Του Σωτήρη Δημητρίου
Η λέξη «βασανίζομαι» εμφανίστηκε στους τοίχους λίγο αφότου άρχισε ο μαρασμός της χώρας. Ηταν ευανάγνωστη, με ιδιαίτερη καλλιγραφία, και είχε κάτι το αρτίστικο.
Γρήγορη σαν τον άνεμο, γέμισε όλη την πόλη. Στην Ηλιούπολη, σε νεοκλασικά των Εξαρχείων, σε μαντρότοιχους του Μεταξουργείου, στην προκυμαία του Αλίμου, στον Πειραιά, στη Σαλαμίνα.
Εφτασε να χρησιμοποιείται ως τοποδεικτικό.
«Περνάω απ’ τους Αγίους Αναργύρους, μετά απ’ την Εθνική Τράπεζα, στο “βασανίζομαι” στρίβω δεξιά και φτάνω στο σχολείο» έλεγε ένα παιδάκι στο ανάλογο ερώτημα.
Σιγά σιγά, την περιέβαλε θρύλος. Αλλοι έλεγαν ότι την έγραφε μια απελπισμένη εξ έρωτος γυναίκα, άλλοι ένας υπάλληλος των ΔΕΚΟ που μειώθηκε ο μισθός του, άλλοι ότι την έγραφε κάποιος που δεν άντεχε πλέον ν’ ακούει όλη την ημέρα, επί μήνες, επί χρόνια, για τη δυσχερή θέση της χώρας και άλλοι ότι πίσω της υπήρχε μια ομάδα νεαρών που έκανε γκραφίτι.
Ομως η ιστορία για τον δράστη – όπως την έμαθα από σίγουρες πηγές – είναι η εξής.
Τη λέξη την έγραφε ένας άνδρας που δεν εξέφρασε, όσο είχε τη δυνατότητα, την αγάπη του σε μια γυναίκα. Αυτή η γυναίκα χάθηκε σε μια δίνη της ζωής και έκτοτε ο άνδρας ένιωθε μια εξοντωτική λειψότητα.
Η ανέκφραστη αγάπη βάλτωσε μέσα του και κατάτρωγε σαν οξύ την ενότητά του.
Αφού γέμισε την Αθήνα, άρχισε να ταξιδεύει και να τη γράφει παντού, σε πόλεις και σε χωριά.
Επιβίωνε και αγόραζε το μαύρο χρώμα διακονεύοντας έξω απ’ τις εκκλησίες. Ισως γι’ αυτό οι μόνοι τοίχοι που δεν υπήρχε η λέξη ήταν των εκκλησιών.
Κατά μία περίεργη σύμπτωση, ο άνθρωπος αυτός εξέφρασε και τον συλλογικό ψυχισμό που ολίσθαινε προς μια βαθιά θλίψη.
Ενιωθαν οι κάτοικοι, χώρια, σαν τον ψωριάρη που λοιδορείται συνεχώς, και αδυνατούσαν να συστοιχηθούν στα πρότυπα των βορείων σερπετών κρατών.
Η χώρα ξετσουτσούνισε όταν αγαθή την τύχη εμφανίστηκε και η λέξη «λάθως». Σαν έτοιμοι οι άνθρωποι αστραπιαία συνειδητοποίησαν ότι βασανιζόντουσαν γιατί ντρέπονταν κι αυτοί να δηλώσουν χωρίς περιστροφές τη βαθύτερη θέλησή τους.
Με το που εμφανίστηκε το «λάθως» άρχισαν να τη διαδηλώνουν.
Ναι, αγαπούμε τις ηλιόλουστες καφετέριες και τους παραδοσιακούς καφέδες μας· καπουτσίνο, φρεντοτσίνο, καπουτσίνο λάτε, εσπρέσο, εσπρέσο φρέντο, εσπρέσο μακιάτο, εσπρέσο κορέτο, εσπρέσο λούνγκο, εσπρέσο στρέτο.
Ο ήλιος διαχέει θαλπωρή στο δέρμα μας, στις σκέψεις μας, στην καρδιά μας. Φορτίζει παραλλήλως την μπαταρία της αγάπης και του ερωτισμού. Μας κάνει να θέλουμε να ξαναγυρίσουμε αυτή τη ζέστη στους συνανθρώπους μας ως αγάπη και ως έρωτα.
Είναι εξαιρετικά παραγωγικοί οι παιχνιδισμοί των βλεμμάτων στις χιλιάδες παρέες που κάθονται με τις ώρες, ανά τη χώρα, στις καφετέριες. Πλημμυρίζουν την επικράτεια με καλή ενέργεια, με καλό φενγκ-σούι.
