* Το άρθρο που ακολουθεί είναι μια απόπειρα εννοιολογικής προσέγγισης στον ρατσισμό. Δεν είναι ένα ακόμα ηθικολογικό κείμενο που λέει «τι κακό πράγμα είναι ο ρατσισμός» (αυτό είναι αυτονόητο), αλλά μια προσπάθεια – έστω ατελής – να οριστεί η έννοια κατά το δυνατόν γενικά, έτσι ώστε να μπορεί κάποιος να καθορίσει πότε μια συμπεριφορά είναι ή δεν είναι ρατσιστική.Το άρθρο αποτελεί ωρίμανση ιδεών που είχα δημοσιεύσει παλιότερα τόσο στην (παλιά) «Ελευθεροτυπία», όσο και στο «Βήμα»…
Στη χώρα της υπερβολής, η «ετικετοποίηση» της ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι εύκολη υπόθεση! Στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, για παράδειγμα, αν υιοθετούσες τις ρητορείες της Αριστεράς ήσουν «προοδευτικός», ενώ σε αντίθετη περίπτωση ήσουν «φασίστας». Αργότερα, αρκούσε να εκδηλώσεις συμπάθεια προς την λεγόμενη «Αλλαγή» για να χαρακτηριστείς «πρασινοφρουρός». Σήμερα, μια νέα ετικέτα – η πιο επικίνδυνη και δηλητηριώδης απ’ όλες – ήρθε για να μείνει στην πολυπολιτισμική Ελλάδα: αυτή του «ρατσιστή». Την τοποθετούν χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, συχνά μάλιστα και χωρίς αίσθημα δικαιοσύνης, εκπρόσωποι μιας ιδιαίτερης πολιτικής και κοινωνικής αντίληψης, σε όλους ανεξαιρέτως όσους εκφράζουν ενστάσεις για το διογκούμενο κύμα μετανάστευσης στη χώρα, με τις γνωστές επιπτώσεις του στην ελληνική κοινωνία…
Σκοπός του παρόντος άρθρου δεν είναι η ηθική αξιολόγηση των Ελλήνων με βάση το κατά πόσο ενυπάρχουν ή όχι σ’ αυτούς ρατσιστικές τάσεις (μια τέτοια ανάλυση θα απαιτούσε πολύ προσεκτική μελέτη των δεδομένων και, σε κάθε περίπτωση, θα υπερέβαινε κατά πολύ τις δυνατότητες του γράφοντος) αλλά, σε θεμελιωδέστερο επίπεδο, η προσπάθεια εύρεσης ενός κοινά αποδεκτού εννοιολογικού πλαισίου – πέραν αυτού που μας υποδεικνύουν τα λεξικά – βάσει του οποίου θα μπορούσε κάποιος να κρίνει αντικειμενικά αν μια δοσμένη συμπεριφορά είναι ή όχι ρατσιστική.
Συμπαγής και οικουμενικά αποδεκτός ορισμός της έννοιας του ρατσισμού δεν υφίσταται. Η έννοια ορίζεται συνήθως με τρόπο που να καλύπτει συγκεκριμένες συμπεριφορές διαχωρισμού με βάση, π.χ., φυλετικά, εθνικά, θρησκευτικά, πολιτιστικά, κλπ., χαρακτηριστικά. Αυτός ο εννοιολογικός κατακερματισμός είναι μεν χρήσιμος για τις ανάγκες κατηγοριοποίησης του προβλήματος, αφήνει όμως μια αίσθηση ανολοκλήρωτου σε όσους επιζητούν την ένταξη ενός συνόλου συμπεριφορών σε ένα ενιαίο πλαίσιο. Με την απόλυτη επίγνωση ότι εκφράζουμε προσωπικές – και όχι κατ’ ανάγκη επαρκώς γενικές ή οικουμενικά αποδεκτές – θέσεις, προτείνουμε τον ακόλουθο ορισμό:
Ρατσισμός είναι κάθε ιδεολογία ή πρακτική που στοχεύει στον επιλεκτικό διαχωρισμό σε βάρος μιας ομάδας ανθρώπων, μελών μιας κοινωνίας, με βάση ένα σύνολο κοινών χαρακτηριστικών τα οποία τα μέλη της ομάδας φέρουν ακούσια και τα οποία, αντικειμενικά, δεν επηρεάζουν την δυνατότητα συμμετοχής των μελών της ομάδας στις θεμελιώδεις λειτουργίες της κοινωνίας. (Ως «θεμελιώδεις λειτουργίες» εννοούμε το σύνολο των δράσεων που απαιτούνται για την αυτοσυντήρηση της κοινωνίας και την πρόοδό της στην κατεύθυνση των κοινά αποδεκτών στόχων της.)
