Δεσποινίς… Αυτοκτονία

Τη δεσποινίδα αυτοκτονία την ξανασυνάντησα λίγους μήνες πριν, γράφοντας το μυθιστόρημα «Ο γιος του δάσκαλου». Είχαμε να βρεθούμε αρκετά χρόνια, αλλά επειδή δεν είναι κομψό να αποφεύγεις μια τόσο ενδιαφέρουσα όσο και μακάβρια δεσποινίδα, καθήσαμε και πιάσαμε το νήμα της απονενοημένης χορογραφίας από την αρχή.

Αξονας της κουβέντας μας, το βιβλίο μου, γιατί εξαρχής ξεκαθάρισα ότι ο καφές που της κέρασα περιείχε μια σχετική ιδιοτέλεια. Εξάλλου, δεν είναι καιρός για χάρες στην ηλικία μου. Το βιβλίο, λοιπόν, όντως χρησιμοποιεί στοιχεία της δεσποινίδας Αυτοκτονίας και αναφέρεται σε ένα αληθινό περιστατικό, στο οποίο έτυχε να είμαι μάρτυρας προ 40 ετών. Θυμηθήκαμε, βέβαια, και πιο παλιές συνεργασίες μας, όπως στο «Πεθαμένο λικέρ» (1987), που γινόταν απλώς απόπειρα αυτοχειρίας, όπως στη «Δευτέρα των αθώων» (1994), που αυτοκτονούσε επιτυχώς ο χασάπης πατέρας του ήρωά μου, μάλιστα την ώρα της Ανάστασης, και αργότερα «Στο τρένο με τις φράουλες», άλλη μια αποτυχημένη απόπειρα της σαλεμένης ηρωίδας μου…

Η δεσποινίς Αυτοκτονία καταχάρηκε που επιτέλους εστίαζα πάνω σε μια αυτοχειρία ολόκληρο μυθιστόρημα 310 σελίδων και μάλιστα με θύμα τον γιο του δάσκαλου, που ήταν νέος, ωραίος, με προοπτικές επιτυχίας και φαινομενικά πιο ισορροπημένος από άλλους ήρωές μου.

«Παλιά ήμουν περιζήτητη. Σήμερα δίνουν προτεραιότητα στα ατυχήματα…» σχολίασε η δεσποινίς Αυτοκτονία αναφέροντας στατιστικά στοιχεία για θανάτους από τροχαία ατυχήματα, ναρκωτικά, ασθένειες και δολοφονίες.

Συμφώνησα μερικώς, αλλά ευτυχώς καταλήξαμε πως η απόρριψη παραμένει το ισχυρότερο κίνητρο για να μπεις στη λίστα αυτοχειρίας. Για διαφορετικής απόχρωσης, φυσικά, λόγους, αλλά πάντα με αισθηματική σύγκλιση προς την απόρριψη. Πρόσεξα πως ήταν έτοιμη να αρχίσει τις φιλοσοφικές παραθέσεις με πιο οργανωμένους συλλογισμούς γύρω από το επίμαχο θέμα, οπότε της παρήγγειλα μια ζεστή σοκολάτα, πικρή, τονίζοντάς της πως προτιμώ να εκτίθεμαι μέσα από πολύ ιδιωτικά αποστάγματα (μιλούσα από αμηχανία με εξεζητημένες φράσεις), που με τον καιρό εμπιστεύομαι περισσότερο από τα σοφίσματα των πνευματικών κολοσσών κτλ.

«Το ξέρεις ότι κι εσύ θα μπορούσες να ήσουν ένας από τους ιδανικούς αυτόχειρες;» μπήκε σφήνα η δεσποινίς Αυτοκτονία, αλλά ήδη είχα πατήσει το έσω κουμπί της εξομολόγησης.

«… Εγινα πυρ και μανία όταν διάβασα κάπου πως οι γονείς μάς κληροδοτούν ταυτόχρονα τη ζωή και τον θάνατο. Θα πρέπει να ήμουν στο έμπα της εφηβείας μάλλον χωρίς να το ξέρει ούτε η εφηβεία ούτε εγώ, που έτσι κι αλλιώς είχα μεταθέσει την ενηλικίωσή μου σε αστρικούς ποιητικούς χρόνους. Ομως η περίπτωση μιας κληρονομιάς χωρίς δυνατότητα αποποίησής της μου φαινόταν εφιάλτης. Δηλαδή θα είχα προορισμό, βέβαια, τον θάνατο έχοντας διανύσει ατέλειωτα δύσβατα χιλιόμετρα ζωής στρωμένα με πληκτικές Κυριακές, με αναρίθμητες λύπες, με στρατιές μακαρονιών και οσπρίων, με αφοδεύσεις, βαφτίσεις, γάμους, κηδείες, ψάρια τηγανητά και βουρτσίσματα δοντιών, με γονιμοποιήσεις γυναικών, που ακόμη μου ήταν άγνωστες, συν την πιθανότητα να πολεμήσω Τούρκους, κομμουνιστές ή και απογόνους του Ξέρξη.