Οι κεφαλές των ανθρώπων, έπειτα από καιρό, ορθώθηκαν υπερήφανα για την ηλιόλουστη απραξία τους, γιατί έβλεπαν καθαρά πως οι εργατικοί είναι αυτοί που πληγώνουν συνεχώς τη φύση για να τη μετασχηματίσουν σε μπιχλιμπίδια. Ετειναν προς τα καμάρια της φύσεως – σχεδόν κοπρόσκυλα – που άφηναν ελάχιστο ενεργειακό ίχνος. Πολύ λίγα πράγματα είχαν πάνω τους την ετικέτα «μέιντ ιν Γκρις».
Μια αγαπημένη τους φράση, που αμέσως αποσπούσε την επιδοκιμασία, ήταν «πάω να μαζέψω ήλιο».
Υψιστη, πλέον, επιδίωξη των ανθρώπων ήταν να τους δει ο ήλιος και την άλλη μέρα.
Ναι, αγαπούμε να χαζεύουμε με τις ώρες τη βροχή, να τη διασχίζουμε και αυτή να αρδεύει βαθιά την ψυχή μας με αρχέγονα συναισθήματα ολότητας, να μας ενώνει με την άσκεφτη, ρέουσα φύση.
Να συγκεντρώνει κάθε φορά όλους τους χειμώνες μας σ’ ένα σαββατιάτικο παιδικό πρωινό που την πρωτακούσαμε έκθαμβοι.
Ναι, αγαπούμε να ξοδεύουμε τον χρόνο μας στον ήλιο, στη βροχή, στην αγάπη. Είναι αγαθά που δεν πωλούνται σε κανένα Μολ, αλλά μας τα προσφέρει απλόχερα η φύση.
Τους έφταναν πια τα φυσικά και αναγκαία αγαθά. Αρχισαν να περπατούν τη γέφυρα προς τον πρόγονό τους Επίκουρο που απέρριπτε όλα τα μη φυσικά και μη αναγκαία· αυτά που προϋπέθεταν σκληρή δουλειά. Τίποτε δεν ικανοποιεί έναν άνθρωπο που δεν ικανοποιείται με τα λίγα, λέει ο ίδιος.
Αρχισαν να πετούν με πρόδηλη ευχαρίστηση πράγματα. Συμβολικά, το πρώτο που έκαναν ήταν να αδειάσουν τις ντουλάπες τους από ρούχα που δεν φορούσαν ποτέ. Ετσι, δεν χρειάζονταν πια και τη ναφθαλίνη.
Μια τεράστια απελευθέρωση μέριμνας έφυγε σαν κακό σύννεφο.
Μαζί με τους χώρους, καθάριζε, έλαμπε κι ο νους τους, ξαλάφρωνε κι η μνήμη τους. Αυτό γινόταν γιατί τα πράγματα έχουν την ιδιοτροπία να θρονιάζονται στη σκέψη και στη μνήμη δημιουργώντας περισπάσεις και ανησυχίες.
Τρόμαξαν με τη μωρία τους να σπαταλούν τον λίγο χρόνο τους προκειμένου να αποκτήσουν αγοραία αγαθά που σταθερά και ύπουλα υπονόμευαν τα φυσικά.
Τον χρόνο που αφαιρούσαν πλέον απ’ τον ήλιο, τη βροχή, το χάζι, τις συντροφιές και τη μουσική για να τον δώσουν στη δουλειά, τον θεωρούσαν κλοπή γιατί σπαταλούσαν κάτι ανεκτίμητο για κάτι εκτιμητέο.
Τόσο σέβονταν τον χρόνο, που και τα μικρά παιδιά, γνωρίζοντας τις εναλλακτικές χρήσεις του, επέλεγαν πάντα τη σωστή, δηλαδή την πιο άχρηστη.
Εν γένει, το άχρηστο ανυψώθηκε σαν λαμπηδόνα, δεν ταλαιπωρούνταν πια ψυχικά οι άνθρωποι με το τι συμφέρει το σαρκίο τους. Ο διάλογος «Τι κάνεις;», «Τίποτα» ακουγόταν υπερηφάνως παντού.
Ετσι, σιγά σιγά η πρόοδος όπως την ξέρουμε εξέπνευσε.
Το ηθικό κριτήριο για κάθε πράξη ή παράλειψή τους είχε ένα σταθερό, αναφορικό ανάλογο. Το ερωτικό κριτήριο.
Οπως αν μετά την ερωτική συνεύρεση μ’ έναν άνθρωπο δεν νιώθουμε ωραία, δεν την επαναλαμβάνουμε, έτσι και με κάθε πράξη μας αν δεν μας προκαλεί ψυχική ευχαρίστηση, απλώς δεν την κάνουμε.
Η εσωτερική ευδία, η ψυχική αταραξία πήραν την υψηλή θέση που τους αξίζει. Ισως η αταραξία ήταν η κορωνίς των ουσιαστικών αγαθών. Και τι ήθελε; Τίποτα.
