Από παιδί ακόμη ο αρχιτέκτονας Κώστας Γουζέλης είχε δύο μεγάλες αγάπες. Τη θάλασσα και τα καΐκια. Μπορεί να μην έγινε επαγγελματίας ναυτικός, όμως δεν εγκατέλειψε ποτέ αυτές τις αγάπες. Βρήκε άλλωστε πολλά κοινά ανάμεσα στην αρχιτεκτονική και στα καΐκια, τα οποία ανέπτυξαν τη φαντασία του και έφτιαξαν τη διάθεσή του. Οπως ο ίδιος αρέσκεται να λέει, τον βοήθησαν ακόμη και στο να είναι πιο ανοιχτός στο επάγγελμά του.
Αργότερα συνέδεσε αυτές τις δύο αγάπες του με την κινηματογράφηση. Το 1978 είχε γυρίσει το θαλάσσιο ντοκυμαντέρ «Ταξιδεύοντας με την Ευαγγελίστρια» σε σκηνοθεσία Μανούσου Μανουσάκη και διεύθυνση φωτογραφίας Ντίνου Κατσουρίδη. Πολλά χρόνια αργότερα, μαζί με τον Γιώργο Κολώζη και για λογαριασμό της κρατικής τηλεόρασης, ο Γουζέλης είχε συμμετάσχει στη δημιουργία της σειράς ντοκυμαντέρ «Αιγαίον νυν και αεί», η οποία ατύχησε στην πρώτη μετάδοσή της από τη ΝΕΤ το 2002: μεσολάβησε ο πόλεμος του Ιράκ, οπότε σταμάτησε στο τρίτο επεισόδιο.
Σε αυτές τις δύο αγάπες του Κώστα Γουζέλη οφείλεται η δημιουργία της ταινίας «Αθηνά εκ του μηδενός», που προβλήθηκε πριν από μερικές ημέρες με επιτυχία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης Εικόνες του 21ου αιώνα. Η ιδέα του ντοκυμαντέρ, το οποίο σκηνοθέτησε ο «θετός γιος» του Γουζέλη, Φοίβος Κοντογιάννης (έμπειρος βοηθός σκηνοθέτη σε πολλές ταινίες, από το «Τανγκό των Χριστουγέννων» του Νίκου Κουτελιδάκη ως το «Αν…» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη), ήταν πραγματικά πρωτότυπη: να παρακολουθήσει τη «γέννηση», την «ανατροφή» και την «ωρίμανση» ενός σκάφους, ξεκινώντας από το σημείο μηδέν. Αφετηρία της ταινίας είναι η κατασκευή του σκάφους και τελικός προορισμός η στιγμή της απόλυτης αγαλλίασης, όταν το σκάφος πέφτει στη θάλασσα, έτοιμο να ταξιδέψει.
«Ενα καΐκι είναι μια κιβωτός»
Ολη αυτή η διαδικασία κράτησε περίπου τριάμισι χρόνια! Εύκολα, επομένως, μπορεί να αντιληφθεί κανείς από τι υλικό συμπτύχθηκε το τελικό αποτέλεσμα, του οποίου η διάρκεια δεν ξεπερνά τη μία ώρα (53′ για την ακρίβεια). «Σε καμία περίπτωση όμως δεν με ενδιέφερε μια τεχνική αποτίμηση του πώς μπορεί να κατασκευαστεί ένα καΐκι» λέει ο Κώστας Γουζέλης. «Δεν ήθελα να γίνει μια ταινία που να αφορά μόνον τους ιδιοκτήτες καϊκιών. Ηθελα να γίνει κάτι πολύ πιο συναισθηματικό και συμβολικό». Ακόμη περισσότερο, ήθελε ένα έργο που να περιέχει μέσα του πράγματα τα οποία ενδεχομένως να αφορούν τις ζωές όλων μας. Ενα ντοκυμαντέρ που να μιλά για την ελευθερία, τον μύθο και την ανεξαρτησία.

«Ενα καΐκι είναι ένας κόσμος, μια κιβωτός»
λέει ο Γουζέλης. Οταν μάλιστα έχεις μπροστά σου την κατασκευή ενός τέτοιου σκάφους, ιστιοφόρου και όχι μηχανοκίνητου, τότε μαζί με τους συντελεστές σου θα πρέπει να βάλεις τα δυνατά σου ώστε να φτιαχτεί όσο το δυνατόν πιο άρτιο για να μπορέσει να επιβιώσει». Ολη αυτή η διαδικασία προϋποθέτει μια συνάφεια ανάμεσα σε όσους συμμετέχουν. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο οι δημιουργοί της «Αθηνάς εκ του μηδενός» αποφάσισαν να εστιάσουν. «Η αυτονομία του σκάφους σού απαγορεύει να κάνεις ανοησίες, οι αποφάσεις σου πρέπει να είναι συνειδητές και ουσιαστικές, όχι γενικές».
