Το μυθιστόρημα 99 Reasons Why (HarperCollins, 2012) της Καρολάιν Σμέιλς γράφτηκε εξαρχής για να κυκλοφορήσει σε e-book. Η βρετανή συγγραφέας δεν πιστώνεται με καμιά πρωτοτυπία ως εδώ. Η καινοτομία βρίσκεται στο ότι ο αναγνώστης μπορεί να αλλάξει το κείμενο που διαβάζει ανάλογα με τις απαντήσεις που θα δώσει σε ερωτήσεις που αναδύονται στη διάρκεια της ανάγνωσης ακόμη και ανάλογα με την τοποθεσία στην οποία βρίσκεται (αν γνωστοποιήσει τη γεωγραφική του θέση μέσω GPS). Η αφήγηση τελειώνει με 11 διαφορετικούς τρόπους. Είναι το πέρασμα, λένε οι θεωρητικοί της ανάγνωσης, από τη γραμμική ανάγνωση στη διαδραστική ανάγνωση. Δεν γυρίζουμε πλέον σελίδες τη μια μετά την άλλη ώσπου να φτάσουμε στο τέλος, όπως συμβαίνει στο παραδοσιακό βιβλίο και στα απλά e-books, αλλά επεμβαίνουμε και διαμορφώνουμε το κείμενο διαβάζοντάς το.
Το μυθιστόρημα περνά σε μια νέα εποχή πειραματισμού, στην οποία επιχειρείται η ανανέωση τόσο του είδους όσο και της λειτουργίας της ανάγνωσης. Οι απόπειρες της οnline συμμετοχικής συγγραφής από δύο ή περισσότερα πρόσωπα δεν είναι τωρινές, δεν κατέληξαν όμως σε προϊόντα με αποδοχή και απήχηση και καταγράφηκαν απλώς ως συμβάντα, όπως τo Twitter Fiction Festival. Αυτό οφείλεται, υποστηρίζουν οι παρατηρητές του βιβλίου, στο ότι δεν βρέθηκαν σοβαροί συγγραφείς και σοβαροί εκδότες πίσω από αυτές τις προσπάθειες και στο ότι οι πειραματισμοί αυτοί περιορίστηκαν κυρίως στη λεγόμενη «νεανική λογοτεχνία» (υπερφυσικά πλάσματα, ξωτικά, μάγοι, βρικόλακες και άλλα πλάσματα της φανταστικής λογοτεχνίας) που απευθύνεται σε νεαρούς, εμμονικούς και επαρκέστατους χρήστες της τεχνολογίας.
Τώρα στη Βρετανία μια σειρά κριτικά καταξιωμένων συγγραφέων αρχίζει να ασχολείται με το διαδραστικό ψηφιακό βιβλίο με την υποστήριξη παραδοσιακών εκδοτών όπως Faber και ο HarperCollins. Ο ιστορικός τέχνης και συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας Ίεν Πέαρς, ο «νέος Τζόις» σύμφωνα με τα εφετινά δημοσιεύματα και υποψήφιος για το Βραβείο Βooker Γουίλ Σελφ, ο βραβευμένος ποιητής, πεζογράφος και μελετητής της αγγλικής λογοτεχνίας Μπλέικ Μόρισον είναι τα πρώτα «βαριά» ονόματα που επιστράτευσαν οι εκδοτικοί οίκοι προκειμένου να προσδώσουν στο ηλεκτρονικό βιβλίο το κύρος στο οποίο ακόμη υπολείπεται έναντι του έντυπου, να το βγάλουν από τον περιορισμένο χώρο της εφηβικής λογοτεχνίας και της μαζικής λογοτεχνίας (αισθηματική λογοτεχνία, αφηγήσεις τρόμου, περιπετειώδης μυθοπλασία κτλ.) και να το καταστήσουν υπολογίσιμο όχημα για τη σοβαρή λογοτεχνία.
Ο Πέαρς ολοκληρώνει ένα τέτοιο διαδραστικό βιβλίο για τον Faber και, όπως δήλωσε στη βρετανική εφημερίδα Guardian: «Προσπαθώ διαρκώς να βρω νέους τρόπους για να αφηγηθώ ιστορίες και υπάρχουν ανεξάντλητες δυνατότητες. Γιατί να θεωρούμε την έντυπη μορφή του μυθιστορήματος ως την οριστική μορφή του; Ήρθε η ώρα να αλλάξουμε θεμελιώδη πράγματα. Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί είναι να μην πετύχει το πείραμα». Στο βιβλίο του, μεταξύ άλλων, επισημαίνει κεφαλαία που δεν είναι απαραίτητο να διαβάσει ο αναγνώστης και του δίνει την ευκαιρία, ενώ διαβάζει, να ελέγχει πληροφορίες που διάβασε νωρίτερα.