Προσέξτε τρεις βασικές προϋποθέσεις που θέτει ο ορισμός:
(1) Ο διαχωρισμός θέτει την ομάδα σε μειονεκτική θέση σε σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία (είναι, δηλαδή, αρνητικός).
(2) Τα χαρακτηριστικά λόγω των οποίων η ομάδα υφίσταται διάκριση δεν είναι αποτέλεσμα εκούσιας επιλογής των μελών της (είναι μη-επιλεγμένα).
(3) Τα εν λόγω χαρακτηριστικά δεν αποτελούν ανασταλτικούς υπαρξιακούς παράγοντες για την κοινωνία.
Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
1. Οι διώξεις των Ναζί κατά των Εβραίων ήταν ρατσιστικές, αφού βασίζονταν σε ένα μη-επιλεγμένο φυλετικό χαρακτηριστικό το οποίο με κανέναν αντικειμενικό τρόπο δεν θα μπορούσε να εμποδίσει την ομαλή συμμετοχή των διωκόμενων στην οικονομική, πνευματική, πολιτική, κλπ., ζωή της Γερμανίας.
2. Ο αποκλεισμός ενός παίκτη με ύψος 1.60μ από μια ομάδα μπάσκετ δεν είναι ρατσιστικός: μπορεί μεν το ύψος να είναι μια μη-επιλεγμένη ιδιότητα, επηρεάζει, εν τούτοις, την δυνατότητα του παίκτη να συμβάλει θετικά στην λειτουργία της ομάδας.
3. Ο αποκλεισμός ατόμων από δημόσια αξιώματα λόγω του φύλου τους ή των σεξουαλικών τους ιδιαιτεροτήτων – εφόσον η άσκησή τους, εννοείται, δεν παραβιάζει αυτονόητους νόμους κάθε πολιτισμένης κοινωνίας – είναι σαφώς ρατσιστικός. (Σημειώνουμε εδώ ότι, ειδικά, οποιαδήποτε ρατσιστική διάκριση με βάση το φύλο κωδικοποιείται με τον όρο «σεξισμός».)
4. Οι καπνιστές ακούγονται συχνά να αποκαλούν τον αποκλεισμό της συνήθειάς τους από δημόσιους χώρους «ρατσιστικό». Με βάση τον ορισμό που δώσαμε, αυτό είναι ανακριβές, για δύο λόγους: Πρώτον, το κάπνισμα αποτελεί μια επιλεγμένη συμπεριφορά. Δεύτερον, η συμπεριφορά αυτή είναι εν δυνάμει επιβλαβής ακόμα και γι’ αυτούς που, χωρίς να την επιλέγουν, την υφίστανται από τον διπλανό τους. Έτσι, η άσκηση της συνήθειας του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους καθιστά τον καπνιστή εξ ορισμού «αντικοινωνικό» στοιχείο και δικαιολογεί τον περιορισμό των ελευθεριών του.
5. Ας προσέξουμε τώρα μια «γκρίζα» περιοχή του θέματος. Για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της γυναίκας στον εργασιακό στίβο, μια πολιτεία θεσπίζει την εξής πολιτική: Πρώτιστο κριτήριο για την επιλογή υποψηφίων για δημόσιες θέσεις είναι, φυσικά, τα προσόντα των υποψηφίων. Όμως, μεταξύ ενός άντρα και μιας γυναίκας με τα ίδια τυπικά προσόντα, επιλέγεται δια νόμου η γυναίκα. Εδώ, τόσο ο άντρας υποψήφιος, όσο και η γυναίκα, μπορούν να ισχυριστούν ότι πέφτουν θύματα διάκρισης λόγω ενός ρατσιστικού νόμου.