Πράγματι, ένα από τα στοιχεία που τονίζει το ντοκυμαντέρ είναι ότι όλη αυτή η συγκέντρωση ξύλου, σιδήρου, πανιών, συρμάτων και σχοινιών που χρειάζονται για την κατασκευή ενός καϊκιού, αποτελεί τελικά τη συγκέντρωση των υλικών για τη δημιουργία μιας πολύ μεγαλύτερης σύνθεσης, με χαρακτήρα, ατομικότητα, προσόντα και ελαττώματα.
Συνταιριασμένα όλα αρμονικά από ανθρώπους που καθελκύουν αυτή τη σύνθεση στο νερό και από άλλους που θα μάθουν να γνωρίζουν το πλοίο αποκτώντας σιγά-σιγά σχέση μαζί τους: μια σχέση που ξεπερνά εκείνη του ανθρώπου προς άνθρωπο, μια σχέση αγάπης παρόμοια με εκείνη ενός άντρα προς μια γυναίκα. Συχνά, τυφλή και ανεξάρτητη από τα μειονεκτήματα που μπορεί να έχει.
Το συνεργείο έγινε… πλήρωμα
Η θάλασσα είναι μέσα στο DNA μας, λέει ο ίδιος ο Γουζέλης στο ντοκυμαντέρ. Οπως όλα, προερχόμαστε από αυτήν. Το νερό και συμβολικώς ακόμη είναι το ασυνείδητό μας, η υγρή ψυχή, όπως λέμε συχνά. Επομένως μέσα στο σκάφος, όπου και να είσαι, η θάλασσα σε κάνει κυρίαρχο. Δεν πάμε εκεί που πρέπει, προσπαθούμε να πάμε εκεί που μπορούμε. Και αυτό για τους δημιουργούς του ντοκυμαντέρ είναι μια χειροπιαστή εμπειρία η οποία θα μπορούσε να αποβεί πολύ βοηθητική αν μπορούσαμε να την εφαρμόσουμε και στη στεριανή ζωή μας. «Αραγε πόσο λίγοι να είναι οι άνθρωποι που κάποια στιγμή δεν φαντάστηκαν ή δεν σκέφτηκαν τον εαυτό τους σε ένα ιστιοφόρο να φεύγει από τα βάσανα σε αναζήτηση περιπετειών;».
Η θάλασσα, άλλωστε, διόλου τυχαία, επηρέασε βαθιά τη ζωή ακόμη και των ανθρώπων της ταινίας που, σε αντίθεση με τους κατασκευαστές, ως τότε δεν είχαν καμία ουσιαστική επαφή μαζί της. «Τόσο εγώ όσο και ο διευθυντής φωτογραφίας και ο μοντέρ, που δεν είχαμε ούτε την εμπειρία ούτε τις γνώσεις αλλά ούτε την όρεξη των ανθρώπων που βρίσκονται τόσο κοντά στη θάλασσα, νιώθαμε κάτι ανάμεσα σε πλήρωμα και συνεργείο» σημειώνει ο σκηνοθέτης Φοίβος Κοντογιάννης.

Δολοφονίες πλεουμένων
Οι χώροι των γυρισμάτων δεν ήταν πολλοί γιατί το καρνάγιο του έμπειρου ξυλομαραγκού Νίκου Δαρουκάκη, ενός από τους κατασκευαστές του σκάφους, βρισκόταν στην Αίγινα. Μάλιστα, ο Δαρουκάκης είχε έρθει στην Αίγινα από τον Καναδά με το καΐκι που ο ίδιος είχε κατασκευάσει. Επισημαίνει στο ντοκυμαντέρ ότι σε ολόκληρη την Ελλάδα υπάρχουν μόνο τρία σημεία όπου φτιάχνονται ακόμη ξύλινα καΐκια και αυτό κάθε πέντε χρόνια το καθένα.
Πραγματικά, η «Αθηνά» ίσως να είναι το τελευταίο καΐκι που θα φτιαχτεί ποτέ στη χώρα μας γιατί η παράδοση τείνει να εκλείψει λόγω της συμφωνίας που εδώ και δέκα χρόνια έχει κάνει η Ευρωπαϊκή Ενωση με την Ελλάδα για την καταστροφή των καϊκιών, ώστε να μειωθεί ο στόλος εξαιτίας της υπεραλιείας. Ωστόσο εντολή της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι τα καΐκια να καταστρέφονται μπροστά στα μάτια των ιδιοκτητών τους.
Στην πιο σκληρή σκηνή της ταινίας ο φακός του Κοντογιάννη αποτυπώνει μια τέτοια διάλυση σκάφους με μπουλντόζα. Το θέαμα είναι σπαραξικάρδιο. «Σε καμία άλλη χώρα πλην την Ελλάδας δεν απαιτείται το σπάσιμο του σκάφους» λέει ο Κ. Γουζέλης. Εντεκα χιλιάδες καΐκια πρέπει να καταστραφούν και έχουν ήδη καταστραφεί τα μισά. Και όμως, όλα τους θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε άλλες εργασίες.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