Μάνος Ελευθερίου: «Σιγά, ποιος είμαι, ο Ρεμπό;»

Κάθε δωμάτιο στο σπίτι του Mάνου Eλευθερίου έχει τουλάχιστον από μία βιβλιοθήκη. Ολες μοιάζουν έτοιμες να εκραγούν από το βάρος των βιβλίων. Βιβλία που είναι απλωμένα παντού, σε στοίβες στο πάτωμα, στο τραπέζι της κουζίνας, σπάνια χειρόγραφα που έχει αγοράσει σε δημοπρασίες – στην πρώτη τους σελίδα είναι σχολαστικά σημειωμένη η ημερομηνία αγοράς. Στο υπνοδωμάτιό του («Ελα να δεις πού κοιμάται ο παππούς, μη σβήνεις το τσιγάρο σου, έχω σταχτοδοχεία παντού») υπάρχουν γαλλικά βιβλία από τη βιβλιοθήκη της παλιάς θεατρίνας Ελένης Παπαδάκη (ηρωίδας του βιβλίου του «Η γυναίκα που πέθανε δύο φορές»). Είναι όλα υπογεγραμμένα με σινική μελάνη. Το σπίτι είναι γεμάτο από τη συλλογή του με τα μελανοδοχεία, εφημερίδες, ποιητικές συλλογές («Κάθε μέρα μου στέλνουν κι από μία, έρχονται και τις αφήνουν εδώ, στο σπίτι μου»). Καθόμαστε σε βελούδινες πολυθρόνες με κλειστά παντζούρια και αναμμένα φώτα. Από κάπου μέσα ακούγεται η «Ωδή στη χαρά» («Από το πρωί με έπιασε λύσσα κι ακούω την «Ενάτη» του Μπετόβεν. Εχετε υπόψη σας ότι οι περισσότεροι έλληνες συνθέτες νομίζουν ότι είναι δίπλα στον Μπετόβεν. Οχι ακριβώς δίπλα, αλλά εκεί κοντά. Οι περισσότεροι είναι έτσι. Οι οκτώ στους δέκα»).

Το νέο βιβλίο του στιχουργού, ποιητή, συγγραφέα Μάνου Ελευθερίου, αυτού του ευγενικού, διακριτικού κυρίου και δημιουργού ενός από τα ωραιότερα ελληνικά τραγούδια, λέγεται «Μαύρα μάτια: Ο Μάρκος Βαμβακάρης και η συριανή κοινωνία στα χρόνια 1905-1920» και περιγράφει τα 15 πρώτα χρόνια του Μάρκου Βαμβακάρη στη Σύρο. Μέσα από το βιβλίο ξεδιπλώνεται όλη η κοινωνία των αντιθέσεων του νησιού στο οποίο μεγάλωσε, χρόνια μετά, και ο Μάνος Ελευθερίου. Από τη μία περιγράφεται η άρχουσα αστική τάξη που ακούει κλασική μουσική και από την άλλη η εργατική τάξη με τα ρεμπέτικα. Η τάξη που τα παιδιά της δουλεύουν από τα έξι τους χρόνια στα εργοστάσια. Το χειρόγραφο του καινούργιου βιβλίου του, παχύ και γεμάτο φωσφοριζέ post-it, βρίσκεται κάτω από ένα τραπεζάκι που έχει λυγίσει σχεδόν από τις πιατέλες και τις φοντανιέρες. Μου λέει ότι τώρα, που τέλειωσε το βιβλίο, θέλει να σκίσει το χειρόγραφο. «Είναι μια τελετή, cérémonie» μου λέει. Μήπως να το κρατάγατε, του λέω. «Ποιος είμαι; Ο Ρεμπό;»

