Ως το 1986 δεν είχα ακούσει το όνομά της. Το συνάντησα στο βιβλίο του ψυχιάτρου Eντουιν Φούλερ Τόρεϊ «The Roots of Treason: Ezra Pound and the Secret of St. Elizabeths» (Οι ρίζες της προδοσίας: Ο Εζρα Πάουντ και το μυστικό του νοσοκομείου της Αγίας Ελισάβετ). Εκεί, λοιπόν, ο εν λόγω ψυχίατρος λέει πως ο Πάουντ σύχναζε στο σαλόνι της, όπου και πρωτοσυνάντησε το 1925 τη βιολονίστρια Ολγα Ρατζ, που θα γινόταν ερωμένη του και με την οποία θα συζούσε ως το τέλος της ζωής του. Η ιδιοκτήτρια του σαλονιού αυτού, του πιο διάσημου στο Παρίσι του 20ού αιώνα, ήταν μια πάμπλουτη Αμερικανίδα ονόματι Νάταλι Κλίφορντ Μπάρνεϊ, η οποία έζησε σχεδόν επτά δεκαετίες στο Παρίσι, όπου και πέθανε.
Το σαλόνι, όμως, που μεταπολεμικά δέσποζε στις συζητήσεις, στα βιβλία και στα άρθρα για το Παρίσι του Μεσοπολέμου ήταν εκείνο της Γερτρούδης Στάιν, τόσο εξαιτίας της θαυμάσιας συλλογής πινάκων που διέθετε όσο και λόγω του ότι η Στάιν ήταν εκείνη που ονόμασε τη δική της γενιά (του Χεμινγουέι, του Φιτζέραλντ και του Ντος Πάσος) «χαμένη». Επιπλέον, τα φιλολογικά σαλόνια στη Γαλλία ήταν διάσημα ήδη από τον 19ο αιώνα.
Αν, λοιπόν, για τη βιογραφία του Πάουντ, ενός «φωνακλά γιάνκη των συνόρων» ή «ενός παγωνιού της λογοτεχνίας» – όπως ευφυώς τον αποκάλεσε ο Αλφρεντ Κάζιν –, αλλά και από τους σημαντικότερους ποιητές του προηγούμενου αιώνα, το σαλόνι της Μπάρνεϊ έπαιζε κάποιον ρόλο, τι σήμαινε για εμάς έπειτα από τόσα χρόνια; Θα το θεωρούσαμε περίπου μια σελίδα στην ιστορία της μπελ επόκ και, σε σύγκριση με όσα θαυμαστά και τα εξίσου τρομερά συνέβησαν στον 20ό αιώνα, απλή λεπτομέρεια. Ομως δεν ήταν ακριβώς έτσι.
Η Μάτα Χάρι
Δέκα χρόνια αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1996, βρέθηκα στο Μπαλί, όπου διαπίστωσα, όχι δίχως έκπληξη, πως η μεγαλύτερη αλυσίδα σουπερμάρκετ ονομαζόταν «Μάτα Χάρι» και είχε σήμα κατατεθέν τον ήλιο. Ρώτησα τι σημαίνει και μου είπαν «μάτι του πρωινού», δηλαδή ανατολή. Και τι σχέση είχε με τη διάσημη χορεύτρια και κατάσκοπο των Γερμανών στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο; Καμία, μου είπαν. Τότε; Ανέτρεξα στη βιογραφία εκείνης της γοητευτικής γυναίκας – και μεγάλης ψεύτρας –, για την οποία παραληρούσαν στο Παρίσι των αρχών του 20ού αιώνα. Η Μάτα Χάρι έλεγε άλλοτε πως γεννήθηκε στην Ινδία και άλλοτε στην Ιάβα. Και άλλες φορές πως ήταν Ευρασιάτισσα, ακόμη και εβραία.
Στην πραγματικότητα, γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Λεουβάρντεν της Ολλανδίας, που βρίσκεται στην επαρχία Φρίσλαντ, και το πραγματικό της όνομα ήταν Μαργαρέτα Τσέλε. Ο πατέρας της, Ανταμ, ήταν γερμανικής καταγωγής και η μητέρα της γέννημα θρέμμα της περιοχής.
