Επτά καταδίκες και μία αθώωση πρότεινε ο εισαγγελέας της έδρας στη δίκη των οκτώ κατηγορούμενων για τη συμμετοχή στην οργάνωση «Επαναστατικός Αγώνας». Συγκεκριμένα, ο εισαγγελέας πρότεινε να κηρυχτούν ένοχοι για τη συμμετοχή στην οργάνωση οι Νίκος Μαζιώτης, Παναγιώτα Ρούπα, Κωνσταντίνος Γουρνάς, Χριστόφορος Κορτέσης, Ευάγγελος Σταθόπουλος, Σαράντος Νικητόπουλος, Κωνσταντίνος Κάτσενος. Αντιθέτως, ο εισαγγελέας πρότεινε την αθώωση της Μαρί Μπεραχά, συζύγου του Κ. Γουρνά, λόγω αμφιβολιών και έλλειψης στοιχείων.
Σύμφωνα με τον εισαγγελέα, κατά τη διάρκεια της δίκης δεν πρόεκυψε ο αρχηγικός ρόλος των τριών κατηγορουμένων, ενώ χαρακτήρισε τον «Επαναστατικό Αγώνα» «αναρχική οργάνωση της οποίας τα μέλη είναι εύλογο εκ πεποιθήσεως να απεχθάνονται κάθε μορφής ιεραρχική εξάρτηση» και «στην οποία οι αποφάσεις παίρνονταν είτε κατά πλειοψηφία είτε ομόφωνα».
Όσον αφορά τις ενέργειες που πραγματοποίησε η οργάνωση, ο εισαγγελέας πρότεινε την αθώωση όλων των κατηγορουμένων ως φυσικών αυτουργών ή συναυτουργών στην τέλεσή τους, καθώς στη διαδικασία δεν προέκυψε κανένα στοιχείο που να συνδέει οποιονδήποτε από τους κατηγορούμενους με αυτές.
Παρ’ όλα αυτά, την ίδια στιγμή πρότεινε να κηρυχτούν ένοχοι με την κατηγορία της «απλής συνέργειας» σε όλες τις ενέργειες οι τρεις προαναφερθέντες κατηγορούμενοι, τους οποίους ο εισαγγελέας θεωρεί μεταξύ άλλων «συντάκτες των προκηρύξεων της οργάνωσης». Μάλιστα αναφέρθηκε επανειλημμένα στις παρεμβάσεις των τριών κατηγορουμένων (κυρίως του Ν. Μαζιώτη και της Παναγιώτας Ρούπα όσο εκείνοι βρίσκονταν ενώπιον του δικαστηρίου) στις οποίες υπερασπίζονταν τις ενέργειες της οργάνωσης.
Επίσης ζήτησε να κηρυχτούν ένοχοι οι τρεις συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι για την κατοχή και προμήθεια των εκρηκτικών υλών που βρέθηκαν στα διαμερίσματα και οχήματα που χρησιμοποιούσε ο «Επαναστατικός Αγώνας».
Υπενθυμίζεται πως ο Νίκος Μαζιώτης και η Παναγιώτα Ρούπα παραβίασαν το καλοκαίρι τους περιοριστικούς όρους της αποφυλάκισής τους και έκτοτε καταζητούνται από τις αστυνομικές αρχές.
«Ένδειξη ενοχής η άρνηση να δώσουν DNA»
Για τους τέσσερις κατηγορούμενους (Χρ. Κορτέση, Σ. Νικητόπουλο, Ευ. Σταθόπουλο, Κ. Κάτσενο) οι οποίοι αρνούνται τη συμμετοχή τους στην οργάνωση και θεωρούν πως η δίωξή τους βασίζεται στο γεγονός ότι ανήκουν στον αντεξουσιαστικό χώρο και διατηρούσαν φιλικές σχέσεις με κάποιους από τους κατηγορούμενους που έχουν παραδεχθεί τη συμμετοχή τους στην οργάνωση, η πρόταση του εισαγγελέα στάθηκε ιδιαίτερα στις τηλεφωνικές συνομιλίες που κατέγραψε η Αντιτρομοκρατική μετά τον θανάσιμο τραυματισμό του Λάμπρου Φούντα στη συμπλοκή της Δάφνης τον Μάρτιο του 2010.
Σύμφωνα με τον εισαγγελέα, ενδείξεις ενοχής για τους κατηγορούμενους είναι πως «δεν αναφέρουν κάποιο όνομα ή κάποιο άλλο στοιχείο που να προσδιορίζει την ταυτότητα του συνομιλητή τους ή κάποιου τρίτου προσώπου στο οποίο αναφέρονται» και ότι «ενώ αποδεδειγμένα κατείχαν δικά τους κινητά τηλέφωνα τα οποία σήμερα κατέχει και ο τελευταίος οικονομικός μετανάστης δεν τα χρησιμοποιούσαν στις μεταξύ τους επαφές και επικοινωνούσαν με τηλεκάρτες».
Επιπλέον, έδωσε συνωμοτικό χαρακτήρα σε συναντήσεις των κατηγορουμένων λίγες μέρες πριν από τη σύλληψή τους, ισχυριζόμενος ότι προετοίμαζαν κάποιο χτύπημα της οργάνωσης. «Για αυτό τον λόγο γίνονταν (σ.σ. οι συναντήσεις) όχι σε καφετέριες αλλά στο άλσος της Καισαριανής προκειμένου να μην μπορεί να τους ακούσει κανείς τι λένε. Με τα δεδομένα αυτά μπορεί να γίνει πιστευτή η άποψη της υπεράσπισης ότι πρόκειται για συνηθισμένες κοινωνικές συναντήσεις;»
Μετά τη δίκη της «Συνωμοσίας των Πυρήνων της Φωτιάς», σε μία ακόμα δίκη η άρνηση των κατηγορουμένων να δώσουν δείγμα DNA αντιμετωπίστηκε από την εισαγγελική αρχή ως ένδειξη ενοχής. Ο εισαγγελικός λειτουργός χαρακτήρισε το δείγμα DNA «σημαντικό και αντικειμενικό αποδειχτικό μέσο» και ισχυρίστηκε πως «η άρνηση των κατηγορούμενων να δώσουν δείγμα μετατρέπεται αυτή καθαυτή σε ένα νέο αποδειχτικό μέσο που λειτουργεί εις βάρος του κατηγορούμενου. Ποιον βάσιμο λόγο θα είχε ένας αθώος κατηγορούμενος να δώσει έστω μία τρίχα από τα μαλλιά του προκειμένου να πετύχει την αθώωσή του».
Για τη Μαρί Μπεραχά ο εισαγγελέας πρότεινε την αθώωσή της λόγω αμφιβολιών και έλλειψης στοιχείων που να αποδεικνύουν οποιαδήποτε εμπλοκή της στην οργάνωση. Επίσης ζήτησε από το δικαστήριο να προσμετρήσει το γεγονός ότι «πρόκειται για μια μητέρα με δύο ανήλικα παιδιά και έναν σύζυγο που κινδυνεύει να βρεθεί στη φυλακή, αν η πρότασή μου γίνει δεκτή».