Βαμβακάρης ο πρίγκιπας

Εχετε χρόνια αγάπη για τον Βαμβακάρη; «Πρώτη φορά άκουσα το όνομα του Βαμβακάρη το 1952, στην πατρίδα μου. Ημουν παιδάκι, 14 χρόνων, και παιζόταν ένα κινηματογραφικό έργο στο οποίο εμφανιζόταν ο Μάρκος Βαμβακάρης να τραγουδάει μέσα σε ένα κελί ένα ρεμπέτικο τραγούδι. Διαφήμιζαν, θυμάμαι, ότι τραγουδάει ο Συριανός Μάρκος Βαμβακάρης. Το έργο το είδα σε έναν υπαίθριο καλλιτεχνικό κινηματογράφο στη γειτονιά μου. Δεν μου έκανε καλή εντύπωση, θυμάμαι, ήταν κακή η εκτύπωση του φιλμ και είχε νερά. Ημουν παιδάκι και είχα μάθει άλλη μουσική, τα ελαφρά τραγούδια. Ακουγα πού και πού κάτι ρεμπέτικα, αλλά δεν καταλάβαινα. Στο ίδιο νησί λειτουργούσαν αλλιώς οι μεν και αλλιώς οι δε.

Οταν κατεβαίνοντας από το σπίτι μου διέσχιζα κάποιους δρόμους, για να πάω σε ένα Μέγαρο όπου έκανα γαλλικά, άκουγα τριών ειδών μουσικές. Η πρώτη μουσική, που ακουγόταν από τα μεγάφωνα ενός καφενείου, ήταν ένα τραγούδι του Μανώλη Χιώτη, «Ο πασατέμπος», που εγώ το θεωρώ αριστούργημα. Πηγαίνοντας προς τα κάτω, τα μεγάφωνα των άλλων καταστημάτων παίζανε ελαφρά τραγούδια. Θυμάμαι το «Να με παίρνανε τα σύννεφα» με τη Σοφία Βέμπο, που είχε κολλήσει η βελόνα και έλεγε «τα σύννεφα, τα σύννεφα, τα σύννεφα…». Οταν πια πλησίαζα προς το Μέγαρο, άκουγα από τα διάφορα σπίτια να βγαίνει ήχος πιάνου, «Τα νυχτερινά» του Σοπέν ας πούμε. Θέλω να πω ότι αυτοί που έπαιζαν κλασική μουσική δεν ενδιαφέρονταν διόλου για τους ρεμπέτες και τα ρεμπέτικα τραγούδια, κι αυτοί που ησχολούντο με τη ρεμπέτικη και λαϊκή μουσική δεν δίνανε δυάρα για αυτούς που ασχολούνται με την κλασική μουσική».

Αναφέρεστε συχνά στην αυτοβιογραφία του Βαμβακάρη στο βιβλίο και το κάνετε με μια σχεδόν κριτική διάθεση. «Για ελάχιστα πράγματα έχω κριτική άποψη σε αυτό το βιβλίο. Πού και πού πετάω κάτι φαρμακερά, διότι χρειάζονται, αλλά ουσιαστικά έπρεπε να είμαι τελείως αντικειμενικός και να γράψω για την ατμόσφαιρα της Ερμούπολης με βάση όσα λέει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του. Απλώς επικεντρώνομαι σε κάποια θέματα παραπάνω απ’ ό,τι εκείνος. Μιλάει, ας πούμε, για τις κοινές γυναίκες, κάτι που θα τον απασχολούσε πολλά χρόνια μετά τη φυγή του από τη Σύρα στον Πειραιά, όταν έγινε νταβατζής – το λέει ο ίδιος, δεν το λέω εγώ. Είχε μια και την αναφέρει ως “ξεσκισμένη γυναίκα”. Μα τι ήθελε; Πουτάνα ήτανε. Τι περίμενε; Μια αγία; Σε πορνείο τη γνώρισε. Αυτό το αναφέρει σε δύο προτάσεις, αλλά εγώ το ανέπτυξα σε 15 σελίδες».