Προέκριναν αυθορμήτως τα δημόσια αγαθά έναντι των ιδιωτικών. Κόντευαν να γίνουν σοφές χελώνες που κουβαλούν μαζί τους το σπίτι τους.
Οταν ερχόταν η σειρά τους να πάνε στον Βορρά ή στον Νότο, έλεγαν στον σύντροφό τους· μια στιγμούλα κι έρχομαι. Και σε μια στιγμή κατέβαιναν μ’ ένα σακίδιο· όλο το έχειν τους για μια πολύμηνη αποδημία.
Εγιναν όλοι τους συνήγοροι της φύσεως. Το πρώτο κριτήριο για οτιδήποτε έκαναν – δρόμο, κτίριο, γέφυρα – ήταν το συμφέρον της φύσης.
Οι πολιτικοί δεν ήταν πλέον οι φιλόδοξοι και συμφεροντολόγοι άνθρωποι που ξέρουμε. Οχι μόνο δεν τους ήταν επιτρεπτό να έχουν όραμα, αλλά εθεωρείτο και γελοίο.
Προ του «βασανίζομαι», όπως θα θυμάστε, όραμα είχαν ακόμη και οι δήμαρχοι στα Ανω και στα Κάτω Κουτρουβαλέικα.
Απλώς φρόντιζαν οι λίγες επεμβάσεις στη φύση να γίνονται για την καλυτέρευση της καθημερινότητας.
Μάλιστα, έπαψαν να λέγονται πολιτικοί και ονομάζονταν βοηθοί της συλλογικής ζωής.
Αυτοί που εξαφανίστηκαν τελείως, προς μεγάλη ανακούφιση της κοινωνίας, ήταν οι ιδεοληπτικοί, αυτόκλητοι σωτήρες. Αυτοί που είχαν κόλλημα με την ιδανική, κεντρικά καθοδηγούμενη – απ’ αυτούς – κοινωνία.
Αυτοί πίστευαν ακράδαντα ότι είχαν την αποκλειστικότητα στην ευαισθησία και στα καλά συναισθήματα.
Αν δεν συμφωνούσες μαζί τους, σε σκότωναν με δάκρυα συμπόνιας εν ονόματι του κοινού καλού.
Η λέξη «βασανίζομαι» στο μεταξύ βρήκε πρόσφορους τοίχους στις χώρες του Βορρά. Είχαν κι αυτοί τους λόγους τους.
Ετσι έδρασε και εκεί καταλυτικά η λέξη «λάθως», που επίσης πέρασε τα σύνορα της χώρας μας.
Τους ανθρώπους πλέον, όπου Γης, όχι μόνο τους άφηναν παγερά αδιάφορους τα μωρολογήματα των θρησκειών, αλλά και τα φιλοσοφικά μακρόπνοα ερωτήματα, όπως, επί παραδείγματι, το τριαδικό «ποιος μας δημιούργησε, από πού ερχόμαστε και πού πηγαίνουμε».
Οι μεν Βόρειοι έλεγαν ότι έρχονται απ’ τη βροχή και πάνε στον ήλιο, οι Νότιοι από τον ήλιο προς τη βροχή, κι όλοι τους ότι σκοπός τους ήταν η αγάπη.
Ομοφωνούσαν δε και ως προς τον δημιουργό· ο φούφουτος έλεγαν.
Χασκογελούσαν και μ’ αυτούς που έλεγαν πως είναι απαραίτητη η άοκνη παραγωγή πραγμάτων, γιατί δίνει ώθηση στην τεχνολογία που θα μας επιτρέψει να πάμε σε άλλους πλανήτες όταν τελειώσει η μπαταρία του ήλιου.
«Πότε θα γίνει αυτό;» ρωτούσαν.
«Σε πέντε εκατομμύρια χρόνια».
«Α, ας το αφήσουμε, έχουμε λίγο χρόνο ως τότε. Εξάλλου, μπορούμε να εφεύρουμε την τεχνολογία της φυγής με συμφέροντα για τη φύση τρόπο».
Σε αυτούς που επικαλούνταν το μέγιστο επιχείρημα ότι το ανθρώπινο είδος δημιουργήθηκε για να δώσει νόημα στο σιωπηλό Σύμπαν αντέλεγαν ότι υπάρχουμε για να δώσουμε ευχαρίστηση στο παρόν μας· στις μέρες μας και στις νύχτες μας.
Η γεωργία τους ήταν πολύ ξεκούραστη. Σ’ έναν κουβά με μουσκεμένο χώμα ανακάτευαν σπόρους – ντομάτας, ας πούμε –, έπλαθαν μικρούς σβόλους, κυρίως τα παιδιά, και τους σκόρπιζαν στη γη. Κατόπιν, αναλάμβαναν η βροχή κι ο ήλιος.