Το Λεουβάρντεν, «πρωτεύουσα» των βοοειδών και των γαλακτοκομικών της Ολλανδίας, κάθε άλλο παρά τουριστικός προορισμός θεωρείτο. Η μόνη τουριστική ατραξιόν που διαθέτει είναι το άγαλμα της Μάτα Χάρι, παροιμιώδους ασχήμιας, που στήθηκε το 1976 με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννησή της. Και τι σχέση είχε με το σαλόνι της Νάταλι Μπάρνεϊ; Α, η Μάτα Χάρι είχε χορέψει τρεις φορές στο σαλόνι αυτό, αφήνοντας άφωνους τους προσκεκλημένους, άνδρες και γυναίκες. Η Κολέτ, μάλιστα (ερωμένη της Μπάρνεϊ για ένα διάστημα), η οποία ήταν από τους τακτικούς καλεσμένους, έγραψε πως μια φορά ο χορός της Μάτα Χάρι έφερε τους άνδρες και αρκετές γυναίκες «στα όρια της ευπρεπούς παρακολούθησης».
Ποια ήταν, όμως, αυτή η «φορά»; Μήπως όταν η Μάτα Χάρι μπήκε στο σαλόνι παριστάνοντας τη λαίδη Γκοντάιβα γυμνή επάνω σε ένα άλογο; Φημολογείται πως ήθελε να κάνει την είσοδό της επάνω σε ελέφαντα, ωστόσο η οικοδέσποινα αρνήθηκε, λέγοντας με φονικό σνομπισμό ότι υπήρχε ο κίνδυνος ο ελέφαντας να ρίξει τα μπισκότα από τα τραπέζια. Οταν η Μάτα Χάρι βρέθηκε μπροστά στο απόσπασμα που την εξετέλεσε το 1917 ως κατάσκοπο των Γερμανών, σύμφωνα με άρθρο το οποίο δημοσιεύθηκε στον «New Yorker» το 1934, φορούσε λευκά γάντια και τη στολή της αμαζόνας που της είχε χαρίσει η Μπάρνεϊ.
Η αμαζόνα
Την Μπάρνεϊ είχε αποκαλέσει «αμαζόνα» μερικά χρόνια νωρίτερα ο συγγραφέας Ρεμί ντε Γκουρμόν, που έμενε κοντά στο σαλόνι της, όταν την είδε για πρώτη φορά μπροστά στο σπίτι του με την εντυπωσιακή στολή ιππασίας, την οποία φορούσε όταν έκανε περιπάτους με το άλογό της στο δάσος της Βουλώνης. Και έχοντας κληρονομήσει μια τεράστια περιουσία από τον πατέρα της, η βαθύπλουτη «αμαζόνα» μπορούσε όχι μόνο να κάνει τις βόλτες της με το άλογο, αλλά και να είσαι όσο σνομπ ήθελε. Να δηλώνει ανοιχτά πως είναι λεσβία στο ανεκτικό Παρίσι της μπελ επόκ, όπου και πέθανε το 1972 σε βαθιά γεράματα, επιβεβαιώνοντας εκείνο που είχε πει η Μέι Γουέστ: «Τα καλά κορίτσια πάνε στον Παράδεισο, τα κακά πάνε παντού». Ενα τέτοιο αγοροκόριτσο μπορούσε να πάει παντού, αλλά με τον πακτωλό χρημάτων που διέθετε προτίμησε το Παρίσι. Ηταν αδύνατον να ζήσει στο πουριτανικό Λονδίνο της βικτωριανής εποχής. Πέραν αυτού, όπως έλεγε η ίδια, «στο Λονδίνο δεν είχε σχεδιαστεί τίποτε για τις γυναίκες. Ούτε καν οι άνδρες».
Θηλυκός Καζανόβας
Αρχισα να ενδιαφέρομαι για το σαλόνι και τη ζωή της Μπάρνεϊ λόγω του ενδιαφέροντός μου για τον Πάουντ – και, φυσικά, για το Παρίσι της εποχής. Η οδός Ζακόμπ, όπου βρισκόταν το σπίτι της, δεν είχε τότε καμιά σχέση με τη σημερινή, στην οποία κυριαρχούν οι ακριβές μπουτίκ. Ηταν ένας στενός δρόμος του 17ου αιώνα που σου έδινε, καθώς λένε, την αίσθηση ότι ο 19ος αιώνας συνεχιζόταν στον 20ό.