Ο θάνατος, ό,τι κι αν έκανα, ήταν προσχεδιασμένος και θα έπρεπε να συμμαχήσω με όλα τα θρησκευτικά πρακτορεία που μεριμνούσαν για την αέναη τουρνέ της ψυχής μου σε μέρη δροσερά και κατάφωτα από πηγές ενέργειας αδιαμφισβήτητης μεγαλοπρέπειας.

Ναι. Η ψυχή μου, που μάλλον κατοικούσε μεταξύ λαιμού και υπογαστρίου, θα ελευθερωνόταν μόλις ξύλιαζα κι αφού γινόμουν χώμα, όπως όφειλα. Αυτή ήταν και η πρώτη αφορμή να θέλω να κόψω τον λαιμό μου για να δραπετεύσει η ψυχή και να πάει ελεύθερη από κάθε υποχρέωση να χορέψει ένα ξέφρενο μάμπο. Ηταν, βλέπεις, η εποχή του μάμπο και η Ψυχή μου ως οντότητα χαλβάδιαζε το “Μάμπο” που χόρευαν η Σοφία Λόρεν και η Σιλβάνα Μάγκανο. Ετσι μπήκα στη συστηματική καλλιέργεια της ιδέας της αυτοκτονίας σαν πράξη ελευθερίας, αλλά και σαν υπέροχη ατασθαλία πεταμένη στα μούτρα όσων τη θεωρούσαν ανάρμοστη, ασεβή, άνανδρη, αποτρόπαιη και παραφωνία στην αδιασάλευτη τάξη του μικροαστισμού.

Οσο περνούσε ο καιρός τη σκεφτόμουν με πονηρή γλυκύτητα για τα αντιφατικά αισθήματα που θα προξενούσε το γεγονός. Ενα γεγονός λυτρωτικό, που θα απέδιδε μια ξινή δικαιοσύνη σε ό,τι είχε γίνει ως τότε σε βάρος μου. Ξυλοδαρμοί, αδικίες, αγγαρείες και συμπεριφορές δασκάλων αντάξιες των βασανιστών του Ολιβερ Τουίστ.

Το ζήτημα, όμως, ήταν να απολαύσω ως έναν βαθμό την αυτοκτονία μου υπολογίζοντας καχύποπτα πάντα την περίπτωση του… αμετάκλητου με τα περαιτέρω. Δηλαδή, ποια θα ήταν η θέση μου μετά τις φαντασμαγορικές εντυπώσεις, όταν ο πρωταγωνιστικός ρόλος του αυτόχειρα θα καταπλακωνόταν από την καθημερινότητα.

Ετσι, αν και πολλές φορές μπήκα στον πειρασμό να καταβροχθίσω το σύμπαν του σχετικά πλούσιου οικογενειακού φαρμακείου, το ανέβαλα. Επρεπε να πετύχω τον συνδυασμό, που από τη μία θα ήμουν αυτοκτονημένος και από την άλλη ηδονοβλεψίας των τύψεων και της συντριβής των βαρυπενθούντων ή εκείνων με τους οποίους είχα ανοιχτούς λογαριασμούς.

Ολα ήταν στο χέρι μου και με αυτή τη λογική του “χεριού” ξεκίνησα να αντιλαμβάνομαι την αυτοχειρία σαν υπέρτατη πράξη ελευθερίας. Σαν δικαίωμα-καταπέλτης στα ατέλειωτα “πρέπει” και σε όλες τις συμφύσεις των Δέκα Εντολών, που, έτσι κι αλλιώς, αν εξαιρέσω το γνωστό φιλμ, δεν με αφορούσαν επί της ουσίας.