Ούτε λιπάσματα, ούτε πότισμα, ούτε σκάλισμα. Ντομάτες νοστιμότατες, γεμάτες, ροζπρασινοκόκκινες.
Ανάσανε η φύση – απ’ τα γκάπα γκούπα εν γένει – και γέμισε τους ανθρώπους με τα δώρα της ελευθερίας της.
Οπώρες, χορτάρι και χαμολούλουδα, στοργικές βροχούλες και δροσερές λιακάδες.
Οι άνθρωποι απ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη, χωρίς πια τους οραματιστές πολιτικούς, συμφώνησαν πανεύκολα να μοιράζονται τον ήλιο και τη βροχή.
Ετσι, κατά καιρούς, οι Βόρειοι κατέβαιναν στα ζεστά κλίματα και οι Νότιοι ανέβαιναν στα χιόνια και στα πυκνά δάση με τις φράουλες και τους σκίουρους.
Σε αυτές τις πρόσκαιρες αποδημίες αντάλλασσαν και έξυπνες ιδέες.
Ας πούμε, απ’ τη Σουηδία έφεραν έναν κάδο αχρήστων που ήταν μια σιδερόβεργα λυγισμένη στην κορυφή της σ’ ένα μισοφέγγαρο. Περνούσαν μια σακούλα στο ημικύκλιο και έτοιμος ο κάδος. Τον μετέφεραν δε εύκολα όπου ήθελαν.
Απ’ την Ελβετία – όπου έδιναν μεγάλη σημασία στην ανεξαρτησία – έφεραν τον τρόπο με τον οποίο φορούσε μόνο του ένα περίπου βρέφος το παλτουδάκι του. Ξάπλωνε στο απλωμένο παλτό, περνούσε το ένα χεράκι του, κατόπι το άλλο και ανασηκωνόταν κατευχαριστημένο στον ποπό του.
Εκτοτε, όποτε του το φορούσαν άλλοι στραβομουτσούνιαζε κι έδειχνε το πάτωμα.
Μάλιστα, δημιούργησαν και μια τράπεζα έξυπνων ιδεών. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι κέρατα βερνικωμένα είναι οι άνθρωποι, τι ιδέες κατεβάζουν, ιδίως όταν ο νους τους ρέει ελεύθερα.
Απ’ τη χώρα μας έπαιρναν χαριτωμένες παροιμίες όπως «πέσε μήλο να σε φάω» ή «και ο μήνας έχει εννιά».
Πάλι το πρώτο κριτήριο για τις ευρεσιτεχνίες τους ήταν το συμφέρον της φύσης, η μη επιβάρυνσή της.
Μάλιστα, είχε παγιωθεί ως έκφραση προς τους εφευρέτες, αλλά και προς όλους· τη ρώτησες τη φύση;
Ετσι πορευόταν η ανθρωπότητα μετά τις σωτήριες λέξεις «βασανίζομαι» και «λάθως», αλλά δυστυχώς τίποτε δεν κρατάει αιώνια.
Μια φορά, οι Βόρειοι – που φαίνεται ότι εκτέθηκαν τόσο πολύ στον ήλιο που τους βάρεσε στο κεφάλι – αρνήθηκαν να τον αφήσουν. Ετσι είχαμε τον πρώτο πόλεμο του ήλιου.
Μερικοί νουνεχείς που τόλμησαν να πουν «Τη ρωτήσατε τη φύση;» είχαν άσχημο τέλος. Τους έφαγε η μαρμάγκα.
*Ο Σωτήρης Δημητρίου γεννήθηκε το 1955 στη Θεσπρωτία. Σήμερα ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Το διήγημά του «Ντιάλιθ’ ιμ Χριστάκη» (εκδ. Κέδρος) βραβεύτηκε το 1987 από την εφημερίδα «Τα Νέα», ενώ η συλλογή διηγημάτων «Η φλέβα του λαιμού» και «Η βραδυπορία του καλού» (αμφότερα εκδ. Πατάκη) βραβεύτηκαν από το περιοδικό «Διαβάζω», το 1999 και το 2002 αντίστοιχα. Διηγήματά του έχουν τροφοδοτήσει κινηματογραφικές ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους («Αμέρικα» του Σάββα Καρύδα, «Απ’ το χιόνι» του Σωτήρη Γκορίτσα, «Τα οπωροφόρα της Αθήνας» του Νίκου Παναγιωτόπουλου κ.ά.) και έχουν διασκευαστεί σε θεατρικά μονόπρακτα. Το μυθιστόρημά του «Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου» (εκδ. Κέδρος) έχει μεταφραστεί στα γερμανικά, στα αγγλικά και στα ολλανδικά και ήταν υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας.
**Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 16 Μαρτίου 2013