Γιατί διαλέξατε αυτή την περίοδο της ζωής του; Λόγω Σύρου; «Ναι, τότε έζησε αυτός κάτω. Από το 1905 ως το 1920, σε αυτή τη δεκαπενταετία. Ηθελα να δω τι υπάρχει γύρω γύρω. Πολιτικά, πολιτιστικά, κοινωνική ζωή, εμπόριο, ναυτιλία, όλα αυτά που ήταν γύρω από αυτόν».

Μου είπατε πότε τον πρωτοακούσατε αλλά δεν μου είπατε πότε τον αγαπήσατε τον Βαμβακάρη. «Επειτα από πολλά χρόνια. Ως στιχουργός δεν τα κατάφερνε καλά. Δεν είχε την εξυπνάδα του Τσιτσάνη, ας πούμε, αλλά ως μουσικός είναι, νομίζω, πρίγκιπας».

Πόσων χρόνων ήσασταν όταν τον αγαπήσατε; «Γύρω στα 35-40, το 1971 ήμουν 32 ετών, εκεί γύρω, ναι. Είδα στον δρόμο ένα σημείωμά του, “Παιδιά μου, ελάτε να με ακούσετε στη Μαργώ”. Ούτε ήξερα πού είναι, είπα “Α, πατριώτης μου είναι αυτός”. Ηταν η χρονιά που πέθανε».

Εσείς εγκαταλείψατε τη Σύρα περίπου στην ίδια ηλικία με τον Βαμβακάρη και είχατε πει, μάλιστα, πως μεγαλώσατε φτωχικά και αναρωτιόσασταν πάντα πως τα έβγαζε πέρα η μητέρα σας. Ταυτιστήκατε καθόλου μαζί του; «Πάρα πολλές φορές. Στη Σύρα υπήρχε η απόλυτη φτώχεια, και αυτή την έζησα. Κάπου αναφέρω στο βιβλίο την κυρία Λένη, εκεί στη γειτονιά μου. Το βράδυ την έβλεπα να πίνει φασκόμηλο με δυο κομμάτια ψωμί – αυτό ήταν το βραδινό φαγητό της. Ακόμη και τώρα, όμως, υπάρχει αυτή η κατάσταση».

H Μέρκελ κάνει τη δουλειά της

Εχοντας ζήσει δύσκολα στο παρελθόν, πιστεύετε ότι θα φτιάξουν τα πράγματα; «Οχι, πιστεύω ότι θα έρθουν μαύρες μέρες. Δεν είμαστε του σοσιαλιστικού ρεαλισμού να λέμε ψέματα. Μπορούμε να πούμε την αλήθεια πια».

Γιατί το λέτε αυτό; «Γιατί έχω δει την απόλυτη φτώχεια και δεν θα μου κάνει εντύπωση να την ξαναδώ. Δεν υπάρχει έλεος, δεν είναι πια η έλλειψη πολιτικών προσωπικοτήτων το πρόβλημά μας. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα στη συγκεκριμένη περίπτωση. Και ο ΣΥΡΙΖΑ να βγει, θα βρεθεί εγκλωβισμένος σε μια κατάσταση για την οποία δεν φταίει εκείνος. Οταν λέμε όλοι “Ολοι φταίξαμε”, πράγματι όλοι φταίξαμε. Οταν βλέπεις τα εισοδήματα ενός εκατομμυρίου λαού σε έναν μεγάλο χάρτη χωρίς να ξέρεις ότι ο ένας έχει εισόδημα 5 δραχμές και ο άλλος έχει 1.000, είσαι ευχαριστημένος με το σύνολο. Οι περισσότεροι κοιτάζουν τα αθροίσματα, αλλά δεν βλέπουν τι πόνος υπάρχει εκεί ανάμεσα. Υπάρχει κι ένα εξωφρενικό αλαλούμ.