Στο μεταξύ, αγαπητή δεσποινίς Αυτοκτονία, η φύση ολοταχώς με προωθούσε προς την ωριμότητα. Εγκατέλειπα άθελά μου την υπέροχη ασάφεια της φυγοκέντρου της παιδικής ηλικίας και βυθιζόμουν όλο και περισσότερο σε νέους βάλτους απορρίψεων. Μαθησιακά, υπαρξιακά και ερωτικά αδιέξοδα, τάσεις αυτοτιμωρίας με χριστιανικό έρεισμα μαζοχισμού, λιγότερη προστασία από την ανεπανόρθωτα πια πληγωμένη φαντασία μου. Κατά νου, πάντα είχα μια μακριά λίστα από αυτόχειρες, που κάποια στιγμή μπλέχτηκαν με εκείνους που ανήκαν στον συγκινητικό τομέα της αυτοθυσίας.

Τόσο οι πατριωτικές αφορμές και πράξεις αυτοθυσίας όσο και η εφιαλτική περίπτωση των γιαπωνέζων καμικάζι με συνέπαιρναν. Λιγότερο γούσταρα τα χαρακίρια των σαμουράι, τα οποία τα έβρισκα υπερβολικά τελετουργικά και αμπιγέ…

Χρόνο με τον χρόνο, το ενδεχόμενο μιας τιμωρίας της οικουμένης από την αφεντιά μου με θάνατο εκατό τοις εκατό χλόμιασε. Κι όμως, έμεινε η αχνή αίσθηση, πως, ανά πάσα στιγμή, μπορούσα να διακόψω τη θητεία μου ως ζωντανός. Αργότερα όλα αυτά τα πέρασα σε κάποιους ήρωές μου, αν και λυπόμουν να τους θυσιάζω εύκολα μόνο και μόνο για να χαϊδέψω τα απωθημένα μου. Ως συγγραφέας, όμως, είχα πια τη δυνατότητα να παρακολουθήσω τις μετά την αυτοχειρία αντιδράσεις… Και τι περίεργο, πάντα κατέληγα στο πολύ πολύ απλό μότο “Και λοιπόν; Η ζωή συνεχίζεται”»…

Η δεσποινίς Αυτοκτονία αναστέναξε από πλήξη. «Γι’ αυτό μ’ αρέσουν ακόμα ο Χεμινγουέι και ο Ρομέν Γκαρί» μου είπε. «Οταν η ζαριά της λίμπιντο έδειξε τεσσάρα αντί εξάρα, πολύ ορθώς πυροβόλησαν την απουσία του έρωτα… Ο Ρομέν Γκαρί, για την ιστορία, είχε απολαύσει μια προαυτοκτονική κατάσταση απολαμβάνοντας για δεύτερη φορά το βραβείο Γκονκούρ ως “μαϊμού-συγγραφέας” με το όνομα Εμίλ Αζάρ στη δεκαετία του ’70. Η απάτη αποκαλύφθηκε μετά την αυτοκτονία του σε ιδιόχειρη επιστολή, οπότε μάλλον δεν απόλαυσε το φινάλε όσο θα ήθελε».

«Μα, δεσποινίς…».

«Ασε τα μα και τα μου. Η αυτοχειρία είναι από τα ελάχιστα ατού μας να παίξουμε για πέντε λεπτά τον ρόλο του Θεού» με διέκοψε η δεσποινίς Αυτοκτονία και με αποχαιρέτησε κάνοντας πως βιαζόταν να παραστεί σε μια κηδεία αυτόχειρα για λόγους τοκογλυφικούς… κάπου στη Γλυφάδα.

«Να μην ξεχνιόμαστε» φώναξε από μακριά με αυτάρεσκο ύφος.

Ηθελα να της πω ότι ο γιος του δάσκαλου πέθανε σχεδόν χωρίς να ξέρει ποιον ακριβώς τιμωρούσε, αλλά είχε χαθεί κιόλας ανάμεσα στο πλήθος.

* Ο Γιάννης Ξανθούλης γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη το 1947. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος, ασχολήθηκε με το παιδικό θέατρο, έγραψε και εικονογράφησε παιδικά βιβλία. Το πρώτο του μυθιστόρημα, «Ο μεγάλος θανατικός», κυκλοφόρησε το 1981. Ακολούθησαν πολλά άλλα, μεταξύ των οποίων «Το πεθαμένο λικέρ» (1987), «Ο χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μας» (1989), «Το τρένο με τις φράουλες» (1996), «Το τανγκό των Χριστουγέννων» (2003). Το τελευταίο βιβλίο του, «Ο γιος του δάσκαλου», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.