ότι «η κατάστασις ήταν λίαν σοβαρά και ότι η είσοδος του Κεμάλ εις Κωνσταντινούπολιν θα εσήμαινε σφαγήν των Χριστιανών» (ΑΠ 5556). Την ίδια στιγμή ο τουρκικός Τύπος «κήρυξε φανερά ότι η συμβίωσις μετά των Ελλήνων κατέστη αδύνατος», ενώ «ο όχλος είχε», σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο, «εκφανατισθή τόσον ώστε εις τα τεμένη να διδάσκεται ότι δέον να σφαγούν οι Χριστιανοί και ότι οι Αγγλοι θα φύγουν διότι είναι ανίσχυροι».
Πράγματι, η παρουσία των συμμαχικών στρατευμάτων ήταν η μόνη που μπορούσε να εγγυηθεί την προστασία του ελληνικού πληθυσμού, αλλά η αναμενόμενη αποχώρησή τους άμα τη υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης σήμαινε ότι όσοι θα είχαν απομείνει θα βρίσκονταν στο έλεος της σπάθης του Κεμάλ. Γι’ αυτό ο άγγλος Αρχιστράτηγος Χάρριγκτον συμβούλευε τον έλληνα Αρμοστή «όπως οι Ελληνες αναχωρήσωσι το ταχύτερον, περισώζοντας εκ της περιουσίας των παν ό,τι είναι δυνατόν να περισωθή» (επείγον εμπιστευτικόν ΑΠ 5734, 4 Νοεμβρίου 1922). Την ίδια άποψη συμμεριζόταν και ο άγγλος Αρμοστής, που μάλιστα συμβούλευε τον Κανελλόπουλο «όπως αποστείλη η Ελληνική Κυβέρνησις μεγάλα πλοία εις εγγύτερον λιμένα (σημ. παρακάτω υπεδείκνυε τον Κεράτιο), δυνάμενα να παραλάβωσι έκαστον 5.000 πρόσφυγας». Συνέχιζε δε ο Κανελλόπουλος ως εξής: «Με ηρώτησε πόσα τοιαύτα δύναται να διαθέση η Κυβέρνησις και απήντησα περί τα οκτώ υπερωκεάνεια, οπότε μοί παρετήρησεν ότι εν τοιαύτη περιπτώσει θα δεήση κάμωσι ταύτα έξ έως επτά ταξείδια δια να μεταφέρωσι 350.000 Ελλήνων εάν υπολογίσωμεν εις 50.000 τους ήδη αναχωρήσαντας και καθημέραν αναχωρούντας» (ΑΠ 12310, 13 Νοεμβρίου 1922). Σημειωτέον ότι πλείστα όσα ήσαν τα μαρτύρια και οι δοκιμασίες όσων εγκατέλειπαν όπως-όπως τη χώρα από την προκυμαία του Γαλατά, κυρίως. Ετσι, ενώ στις αποβάθρες υφίστατο διασυμμαχικός έλεγχος των χριστιανών οθωμανών υπηκόων «εφωδιασμένων δι’ αδειών αναχωρήσεως Ελληνικού Προξενείου και Αρμενικού γραφείου (σ.σ.: επρόκειτο για 130.000 Αρμενίους της Πόλης) ο Ρεφέτ Πασάς ηξίωσεν όπως εξέλεγξις διαβατηρίων επιβιβαζομένων ασκείται εν προκυμαία και υπό Τουρκικών αρχών. Και ναι μεν Αγγλοι επεμβάντες δια στρατιωτικής δυνάμεως εξεδίωξαν Τούρκους και διευκόλυναν επιβίβασιν αναχωρούντων, σήμερον όμως και ούτοι ενέδωκαν και ούτω Οθωμανοί υπήκοοι δεν δύνανται πλέον αναχωρήσωσι εί μη μόνον με τουρκικόν διαβατήριον. Και υπόσχεται μεν Ρεφέτ ότι θα παράσχωνται τοιούτα, αλλά εν πραγματικότητι άδεια αύτη είναι πλατωνική λόγω απαιτήσεως πληρωμής υπέρογκων φόρων» (ΑΠ 13704, Κανελλόπουλος, 22 Νοεμβρίου 1922). Εν τω μεταξύ τα σπίτια των αναχωρούντων εσφραγίζοντο υπό των Τούρκων (ΑΠ 14726), ενώ όπως σημείωνε σε τηλεγράφημά του ο έλληνας γενικός πρόξενος Αννινος «θανατικαί εκτελέσεις Χριστιανών εξακολουθούσι αθρόαι καθ’ εκάστην» (ΑΠ 14969, 22 Ιανουαρίου 1923).