Λένε, ας πούμε, ότι θα πιάσουν αυτούς που φοροδιαφεύγουν. Δεν θα τους πιάσουν, φοβούνται. Διότι, αν θυμώσει κάποιος από αυτούς που έχει ένα εργοστάσιο με 200 ανθρώπους, σ’ το κλείνει και στέλνει 200 ανθρώπους σπίτι τους. Βλέπω αυτή την αηδία που χτυπιούνται εναντίον της Μέρκελ. Πρώτον, η Μέρκελ τη δουλειά της κάνει. Δεύτερον, αυτή μας δάνεισε χρήματα. Δεν της δανείσαμε εμείς. Εμείς πάμε σαν τους ζητιάνους και ζητάμε χρήματα. Δεν έχω τίποτα αγάπες με τη Μέρκελ, τη θαυμάζω μόνο γιατί αγαπάει πάρα πολύ τη δική της πατρίδα. Οι περισσότεροι από μας δεν αγαπούσαμε την πατρίδα μας, αλλά μόνο τον εαυτό μας. Και βλέπεις όλη αυτή την απίστευτη συλλογή καταχραστών. Δεν τιμωρήθηκε ποτέ κανένας. Υπάρχουν πληροφορίες, κουτσομπολιά και τέσσερα-πέντε-δεκαπέντε ονόματα για τα οποία ακούμε εδώ και 20 χρόνια ότι έχουν κατακλέψει τα σύμπαντα. Για έναν, μάλιστα, το ξέρω πάρα πολύ καλά, αλλά δεν μπορώ να το πω και δεν έχω αποδείξεις – θα με βουτήξουνε και θα πάω στο Κορυδαλλό. Ο Γαβαλάς μέσα, ο Τσοχατζόπουλος μέσα, ο Λαυρεντιάδης μέσα, ο Γιαννίκος μέσα, που δεν είχε πληρώσει στιχουργό, μουσικό τα τελευταία χρόνια. Χρωστάει εκατομμύρια στην ΑΕΠΙ, έχει κυκλοφορήσει 100 τραγούδια μου που δεν τα έχει πληρώσει ποτέ».

Τάξη και ηθική

Πώς ξεκινήσατε ως στιχουργός; «Οταν ήμουν στρατιώτης, μου ζήτησε ένας να του γράψω τραγούδια, έγραψα μερικά και μου άρεσε. Δεν με κυρίευσε, όμως, αυτό το πράγμα. Η πρώτη μου ποιητική συλλογή κυκλοφόρησε το 1962 και το πρώτο μου τραγούδι δυο χρόνια αργότερα, νομίζω. Είχα γράψει μερικά τραγούδια ήδη, όπως το “Τρένο φεύγει στις οχτώ”. Πήγαινα από ’δώ κι από ’κεί να δουν αν τους αρέσουν. Το πιο ωραίο μού το είπε κάποτε ο Σπανός. Του λέω “σου τα είχα δείξει και δεν σου αρέσανε”. “Μα τότε ήμουνα μικρός” μου απάντησε. Με τρόμο σκέφτομαι, αν ο έρμος ο Σαββόπουλος, που είναι μια μεγάλη μορφή της ελληνικής μουσικής, ήταν μόνο στιχουργός και δεν έγραφε τη θεϊκή του μουσική και τα πήγαινε από ’δώ κι από ’κεί, χτυπώντας πόρτες συνθετών να του βάλουνε μουσική στους στίχους του, θα τον έπαιρναν με τις πέτρες αν διάβαζαν τα τραγούδια του, που ήταν εξαιρετικά. Σκέψου να ήταν μόνο στιχουργός. Ποιος θα είχε τολμήσει να κάνει το “Βρώμικο ψωμί”;».

Εσείς, ως στιχουργός, χτυπήσατε πόρτες; «Ναι, χτύπησα πόρτες πολλές. Τα τελευταία 20 χρόνια, βέβαια, άλλαξαν τα πράγματα και μου χτυπάνε αυτοί την πόρτα».