Ο Μπλέικ Μόρισον, που διδάσκει δημιουργική γραφή στο Goldsmiths College και θέσπισε μόλις ένα βραβείο νεωτερικής γραφής 10.000 στερλινών, υποστηρίζει ότι η επιτυχία του ψηφιακού βιβλίου θα εξαρτηθεί από το περιεχόμενο που θα λάβει η έννοια της «διαδραστικότητας». «Η ανάγνωση είναι διαδραστική από τη φύση της», λέει. «Είτε διαβάζεις στον υπολογιστή, σε μια συσκευή ανάγνωσης ή σε ένα χάρτινο βιβλίο, συμμετέχεις στη διαδικασία της ανάγνωσης, φέρνεις τον κόσμο σου μέσα στον κόσμο του βιβλίου. Η ανάγνωση δεν είναι μια παθητική δραστηριότητα αφενός και αφετέρου η διαδραστικότητα δεν μπορεί να ταυτίζεται με το ηλεκτρονικό παιχνίδι».
Το αφήγημα μυστηρίου Τα 39 σκαλοπάτια του Τζον Μπιούκαν (1875-1940) είναι ένα από τα κλασικά αφηγήματα που θα κυκλοφορήσουν σύντομα στη Βρετανία σε διαδραστική ψηφιακή μορφή. Πάντως, ο Γουίλ Σελφ υποστηρίζει ότι δεν μπορούμε να αποφύγουμε τη γραμμικότητα της αναγνωστικής διαδικασίας και ότι το έντυπο βιβλίο ως έδαφος για πειραματισμούς δεν έχει εξαντληθεί.
«Τα ψηφιακά βιβλία έχουν μια βαρετή μορφή που αντιγράφει τα έντυπα», ισχυρίστηκε ο Στίβεν Πέιτζ, εκτελεστικός διευθυντής των εκδόσεων Faber, στο συμπόσιο FutureBook τον περασμένο Δεκέμβριο στο Λονδίνο, και παρότρυνε τους εκδότες να φέρουν τους συγγραφείς κοντά στους προγραμματιστές και στους δημιουργούς ψηφιακών εφαρμογών ενώ η Βικτόρια Μπάρνσλι, διευθύντρια ψηφιακών εφαρμογών στον οίκο HarperCollins, επισήμανε ότι οι ψηφιακές καινοτομίες είναι απαραίτητες για την επιβίωση της βιομηχανίας του βιβλίου.
Είναι βεβαίως ζήτημα προς εξέταση αν οι καινοτομίες του ψηφιακού λογοτεχνικού λόγου τον καθιστούν πρωτοποριακό, αν δηλαδή η νέα μορφή έχει τον κριτικό και ανατρεπτικό χαρακτήρα των πρωτοποριών όπως τις μάθαμε στον 20ό αιώνα. Είναι επίσης ζήτημα αν ο ψηφιακά πρωτοποριακός συγγραφέας αμφισβητεί τις παραδομένες αξίες και τις καθιερωμένες λογοτεχνικές μορφές, αν αντιτίθεται στο κατεστημένο, αν έχει κάποιο επαναστατικό όραμα το οποίο θεωρεί ότι υπηρετεί μέσω των αισθητικών ανατροπών ή αν εξυπηρετεί τη διαιώνιση ενός κατεστημένου και μιας εμπορευματικής λογικής. Για την ώρα όλα αυτά είναι ψιλά γράμματα. Εκείνο που απασχολεί τον κόσμο του βιβλίου είναι το πώς, οι τεχνικές παράμετροι του εγχειρήματος και όχι οι πολιτικές, οι φιλοσοφικές και οι αισθητικές.
Πάντως, ο Ίεν Πίαρς ομολογεί ότι είναι επιφυλακτικός, ειδικά για τα διαδραστικά παιχνίδια που εμπλουτίζουν το περιεχόμενο. «Το βιβλίο μου, με τον προσωρινό τίτλο «Αρκαδία» δεν θα έχει παιχνίδια ούτε θέλω να παρασυμμετέχει ο αναγνώστης. Αφηγούμαι μια ιστορία. Τα παιχνίδια καλά είναι, αλλά ένα βιβλίο-παιχνίδι δεν πρόκειται ποτέ να καταλήξει «Άμλετ»».