Διατί να το κρύψωμεν; η διάθεσή μου βρίσκεται στα Τάρταρα, όπως των περισσοτέρων. Αγωνίζομαι να την ανεβάσω, δεν είναι όμως εύκολο, όταν οι πληροφορίες που φτάνουν στα αφτιά μου είναι απογοητευτικές και όταν η καθημερινότητά μου από πολύχρωμο καλειδοσκόπιο έχει μετατραπεί σε γκρίζα «Γκερνίκα». Είναι, όμως, και ο καιρός που έχει κάνει τα νεύρα μου τσατάλια. Η υγρασία που τύλιξε την πόλη από τον περασμένο Νοέμβριο και που αρνείται να την απαλλάξει από το σφιχταγκάλιασμά της. Οι νοτιάδες που δεν λένε να κοπάσουν, παρά κάνουν ακόμη πιο βαριά και αποπνικτική την ατμόσφαιρα. Η βροχή: οι ξαφνικές μπόρες που μετατρέπουν τους δρόμους όπου περπατώ σε χειμάρρους, αλλά και το εκνευριστικό «πλίτσι πλίτσι» που μπέρδεψε την πλατεία Γκύζη με την Τραφάλγκαρ.
«Να φύγεις, να πας αλλού» το ξορκίζω κάθε πρωί που, ανοίγοντας τα μάτια μου, διαπιστώνω ότι είναι ακόμη εδώ επιφυλάσσοντάς μου άλλη μια ημέρα made in England. Δεν φεύγει. Επιμένει. Και θυμάμαι τα λόγια ενός φίλου που ισχυριζόταν ότι αν έβαζαν την (απάνθρωπη) Αθήνα στη θέση του (πιο φιλικού προς τον κάτοικό του) Λονδίνου, θα είχαμε αυτοκτονήσει όλοι στις τρεις ημέρες από κατάθλιψη.
Δεν χρειάστηκε να μετακινηθούμε εμείς, ήρθε ο λονδρέζικος καιρός στη γειτονιά μας. Και οι μπουγάδες δεν στεγνώνουν με τίποτε. Και οι τοίχοι των σπιτιών στάζουν υγρασία. Και τα μαλλιά της Αννας, όσο και να τα ισιώνει με το που βγαίνει από το σπίτι, κατσαρώνουν, παράμετρος που μπορεί να την οδηγήσει στον ψυχίατρο – από παιδί ξορκίζει την α λα «Μama Africa» κόμη της. Και στα πλακάκια της βεράντας του Αντώνη φύτρωσαν ραδίκια. Και πονάνε μέσες, γόνατα και κόκαλα. Και εγώ, σε στιγμές… καφκικών εξάρσεων, νομίζω ότι μεταμορφώνομαι σε ροφό που ζει έγκλειστος σε ένα τεράστιο ενυδρείο. Μέσα από εκεί, ανοιγοκλείνοντας αργά αργά τα βράγχιά μου και κοιτώντας με τα μυωπικά μάτια μου προς το τίποτα, επαναφέρω στη μνήμη μου εικόνες από τον υγρό αμερικανικό Νότο του Τενεσί Γουίλιαμς με τις νευρασθενικές ηρωίδες του να αγωνίζονται να αναπνεύσουν, αλλά και από τους μουλιασμένους στην υγρασία αιώνων βοσκότοπους της Σκωτίας. Ηταν ό,τι δεν χρειαζόμουν αυτός ο μουχλιασμένος καιρός. Εναποθέτω όλες τις ελπίδες μου στον επερχόμενο Μάρτιο: κι αν δεν φέρει την ανάσταση της χώρας, θα φέρει τουλάχιστον το κρύο το ξηρό, το χειμωνιάτικο;