Τι άλλαξε; «Τα πρόσωπα μόνο. Οι συνθέτες, σχεδόν όλοι, μοιάζουν σε πάρα πολλά πράγματα. Βέβαια, με το δίκιο τους είναι φραγκοφονιάδες, με το δίκιο τους έχουν ανασφάλειες, γιατί δεν ξέρουν τι θα φέρει η επόμενη μέρα».

Εσείς δίνετε τους στίχους σας, αλλά δεν ελέγχετε τι θα γίνει με τη σύνθεση. «Πάρα πολλά τραγούδια μου ήταν άτυχα. Δεν πέτυχε η μουσική. Σε άλλα ήταν μεν θαυμάσια η μουσική, αλλά δεν ήταν καλοί οι στίχοι μου και σε κάποια ήταν καλοί οι στίχοι, καλή η μουσική και δεν ήταν ο τραγουδιστής εκείνος που έπρεπε για ένα τέτοιο τραγούδι. Τώρα μου είπε ο εκδότης μου να τα μαζέψω όλα αυτά να τα βγάλουμε σε βιβλίο – τους στίχους – και πιθανόν να τα μαζέψουμε. Νομίζει ότι θα πουλήσουμε πολύ. Βέβαια, υπάρχουν και εκδότες που μου δίνουνε αέρα για να πάω στον εκδοτικό τους οίκο. Οπως λένε και στα μαγαζιά, χωρίς αποδείξεις χωρίς τίποτα…».

Κι εσείς δεν θέλετε; «Μου κόβει τα πόδια όλο αυτό…».

Θα αισθάνεστε υποχρεωμένος ή είναι ηθικό το θέμα; «Εχω υποχρέωση να δώσω τα τραγούδια στον εκδότη μου, γιατί μου έχει βγάλει δέκα βιβλία – δύο-τρία από αυτά έχουν ξεπεράσει τα 120.000 αντίτυπα. Δεν έχασε από κανένα βιβλίο μου, ακόμη και ένα ποιητικό που μου έβγαλε έχει κάνει και δεύτερη έκδοση. Με τους εκδότες δεν μπορείς να συνεννοηθείς, βέβαια, όπως δεν μπορείς να συνεννοηθείς και με τους συνθέτες. Οχι ότι δεν υπάρχουν και οι εξαιρέσεις…».

Παρ’ όλα αυτά, εσείς δεν δέχεστε την άλλη προσφορά. «Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα, είναι θέμα ηθικής τάξεως».

Διαλέγετε τον δρόμο της ηθικής. «Ναι, ξέρω πως κανείς δεν θα μου πει “μπράβο”, ούτε “ευχαριστώ”. Δεν περιμένω παράσημα, τα έχω από εκείνους που πραγματικά με ενδιαφέρουν, αυτούς τους δύο, τρεις, πέντε, όσοι είναι».

«Να σκάσουν οι εχθροί μας»

Αναφέρατε πριν ότι πολλές φορές ένα τραγούδι μπορεί να ατυχήσει. Υπήρχε κάποια στιγμή που νιώσατε ότι η συγκυρία ήταν ευτυχής; «Πολλές φορές, με πολλά τραγούδια, από τα πρώτα χρόνια κιόλας. Ενα παράδειγμα, ας πούμε, όταν με πήρε ο Κουγιουμτζής, ένα βράδυ στις 12.30, και μου είπε: “Για άκουσε ένα τραγούδι που σου έγραψα”. Του το είχα πάει στις 9.00 η ώρα. Ηταν “Του κάτω κόσμου τα πουλιά”. Μου είπε “αυτό θα μου το πει ο Νταλάρας”. Και το είπε ο Νταλάρας… Είναι από τα ευτυχισμένα μου τραγούδια».

Πόσα «ευτυχισμένα» τραγούδια έχετε; «Περίπου 50. Εχω γράψει πάνω από 300-400 τραγούδια. Τα 150 από αυτά είναι τελείως χαμένα. Μια λύση για αυτά τα τραγούδια είναι να τα δώσω σε ένα νεαρό παιδί, ροκά, να τα κάνει ροκ».