(α) Ο άντρας θα ισχυριστεί, και δικαίως, ότι πληρώνει το τίμημα μιας μη-επιλεγμένης ιδιότητάς του (φύλο) η οποία, επιπλέον, δεν σχετίζεται με το αντικείμενο της εργασίας για την οποία υπέβαλε υποψηφιότητα.
(β) Η γυναίκα, αν και ευνοούμενη επαγγελματικά από τον νόμο, θα αισθανθεί ότι, σε ηθικό επίπεδο, ο νόμος αυτός την αντιλαμβάνεται ως πολίτη δεύτερης κατηγορίας (άρα, της επιφυλάσσει αρνητική διάκριση), αφού νιώθει (ο νόμος) την υποχρέωση να την «πριμοδοτήσει» κοινωνικά σαν να πρόκειται για άτομο με ειδικές ανάγκες! Το παράδειγμα αυτό καταδεικνύει την δυσκολία στη διατύπωση ενός απόλυτα οριοθετημένου και ακριβούς ορισμού της έννοιας του ρατσισμού…
Ένα πεδίο έντονης πολιτικής και ιδεολογικής συζήτησης αφορά την σύγχρονη αντίληψη του ρατσισμού ως διάκριση στη βάση πολιτιστικών, μάλλον, παρά φυλετικών δεδομένων. Είναι ρατσιστική η απροθυμία μιας κοινωνίας να δεχθεί στους κόλπους της μετανάστες προερχόμενους από χώρες με διαφορετικά πολιτιστικά χαρακτηριστικά; Καταρχήν, κάθε μετανάστης φέρει αναπόφευκτα τα ιδιαίτερα στοιχεία του πολιτισμού μέσα στον οποίο «ζυμώθηκε» η προσωπικότητά του από την αρχή της ζωής του. Ως εκ τούτου, τέτοιες ιδιότητες δεν μπορούν να θεωρούνται εκούσια επιλεγμένες. Από την άλλη, η ένταξή του σε μια νέα κοινωνία προϋποθέτει έναν ελάχιστο βαθμό προσαρμογής σε ένα σύνολο θεσμών, μερικοί εκ των οποίων ενδέχεται να μην είναι συμβατοί με τις πολιτιστικές του καταβολές.
Για παράδειγμα, σε κάποιες κοινωνίες μπορεί να είναι ανεκτή έως και θεμιτή η αυτοδικία για λόγους τιμής, κάτι που σε άλλες κοινωνίες είναι ανεπίτρεπτο. Το ζήτημα, λοιπόν, είναι κατά πόσον ο μετανάστης είναι πρόθυμος να αναθεωρήσει μέρος των αυτονόητων, γι’ αυτόν, πολιτιστικών δεδομένων, προσαρμόζοντάς τα στα θεσμικά πλαίσια της νέας του πατρίδας. Και η προσαρμογή αυτή είναι θέμα επιλογής!
Συμπερασματικά, το αν η αρνητική στάση μιας κοινωνίας απέναντι στη μετανάστευση αποτελεί ή όχι ρατσιστική συμπεριφορά, εξαρτάται τόσο από την προσαρμοστικότητα των ίδιων των μεταναστών στο βαθμό που απαιτεί η συμβατότητα με τους θεσμούς της κοινωνίας, όσο και από το αίσθημα δικαιοσύνης της κοινωνίας στην αξιολόγηση αυτής της προσπάθειας. Η απουσία ενός τέτοιου αισθήματος, ως αποτέλεσμα βαθιά ριζωμένης προκατάληψης, θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί ρατσιστική.
Αναμφίβολα, ο ρατσισμός είναι μια απεχθής έννοια τόσο ως ιδεολογία, όσο και ως πρακτική (ποιος μπορεί να ξεχάσει τα 6,000,000 των νεκρών του Ολοκαυτώματος;). Το ίδιο ηθικά απαράδεκτη, όμως, είναι και η αβασάνιστη και ατεκμηρίωτη επικόλληση της ετικέτας του ρατσισμού σε όσους απλά και μόνο έχουν διαφορετική άποψη, π.χ., πάνω σε θέματα μετανάστευσης. Τα θύματα μιας τέτοιας μεταχείρισης θα μπορούσαν δίκαια να ισχυριστούν, με τη σειρά τους, πως υφίστανται αντιμετώπιση ανάλογη με εκείνη για την οποία και τα ίδια κατηγορούνται!