Τη φαντασία πυροδοτούσε, ασφαλώς, και η μυθολογία γύρω από το πρόσωπο, η γοητεία που ασκούσε εκείνο το μικρόσωμο πλάσμα με το φλογερό και διατρητικό βλέμμα, το γεγονός ότι υπήρξε ένας πραγματικός θηλυκός Καζανόβας ικανός να ξελογιάζει σχεδόν όποια γυναίκα ήθελε, ομοφυλόφιλη ή μη. Αν κανείς επιχειρήσει να καταρτίσει έναν κατάλογο με τις ερωμένες της (ανάμεσα στις οποίες και η Εύα Πάλμερ Σικελιανού), σύντομα θα χάσει τον λογαριασμό.
Ενδεχομένως γι’ αυτό δεν τονίζεται αρκετά το γεγονός ότι από το σαλόνι της πέρασαν οι σημαντικότεροι συγγραφείς της εποχής: Ο Ανατόλ Φρανς, ο Αντρέ Ζιντ, ο Μαρσέλ Προυστ, ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε, ο Πολ Βαλερί, ο Εζρα Πάουντ, η Κολέτ, ο Τ. Σ. Ελιοτ, ο Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς, ο Φορντ Μάντοξ Φορντ, ο Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ, ο Μαξ Ζακόμπ, ο Ζαν Κοκτώ, ο Σόμερσετ Μομ, ο Πιερ Ντριέ Λα Ροσέλ, ο Λουί Αραγκόν, ο Τρούμαν Καπότε – οι πάντες σχεδόν. Αλλά και άλλα θρυλικά πρόσωπα στην Ιστορία των τεχνών και των γραμμάτων: ο Ροντέν, η Σίλβια Μπιτς, που το 1924 πρωτοεξέδωσε τον «Οδυσσέα» του Τζόις στο Παρίσι, η Πέγκι Γκούγκενχαϊμ, η Γκρέτα Γκάρμπο.
Εκείνος ο θηλυκός Καζανόβας ψώνιζε παντού ερωμένες, στις οποίες περιλαμβάνονταν από πόρνες μέχρι δούκισσες. Η Μπάρνεϊ ήθελε να κάνει τη ζωή της «ποίημα», όπως έλεγε, γι’ αυτό και ισχυριζόταν πως «το ζην είναι η πρώτη από όλες τις τέχνες». Μολονότι τα δικά της γούστα στις τέχνες ήταν συντηρητικά, μοιραζόταν τον «ενθουσιασμό για το καινούργιο». Ακολουθώντας το πρότυπο του Οσκαρ Γουάιλντ, προσπαθούσε να πρωτοτυπήσει με κάθε τρόπο, λέγοντας, λόγου χάρη, πως «αν είσαι δίγλωσσος, είναι σαν να έχεις και σύζυγο και ερωμένη», ή έφτανε στα όρια του σνομπισμού απευθύνοντας στην ερωμένη της, Ρενέ Βιβιέν, την ερώτηση: «Τι γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα; Τη γέννηση ή τον θάνατο του Χριστού;».
Ζωή σαν παραμύθι
Το παραμύθι αρχίζει στις 31 Οκτωβρίου του 1876, όταν το πάμπλουτο ζεύγος Μπάρνεϊ στο Οχάιο των ΗΠΑ αποκτά ένα κοριτσάκι, το οποίο βαφτίζει Νάταλι. Ο πατέρας έχει πλουτίσει κατασκευάζοντας βαγόνια σιδηροδρόμων και η μητέρα, αξιόλογη ζωγράφος που τα πορτρέτα της του Τζορτζ Μπέρναρντ Σο και του Τζέιμς Αμποτ Μακ Νιλ Γουίσλερ περιλαμβάνονται στις συλλογές του Σμιθσόνιαν, είναι κι εκείνη από εύπορη οικογένεια. Η Νάταλι έχει γαλλίδα γκουβερνάντα, μιλάει άψογα αγγλικά και γαλλικά, αναπτύσσει έντονο το αίσθημα της ανεξαρτησίας και, για τα δεδομένα του Ντέιτον, του Σινσινάτι και της Ουάσιγκτον, όπου μετακόμισε αργότερα η οικογένειά της, ήταν ένα αγοροκόριτσο. Αργότερα θα ισχυριζόταν πως από τα 12 χρόνια της ήξερε πως ήταν λεσβία. Δεν το ήξεραν, βέβαια, ούτε ο πατέρας ούτε η μητέρα της.