Πώς θα το αντέξω, όμως, το κρύο εφέτος που δεν ανάβω καλοριφέρ; Δεν ξέρω τι θέλω. Και όσο δεν ξέρω τι θέλω, τόσο περισσότερο μου φταίει ο νοτιάς. Ναι, αυτό το δυσοίωνο της μνημονιακής καταδίκης μου μαζί με τη μούχλα των… απονενοημένων βαρομετρικών είναι ο συνδυασμός που σκοτώνει. Ο συνδυασμός που, ως φαίνεται, επηρέασε και τα φυτά της βεράντας μου, τα οποία άρχισαν ξαφνικά να καταρρέουν. Μαζί τους κατέρρευσε και η θεωρία ότι η υγρασία θρέφει τη χλωρίδα. Τη δική μου χλωρίδα τη μάρανε, είπα προβληματισμένος στον Ανέστη που συναγωνίζεται άνετα τους «Κηπουρούς του Mega». «Υποθέτω ότι με τέτοιο καιρό έχεις κλείσει το αυτόματο πότισμα ή, τουλάχιστον, το έχεις βάλει να λειτουργεί λιγότερες φορές από ό,τι το καλοκαίρι» παρατήρησε. «Βεβαίως!» έσπευσα να τον διαβεβαιώσω για να μην εκτεθώ ανεπανόρθωτα. Γιατί ούτε που είχε περάσει από το μυαλό μου η πιθανότητα να αλλάξω τον χρόνο ποτίσματος. Ολους αυτούς τους μήνες που οι γλαστρούλες μου απορροφούσαν την υγρασία των Εβρίδων και έκαναν ντους στις βροχές του Εδιμβούργου, εξακολουθούσα να τις ποτίζω, τρεις φορές εβδομαδιαίως, ο δολοφόνος, με αποτέλεσμα να τις σαπίσω.
Ηταν τελικά θέμα μεθόδου, σκέφτηκα, ενώ με το εγχειρίδιο στο χέρι ρύθμιζα κατά τις επιταγές της εποχής το αυτόματο πότισμα. Και με διάθεση φιλοσοφική, επέκτεινα αυτή τη σκέψη σε όλα: στην κακή μου τη διάθεση, στην ανασφάλεια, στη θλίψη, στον φόβο που συνοδεύουν ενίοτε την καθημερινότητά μου και με κάνουν αδρανή, άκεφο, αδύναμο να αντιδράσω. Γιατί όλα είναι θέμα μεθόδου. Αρκεί να βρεις τη σωστή μέθοδο και ακολούθως να την εφαρμόσεις. Το έχουν πει οι Αγγλοι: «Δεν αξίζει να κλαις πάνω από χυμένο γάλα». Ούτε εν μέσω θυελλωδών νοτίων ανέμων, όσο και αν επιμένουν να σκάβουν τα άμοιρα τα κοκαλάκια σου.
Ολες οι κρίσεις, καιρικές, οικονομικές, συναισθηματικές κτλ., αντιμετωπίζονται. Οργανώνεσαι, εστιάζεις στα θετικά, φοράς το αντιανεμικό σου και προχωράς. Δεν αφήνεσαι ούτε αφήνεις τα πράγματα στη μοίρα τους. Βάζεις μπουγάδα και, πού θα πάει, θα στεγνώσει! Μαζεύεις τα ραδίκια από τη βεράντα σου και καλείς τους φίλους σου να τα φάτε. Παίρνεις μέρος σε διαγωνισμό για τη «Μις Αφάνα 2013», στοχεύοντας κατευθείαν στην πρώτη θέση. Βγαίνεις από την κατάσταση ροφός για να ξαναγίνεις«δελφίνι, δελφινάκι», όπως ήσουν προτού σε πάρει από κάτω η συγκυρία. Και δεν ξεχνάς: αν επιμένει ο νοτιάς με τη μούχλα του, θα έρθει και το βοριαδάκι το ανοιξιάτικο, με τη διαύγειά του. Το λένε όλες οι καιρικές προβλέψεις. (Μόνο παρακάλα να μη σε βρει στο μεταξύ κανένας μετεωρίτης κατακέφαλα, γιατί ξαφνικά αποκτήσαμε και αυτή την έγνοια…).