Σε όσα τραγικά συνέβαιναν, όπως και στην ταπεινωτική υπόδειξη των Συμμάχων προς τον Κανελλόπουλο όπως «ουχ ήττον αποφεύγωμεν επιμελώς πάσαν αφορμήν προκλήσεων ως λόγου χάριν ανύψωσιν της Ελληνικής σημαίας» (ΑΠ 13117 Α5VI, 14 Νοεμβρίου 1922) που σε λιγότερο από έναν μήνα (5 Δεκεμβρίου) μετετράπη σε αυστηρή οδηγία «με συμβουλεύουσι υποστείλω αμέσως σημαίαν και καταβιβάσω κοντόν, ευρέθην εις οδυνηράν θέσιν να το πράξω» (ΑΠ 1307, Κανελλόπουλος), ο Βενιζέλος υπεδείκνυε ψυχραιμία υπομνήσκων ότι «Ελλάς εις διαπραγματεύσεις Λωζάννης παρίσταται δυστυχώς ως χώρα ηττημένη» (ΑΠ 13857, 25 Νοεμβρίου 1922).
Πώς οργανώθηκε η μεταφορά από τη Γενεύη στην Αθήνα
Αγωνία για τα Ελληνικά Αρχεία
Από ανάγνωση εγγράφων της εποχής, έκδηλη αναδεικνύεται η ανησυχία του έλληνα πρεσβευτή στο Λονδίνο Δ. Κακλαμάνου που σήκωσε μαζί με τον επικεφαλής της Ελληνικής Αντιπροσωπείας στη Λωζάννη Ε. Βενιζέλο το βάρος της ομώνυμης Διάσκεψης, σχετικά με την ασφαλή μεταφορά των Ελληνικών Αρχείων στην Αθήνα, κατόπιν εντολής του ΥΠΕΞ. «Τα Αρχεία, των οποίων την πλήρη ταξινόμησιν ευμεθόδως και μετά παραδειγματικής τάξεως ο επί ενάμισυ μήνα διευθύνων το εν Γενεύη Γ. Προξενείον Δ. Καψάλης, τεθέντα εντός δύο βαλιζών καλώς συσκευασμένων και εσφραγισμένων, παρεδόθηκαν τη εν Γενεύη ημετέρα Γραμματεία» ανέφερε σε έγγραφο του στις 28-Ιουλίου 1923 (ΑΠ 1877). «Η μεταφορά των θα δεήση να γίνει τη φροντίδι υπαλλήλου διερχομένου εκ Γενεύης ίνα μη εκτεθή εις κίνδυνον η ασφάλεια αυτών κατά την μεταφοράν διά ξένων χωρών» (ΟΠ.Π.).
Αγωνία για τα Ελληνικά Αρχεία
Από ανάγνωση εγγράφων της εποχής, έκδηλη αναδεικνύεται η ανησυχία του έλληνα πρεσβευτή στο Λονδίνο Δ. Κακλαμάνου που σήκωσε μαζί με τον επικεφαλής της Ελληνικής Αντιπροσωπείας στη Λωζάννη Ε. Βενιζέλο το βάρος της ομώνυμης Διάσκεψης, σχετικά με την ασφαλή μεταφορά των Ελληνικών Αρχείων στην Αθήνα, κατόπιν εντολής του ΥΠΕΞ. «Τα Αρχεία, των οποίων την πλήρη ταξινόμησιν ευμεθόδως και μετά παραδειγματικής τάξεως ο επί ενάμισυ μήνα διευθύνων το εν Γενεύη Γ. Προξενείον Δ. Καψάλης, τεθέντα εντός δύο βαλιζών καλώς συσκευασμένων και εσφραγισμένων, παρεδόθηκαν τη εν Γενεύη ημετέρα Γραμματεία» ανέφερε σε έγγραφο του στις 28-Ιουλίου 1923 (ΑΠ 1877). «Η μεταφορά των θα δεήση να γίνει τη φροντίδι υπαλλήλου διερχομένου εκ Γενεύης ίνα μη εκτεθή εις κίνδυνον η ασφάλεια αυτών κατά την μεταφοράν διά ξένων χωρών» (ΟΠ.Π.).
Σε επόμενο έγγραφό του ως καταλληλότερος υπεδεικνύετο ο «άλλοτε εργασθείς παρά τη Επιτροπή ανταλλαγής πληθυσμών Βουλγαρίας, αναχωρήσας δι’ Αθήνας Δημητριάδης» (ΑΕ 6702).
Ωστόσο, με κατεπείγον εμπιστευτικό του έγγραφο στις 8 Σεπτεμβρίου 1923, ο Κακλαμάνος εξέφραζε ισχυρή ανησυχία όπως αποφευχθεί η μεταφορά τους μέσω Ιταλίας, εισηγούμενος επιπλέον τη διαδρομή μέσω Μασσαλίας και δη «διά πλοίου υπό ξένην σημαίαν» καθώς υπήρχε «κίνδυνος νηοψίας των Ιταλών επί ελληνικών ατμοπλοίων, ότε ο κίνδυνος κατασχέσεως των Αρχείων καθίστατο σοβαρός…» (ΑΠ 3125).
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