Οταν η Μπάρνεϊ εξέδωσε μια ποιητική συλλογή με «σαπφικά», όπως τα χαρακτήριζε, ποιήματα, ο πατέρας της καταθορυβήθηκε από σχόλιο σε σκανδαλοθηρική εφημερίδα της αμερικανικής πρωτεύουσας, που πληροφορούσε τους αναγνώστες ότι «η Σαπφώ τραγουδά στην Ουάσιγκτον». Αγόρασε, λοιπόν, όλα τα αντίτυπα που υπήρχαν, τα κατέστρεψε και προσπάθησε να την παντρέψει. Η Μπάρνεϊ δεν του το συγχώρησε ποτέ. Οταν το 1905, χρονιά που ο Αλφρεντ Κλίφορντ Μπάρνεϊ πέθανε στο Μόντε Κάρλο, της ζήτησε να πάει μαζί του, αρνήθηκε κι έμαθε για τον θάνατό του από τη νοσοκόμα του. Παρά ταύτα, εκείνος της κληροδότησε το μυθικό ποσό του ενός δισεκατομμυρίου (σημερινών) δολαρίων ΗΠΑ.
Ο Εζρα Πάουντ
Η συνάντηση του Πάουντ με την Μπάρνεϊ είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια στην ιστορία του μοντερνισμού. Ο ποιητής την πρωτοσυνάντησε το 1915, σε ένα ταξίδι του στο Παρίσι, και η φιλία τους θα διαρκούσε για περισσότερο από 50 χρόνια. Η γοητεία που άσκησε επάνω του ήταν προφανής. Αποδεικνύεται, άλλωστε, από το ότι την αναφέρει σε ένα από τα καλύτερα ποιητικά βιβλία του – και από τα σημαντικότερα του μοντερνισμού: το «Hugh Selwyn Mauberley». Συζητούσαν επί ώρες και έπαιζαν συχνά μαζί τένις. Ο Πάουντ τής σύστησε τον επιστήθιο φίλο του ποιητή Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς, όταν ο τελευταίος επισκέφθηκε το Παρίσι κατά τον Μεσοπόλεμο, και αργότερα έγραψε στην αυτοβιογραφία του πόσο θαύμαζε την ευφυΐα της, τον κήπο της, τους γιαπωνέζους υπηρέτες και τα εξωτικά πτηνά της.
Ο Πάουντ ζήτησε τη βοήθειά της ώστε να βρουν από κοινού χορηγούς που θα εξασφάλιζαν ένα αξιοπρεπές εισόδημα για τον Τ. Σ. Ελιοτ, ο οποίος εργαζόταν τότε σε τράπεζα του Λονδίνου, ώστε να παραιτηθεί και να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία. Το ίδιο και για τον Βαλερί. Ο Ελιοτ, όμως, αρνήθηκε και ο Βαλερί βρήκε άλλον χορηγό.
Ο Πάουντ πλήρωσε τον αντισημιτισμό και τις εκπομπές του εναντίον των Συμμάχων από τον ραδιοφωνικό σταθμό της Ρώμης κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου με 14 χρόνια εγκλεισμού στο ψυχιατρείο της Αγίας Ελισάβετ (και από μια άποψη ήταν τυχερός που γλίτωσε το εκτελεστικό απόσπασμα).
Η Μπάρνεϊ, όμως, η οποία είχε τις ίδιες ιδέες με τον Πάουντ, ευφυέστερη ούσα και μένοντας στο περιθώριο καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, δεν έπαθε απολύτως τίποτε. Η ίδια έλεγε παλαιότερα πως, αφού επιτρέπεται στους εβραίους να μεταναστεύουν στην Αμερική, μήπως αντί για «Uncle Sam» θα έπρεπε να λέμε «Uncle Samuelson» ή «Grandpa Samuel»; Και όταν τα ναζιστικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Γαλλία, μετακόμισε με την ερωμένη της στη Φλωρεντία και έμεινε εκεί καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου.
