Είναι Δευτέρα, μία από τις δύο ημέρες των ιπποδρομιακών συγκεντρώσεων στο Μαρκόπουλο. Ο καιρός δεν είναι άσχημος. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αυτός ο λόγος που οι κερκίδες είναι άδειες και οι θέσεις στο σχεδόν εφάμιλλου μεγέθους με εκείνο του ΟΑΚΑ πάρκινγκ κενές. Ο αριθμός εργαζομένων και εμπλεκομένων στις κούρσες από τη μία και των θεατών από την άλλη είναι συγκρίσιμος. Μάλιστα αρκετοί από τους θεατές/παίκτες είναι αλλοδαποί που το πρωί εργάζονται στους στάβλους. Εχουν περάσει δέκα χρόνια από τότε που ο Ιππόδρομος μεταφέρθηκε στο Μαρκόπουλο από το Φάληρο, όπου ναι μεν οι εγκαταστάσεις ήταν απαρχαιωμένες, ήταν δε εξασφαλισμένοι οι τουλάχιστον 1.500-2.000 θεατές ακόμη και στις χειρότερες ημέρες. Με την εξαίρεση των πρώτων ιπποδρομιακών συγκεντρώσεων, όταν η περιέργεια οδήγησε κάποιους στα Μεσόγεια, άλογα και τζόκεϊ τρέχουν μπροστά σε άδειες εξέδρες. Ο τζίρος του ιπποδρομιακού στοιχήματος κάθε χρόνο λιγοστεύει στα περίπου 500 πρακτορεία του ΟΔΙΕ και του ΟΠΑΠ, όπου η μετάδοση των αγώνων γίνεται μέσω κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης.
Στην τελική ευθεία
Αυτές τις ημέρες η ιδιωτικοποίηση του ΟΔΙΕ προχωρεί σιγά σιγά στην τελική ευθεία. Εργαζόμενοι στον ΟΔΙΕ, προπονητές, αναβάτες και γενικά οι εμπλεκόμενοι στον χώρο αντιμετωπίζουν την ιδιωτικοποίηση με ελπίδα ότι κάτι θα αλλάξει προς το καλύτερο, παράλληλα όμως δεν κρύβουν τις ανησυχίες τους.
Ο κ. Κωνσταντίνος Σγουρός είναι ίσως ο παλαιότερος εν ενεργεία αναβάτης καθώς βρίσκεται στη δουλειά εδώ και 35 χρόνια. Ο 52χρονος τζόκεϊ, όπως και οι λιγότερο από 30 ενεργοί συνάδελφοί του αυτή τη στιγμή στον Ιππόδρομο του Μαρκόπουλου, δεν θυμάται χειρότερη εποχή. «Πλέον καλά λεφτά μπορεί να πεις ότι βγάζουν 4-5 άτομα. Οι υπόλοιποι απλά την κουτσοβγάζουμε, ενώ κάποιοι έχουν σοβαρό βιοποριστικό πρόβλημα. Σε καλές εποχές μπορούσε κάποιος ακόμη και ως απλός αναβάτης προπονήσεων να γυρνά σπίτι του με 1.500 ευρώ τον μήνα. Σήμερα αυτό είναι λιγότερο από 500 ευρώ».
Ολοι οι αναβάτες, κυρίως λαϊκής καταγωγής, που ζουν ουσιαστικά στο ιπποδρόμιο από τα 14-15 τους χρόνια αντιμετωπίζοντας καθημερινά τον κίνδυνο τραυματισμού, βλέπουν τη φθίνουσα πορεία του αθλήματος και έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν για το μέλλον τους. Τα έχουν με τις διοικήσεις του Οργανισμού, «που ποτέ δεν διαφήμισαν το προϊόν όπως έπρεπε. Δεν υπήρξε ποτέ τηλεοπτική κάλυψη σε ελεύθερο κανάλι ώστε να γίνει το άθλημα πιο γνωστό. Δεν υπήρξε καν μια προσπάθεια να γίνει ο χώρος ένα σημείο συγκέντρωσης για τις οικογένειες. Το άλογο είναι ένα ζώο πολύ δημοφιλές στα παιδιά. Το ιπποδρόμιο είναι πολύ μακριά, δεν υπάρχει πρόσβαση με τη συγκοινωνία από την Αθήνα, χρειάζεσαι 10-15 ευρώ μόνο για τη βενζίνη. Επιπλέον ούτε το δίκτυο των πρακτορείων είναι τόσο μεγάλο ώστε ο παίκτης να έχει άμεση πρόσβαση στο να παίξει».
Μόνο 500 άλογα
Εκτός από τη μεταφορά στο Μαρκόπουλο, σημαντική στιγμή που οδήγησε στην παρακμή του Ιπποδρόμου ήταν η αλλαγή στη φορολογική νομοθεσία το 2010. Τότε η ιδιοκτησία ιπποδρομιακού αλόγου έγινε εταιρική δραστηριότητα, κάτι που ανάγκασε αρκετούς μικροϊδιοκτήτες, όπως γιατρούς και δικηγόρους, να σταματήσουν κάτι που αντιμετώπιζαν ως χόμπι. Παράλληλα αρκετοί από τους μεγαλοεπιχειρηματίες που διατηρούσαν πολλά άλογα αποσύρθηκαν εξαιτίας της κρίσης αλλά και για άλλους λόγους.
Το αποτέλεσμα είναι αυτή τη στιγμή τα άλογα του ελληνικού Ιπποδρόμου να είναι περίπου 500, αριθμός υποπολλαπλάσιος σε σχέση με λιγότερο από δύο χρόνια πριν.
«Ουσιαστικά πολλοί από τους προπονητές αναγκάστηκαν να μετατραπούν σε ιδιοκτήτες προκειμένου να μη χάσουν τη δουλειά τους» σχολιάζει ο κ. Γιάννης Μυκονιάτης, πρόεδρος των περίπου 40 προπονητών που έχουν απομείνει. Ο προπονητής πληρώνεται από τον ιδιοκτήτη για σίτιση, συντήρηση και προπόνηση του αλόγου (περί τα 600 ευρώ τον μήνα), συνεργάζεται με αναβάτες και προσδοκά στα χρηματικά έπαθλα κάθε κούρσας για να αποκομίσει έσοδα. «Με την πτώση των χρηματικών επάθλων ως αποτέλεσμα του μειούμενου τζίρου (σ.σ.: η γκανιότα, δηλαδή το ποσοστό επί του τζίρου που δεν επιστρέφεται στους παίκτες και κρατείται για την ανάπτυξη του σπορ, για τα έπαθλα και για τις αμοιβές των επαγγελματιών, στον ελληνικό Ιππόδρομο ορίζεται στο 21%) δεν είναι σπάνιο αρκετοί από μας να κλείνουμε τη χρονιά με παθητικό».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