Γιατί σε ροκά; «Γιατί αυτό είναι το ωραίο».

Κάποια στιγμή είχατε πει ότι θα θέλατε τα τραγούδια σας να γίνουν και ποπ. «Ναι, αμέ, έχω δώσει σε κάτι πολύ νέους συνθέτες, 25-26 χρόνων».

Πριν από χρόνια είχε γίνει μεγάλος χαμός με κάτι τραγούδια που είχατε δώσει στον Ψινάκη. «Του τα έδωσα και ούτε κατάλαβα ότι του τα ’δωσα όμως. Του έδωσα κάτι τραγούδια με σκοπό να τα δώσει αυτός σε έναν νέο συνθέτη. Αλλά, τελικά, έκανε ο ίδιος ένα τραγούδι μόνος του… Ούτε κατάλαβα τι έγινε. Οι στίχοι μου αρέσανε, ε κάποια στιγμή θα το δώσω σε κάποιον άλλον να τους κάνει τραγούδι».

Ολο αυτό σάς άφησε κάποια πικρία; «Δεν με ενοχλεί τίποτα από όλα αυτά. Θα με ενοχλούσε πάρα πολύ αν ήταν οι στίχοι μου άσχημοι. Οι στίχοι ήταν καλοί. Από εκεί και πέρα ας βγάλουν τα μάτια τους. Και να σκάσουν οι εχθροί μας, που έλεγε η γιαγιά μου. Υπήρχαν βέβαια δύο-τρία καθάρματα, ασήμαντοι τελείως, που μου ρίχτηκαν. Αλλά αυτό ήταν μια ευκαιρία να γίνει αυτό που έλεγε ο Τολστόι και μετά το χρησιμοποίησε ο Νίκος Γκάτσος: “Με αυτό που έκαναν, έξυσαν το επίχρισμα του χρυσού και εφάνηκε το δέρμα του γουρουνιού”. Σε μένα και στην Κική Δημουλά έκαναν επίθεση. Είμαστε μάλλον τα δύο τέρατα, επειδή είπαμε μια καλή κουβέντα για τον Ψινάκη».

Εχετε πει επίσης «Εχω εχθρούς και δεν με νοιάζει». «Εχω, αλλά είναι ασήμαντοι. Δεν είναι ότι έχω εχθρό έναν μεγάλο ποιητή, έναν μεγάλο ζωγράφο. Εχεις κάτι κακομοίρηδες, έχω έναν που με έχει κατακλέψει – στίχους, πεζά, τι του λες τώρα αυτουνού…»

Ενοίκιο, φως, νερό, τηλέφωνο

Παραγγελίες, ως στιχουργός, έχετε δεχτεί πολλές φόρες. «Ναι, έχω δεχτεί και έχω γράψει πολλά τραγούδια κατά παραγγελία».

Νομίζω έχετε πει ότι η «Μαρκίζα» ήταν παραγγελία. «Ναι, έχω γράψει πολλά τραγούδια κατά παραγγελία. Και των “Αγγέλων τα μπουζούκια”, το έγραψα πάνω σε μουσική, και το “Μη χτυπάς σε μια πόρτα κλειστή” του Λουκιανού Κηλαηδόνη. Εχω γράψει καμιά δεκαπενταριά τραγούδια έτσι».

Ξεχωρίζετε κάποιο τραγούδι σας; «Ναι, κάμποσα. Ξεχωρίζω τη “Θητεία”, τον “Αγιο Φεβρουάριο”, τα “Τροπάρια για φονιάδες” του Μικρούτσικου, πάρα πολλά του Μίκη Θεοδωράκη. Τα λαϊκά τραγούδια αρέσουν πολύ και στον Ξαρχάκο κι όταν αρέσουν στον Ξαρχάκο πρέπει να σωπαίνουμε. Είναι μια μορφή ο Ξαρχάκος που δεν αναλώνεται σε κουτσομπολιά ούτε στην αθλιότητα της αγοράς».