Τον Μάρτιο του 1940 επισκέφθηκε τον Πάουντ στο Ραπάλο, όπου έμενε τότε ο ποιητής, και του έκανε δώρο ένα ραδιόφωνο. «Διαβολική εφεύρεση» έγραψε ο Πάουντ με ενθουσιασμό νεοφώτιστου σε επιστολή του στον Ρόναλντ Ντάνκαν. Και παίρνοντας αφορμή από αυτό, ο βιογράφος της Μπάρνεϊ, Τζορτζ Γουίκς, στο «The Amazon of Letters» (Η αμαζόνα των γραμμάτων, 1977) γράφει: «Ισως η Νάταλι οδήγησε τον Εζρα Πάουντ στην προδοσία όταν του χάρισε ένα ραδιόφωνο και επαίνεσε την αντιβρετανική προπαγάνδα του λόρδου Χάου». Τα μεγάλα – και εν πολλοίς δυσεξήγητα – σφάλματα, βεβαίως, ευνοούν τη διατύπωση αυθαίρετων υποθέσεων και συμπερασμάτων.
Γουάιλντ και Προυστ
Το συγγραφικό έργο της Μπάρνεϊ έμεινε για χρόνια στην αφάνεια. Τα περισσότερα έργα της τα έγραψε στα γαλλικά και δεν τα επεξεργάστηκε ποτέ. «Ο καλύτερος τρόπος να γράφει κανείς με φυσικό τρόπο είναι να κάνει ορθογραφικά λάθη» έλεγε. Προσπαθούσε άλλοτε να μιμηθεί (και κάποτε να αντιγράψει) τον Προυστ και άλλοτε τους αφορισμούς του Οσκαρ Γουάιλντ. Στη δεύτερη περίπτωση, με κάποια επιτυχία ορισμένες φορές, καθ’ ότι, όπως υποστήριζε, «τα επιγράμματα του σήμερα είναι οι αλήθειες του αύριο».
Ποιες ήταν οι δικές της «αλήθειες»; Συνοψίζονταν στον τρόπο ζωής της, σύμφωνα με τον οποίο ο αισθησιασμός και ο συναφής ερωτισμός αποτελούσαν την ύψιστη έκφραση του αντισυμβατικού γούστου. Η κοινοτοπία λέει πως αν τα χρήματα τα φτυαρίζεις, μπορείς και να λες ό,τι θέλεις και να ζεις όπως θέλεις. Δεν πρέπει, ωστόσο, να παραγνωρίζει κανείς πως η ίδια ζούσε σε ένα περιβάλλον όπου είχε την άνεση να παριστάνει ελεύθερα αυτό που ήταν. Ο ναπολεόντειος κώδικας ήταν ανεκτικός στην ομοφυλοφιλία, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη το καθεστώς των ηθών ελεγχόταν αυστηρά και η ομοφυλοφιλία θεωρείτο σοβαρό ποινικό αδίκημα. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός, άλλωστε, από τότε που ο Οσκαρ Γουάιλντ πέρασε δύο χρόνια στη φριχτή φυλακή του Ρέντινγκ της Αγγλίας καταδικασμένος για ομοφυλοφιλία.
Λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του, στο σαλόνι (και στο κρεβάτι) της αμαζόνας εγκαταστάθηκε προσωρινά και η ανιψιά του, Ντόλι Γουάιλντ, που πέρασε στο βασίλειο της λήθης χωρίς να αφήσει σχεδόν κανένα ίχνος. Ηταν ναρκομανής, γοητευτική και απίστευτα ευαίσθητη. Η ανταποκρίτρια του «New Yorker» Τζάνετ Φλάνερ (τακτική επισκέπτρια κι εκείνη στο σαλόνι της Μπάρνεϊ) την εύρισκε τόσο χαριτωμένη κι εύθραυστη, που την παρομοίαζε με ωραίο άνθος. Οταν διαπιστώθηκε ότι η Ντόλι έπασχε από καρκίνο, το αιθέριο εκείνο πλάσμα προτίμησε να αυτοκτονήσει παρά να ακολουθήσει οποιαδήποτε θεραπεία.
Το ύφος μιας εποχής
Η Μπάρνεϊ, μολονότι ζούσε στον συναρπαστικό κόσμο της γαλλικής μπελ επόκ, δεν είχε χάσει και κάποια αμερικανικά, ας πούμε, χαρακτηριστικά: ήταν προσεκτική στα έξοδά της, και τα ποτά στο σαλόνι της τα προσέφερε σε περιορισμένες ποσότητες, γι’ αυτό και η οικονόμος της έλεγε αργότερα πως στο δικό της μικρό διαμέρισμα, όπου μετακόμισε μετά τον θάνατο της Μπάρνεϊ, οι καλεσμένοι της έπιναν πολύ περισσότερη σαμπάνια απ’ ό,τι στο σαλόνι της αμαζόνας.
Η Μπάρνεϊ είχε φτιάξει ένα σχεδιάγραμμα του εσωτερικού του σπιτιού της, όπου σημείωνε τις θέσεις στις οποίες βρίσκονταν οι καλεσμένοι της συνήθως – ένας περίπλοκος λαβύρινθος ονομάτων, ο οποίος τώρα φαντάζει ως άτυπος χάρτης του λογοτεχνικού Παρισιού. Οσο για τις κατά καιρούς ερωτικές σχέσεις της, τις διέκρινε σε τρεις κατηγορίες: στους «σοβαρούς» δεσμούς, στους «μισοσοβαρούς» και στις απλές «περιπέτειες». Ηταν εναντίον της μονογαμίας και θεωρούσε καταστρεπτική την ανδρική ομοφυλοφιλία, αλλά το πλήθος των ανδρών συγγραφέων και καλλιτεχνών που σύχναζαν στο σαλόνι της συνόψιζε το γούστο και την αισθητική της εποχής, όπως πιστοποιούν οι αναρίθμητες ποιητικές αναγνώσεις και παρουσιάσεις βιβλίων που οργάνωνε κάθε Παρασκευή, τα κονσέρτα και οι συζητήσεις οι οποίες λειτούργησαν σαν έναυσμα για να γραφτούν σημαντικά έργα.
Το σαλόνι λειτουργούσε ως γέφυρα ανάμεσα στους εκπατρισμένους αμερικανούς συγγραφείς που ζούσαν στο Παρίσι αναζητώντας το νέο, το διαφορετικό και την αίσθηση της ελευθερίας, και τους ευρωπαίους καλλιτέχνες. Το Παρίσι της Μπάρνεϊ ήταν η προέκταση μιας άλλης παγκόσμιας πρωτεύουσας: της «πρωτεύουσας του 19ου αιώνα», όπως το χαρακτήρισε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν.
Αργότερα, ωστόσο, όταν όσοι άρχισαν να ερευνούν την εποχή βρήκαν στη ζωή της το μυθικό αποτύπωμα ενός παρελθόντος που είχε για πάντα χαθεί, ήταν αναπόφευκτο ο βίος να επισκιάσει το πιο σημαντικό: την προσφορά της στην κουλτούρα, το περιβάλλον επικοινωνίας και ζύμωσης που είχε δημιουργήσει και την επίδρασή του σε πλήθος έργα και δημιουργούς. Η Μπάρνεϊ εξέφραζε το ύφος μιας εποχής – και ας μην το βρίσκει κανείς στα δικά της, ασήμαντα εν πολλοίς, κείμενα, αλλά στο έργο των καλεσμένων της. Το ύφος του «New Yorker», για παράδειγμα, είναι συνδυασμός του feuilleton, όπως αναπτύχθηκε στη μεσοπολεμική Βιέννη, και του γαλλικού σαλονιού. Για αυτό το τελευταίο τεράστια υπήρξε η συμβολή της Τζάνετ Φλάνερ, επί 50 χρόνια συνεργάτιδας του «New Yorker». Από εδώ η Φλάνερ έστειλε στο περιοδικό το 1925 το πρώτο της Γράμμα από το Παρίσι.
Ο Τρούμαν Καπότε ήταν από τους τελευταίους συγγραφείς πρώτης γραμμής που πέρασαν από το σαλόνι της αμαζόνας. Ακόμη και τότε η Μπάρνεϊ διατηρούσε κάτι από την παλιά γοητεία της. Ο χρόνος, όμως, δεν χαρίζεται σε κανέναν. Οταν τη δεκαετία του 1960 την επισκέφθηκε η Σούζαν Ντομίνγκεζ, αναρωτιόταν: «Αυτή ήταν η αμαζόνα;». Γιατί «η Νάταλι ήταν σιωπηλή, χλωμή και αδιαπέραστη». Είχε επιζήσει μιας εποχής που ανήκε πλέον στο παρελθόν και πιθανόν δεν θα φανταζόταν πως στην ιδιαίτερη πατρίδα της οι αρχές, τρεις δεκαετίες μετά τον θάνατό της, θα της έστηναν ένα μικρό μνημείο, το οποίο δύο φορές κάποιοι φανατικοί επιχείρησαν να καταστρέψουν. Είχε ζήσει τόσο πολύ και τόσο πολλά, που μάλλον θα της ήταν αδιάφορο – αν και κανείς δεν μπορεί να ξέρει.