Από την ΑΕΠΙ παίρνετε τα δικαιώματα; «O, τι μπορεί δίνει κι αυτή. Η μεγάλη έγνοια μου κάθε μήνα είναι τα 550 ευρώ του ενοικίου να τα δώσω στην κυρία που είναι εδώ, από πάνω. Εμένα δεν με ενδιαφέρει η δόξα, τι να την κάνω τη δόξα; Εχω ενοίκιο, νερό, φως τηλέφωνο…».

Βγάλατε ποτέ χρήματα από το τραγούδι; «Με τον Θεοδωράκη έβγαλα χρήματα, με τη Μεταπολίτευση. Τότε πουλήθηκαν δίσκοι κατά χιλιάδες. Αγόρασα χειρόγραφα, δώρα για την οικογένειά μου, βιβλία σπάνια, μοναδικά. Τότε, νομίζω, είχα αγοράσει τα πρώτα βιβλία της Σύρου της Ερμουπολέως του 19ου και του 20ού αιώνα».

Τα εξωγήινα

Είπατε κάποτε ότι κάθε συνέντευξη είναι μια πράξη καταστροφής και μια αυτοθυσία. Γιατί; «Γιατί λες πράγματα που δεν πρέπει να τα πεις πολλές φορές. Από τη μία, μιλώντας συνεχώς, υποφέρεις. Αλλά από την άλλη, δεν έχει κανένα νόημα να σου αναφέρω εγώ, για παράδειγμα, ονόματα παλιανθρώπων για να δω το όνομά τους στην εφημερίδα και να πληγώσω αυτούς και άλλους δύο που τους γνωρίζουν. Παγκοσμίως άγνωστοι είναι και έτσι θα παραμείνουν. Επίσης, οδηγείσαι σε ορισμένες εξομολογήσεις που δεν θα ήθελες να τις κάνεις. Ερχεται έτσι η κουβέντα, και το χειρότερο είναι ότι ο άλλος περιμένει από σένα να πεις πολύ σοβαρά πράγματα».

Σας ανησυχούν οι προσδοκίες που υπάρχουν δηλαδή; «Βέβαια, με το που ανοίξεις το στόμα σου, πρέπει να τους πεις σοφίες αντάξιες με τους μεγάλους στίχους του Σοφοκλή. Τέτοια θέλουνε, εξωγήινα».

Μεγάλες εξομολογήσεις και άλλα πομπώδη; «Θαυμάζω καμιά φορά αυτούς τους νέους που διαβάζω τις συνεντεύξεις τους και λένε αυτά τα τσιτάτα. Κυρίως ηθοποιοί που πετάνε κάτι ρητά, αριστουργήματα. Για παράδειγμα, “Η ζωή είναι ένα εργοστάσιο και εμείς είμαστε μια βίδα”, και αυτό είναι ο τίτλος, ας πούμε»

Αποδέχεστε τις προσκλήσεις όταν θέλουν να σας τιμήσουν; «Αν είναι εδώ κοντά, πηγαίνω. Στα Μέγαρα πήγα, στον Βόλο έχω πάει…».

Βλέπω εδώ στη βιβλιοθήκη σας ένα βραβείο από τη Βέροια. «Α, όχι, εκεί δεν πήγα. Αυτά μου τα στέλνουν και έρχεται και τα παίρνει κάποιος».

Και τι τα κάνει; «Τα μαζεύει και τα πάει στη Σύρο. Τα θέλει».

Μαζεύει τα δικά σας βραβεία; «Ναι, μωρέ. Εγώ τι να τα κάνω; Να κάθομαι να τα κοιτάω;».

*Δημοσιεύθηκε στο ΒΗmagazino το Σάββατο 23 Μαρτίου 2013

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.