«Αν ήσουν γυναίκα και φαινόσουν ικανή να φέρεις στο κόσμο πολλά παιδιά, είχες μεγάλες πιθανότητες να πιάσεις μια καλή τιμή στο σκλαβοπάζαρο», είπε η Χάτι Ρότζερς, πρώην σκλάβα σε μια βαμβακοφυτεία της Βόρειας Καρολίνας. Και πρόσθεσε «οι δουλέμποροι έρχονταν και μας περιεργάζονταν. Κάποιοι μας έδιναν γροθιές στο στομάχι να δούνε αν αντέχουμε κι αν θεωρούσαν πως μπορούμε να γεννήσουμε πολλά παιδιά-σκλάβους, πλήρωναν πολλά χρήματα για κάθε μια από εμάς».
Η συνέντευξη της Ρότζερς είναι μια από τις 2.300 που έδωσαν υπερήλικες αφροαμερικανοί σκλάβοι του 19ου αιώνα σε Αμερικανούς συγγράφεις και δημοσιογραφους μέσα στη τριετία 1936-1938, στα πλαίσια ενός προγράμματος καταγραφής μαρτυριών που ειχε εκπονήσει ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Φραγκλίνος Ντελάνο Ρούσβελτ.
Στο νέο βιβλίο «Born in Slavery: Slave Narratives from the Federal Writers Project 1936-1938» (Γεννημένοι στη Σκλαβιά: Αφηγήσεις Σκλάβων στα πλαίσια του Προγράμματος της Αμερικανικής Ομοσπονδίας Συγγραφέων, 1936-1938) μπορεί κανείς να βρει περίπου 2.300 μαρτυρίες πρώην σκλάβων και 500 ασπρόμαυρες φωτογραφίες, όλες εκ των οποίων συλλέχτηκαν την δεκαετία του 1930 από 17 διαφορετικές πολιτείες.
«Γεννήθηκα στη Νέα Ορλεάνη κι ανήκω στον Τζόνσον Μπελ», είπε ο, τότε 86χρονος, πρώην δούλος Φρανκ Μπελ, ενώ ο 94χρονος Στέρλιν Αρνουάιν από το Τζάκσονβιλ του Τέξας περιέγραψε τις συνθήκες σκλαβιάς του λέγοντας «έβλεπα άλλους σκλάβους πάνω στη σανίδα του σκλαβοπάζαρου, γυμνούς από τη μέση και πάνω για να τους επιθεωρήσουν οι πιθανοί αγοραστές τους. Δίπλα τους στέκονταν οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους, που κλαίγοντας παρακαλούσαν τους δουλέμπορους να μην τους χωρίσουνε, αλλά να τους πάρουν κι αυτους μαζί με τον πατέρα τους. Αλλά τα παρακάλια τους δεν τα άκουγε ποτέ κανείς».
«Ο άνθρωπος που ήταν ιδιοκτήτης της δικής μου οικογένειας ήταν τοσο σκληρός, ώστε ποτέ δεν μεταπωλούσε όλα μαζί τα μέλη της στον επόμενο δουλέμπορο. Πάντα πουλούσε τον πατέρα σε έναν ιδιοκτήτη, την μητέρα κάπου αλλού κι, αν μπορούσε, τα παιδιά σε έναν τρίτο δουλέμπορο», λεει στη μαρτυρία της η τότε 91χρονη πρώην σκλάβα Μέρι Άρμστρονγκ.
Καταγράφονται και λίγες εξαιρέσεις, περιπτώσεις δούλων οι οποίοι ισχυρίστηκαν πως δεν δέχτηκαν ποτέ μαστιγώματα ή βία από τους λευκούς αφέντες τους. «Η δουλειά μου ήταν να διώχνω τις μύγες γύρω από το κεφάλι του αφεντικού, του Λέβι Ντόσον και της γυναίκας του, της Μις Σούζι. Μερικές φορές όμως κουραζόμουν και σταματούσα να διώχνω τις μύγες και τότε ο Αφέντης ξυπνούσε και μου μιλούσε άσχημα. Ποτέ του όμως δεν άπλωσε χέρι πάνω μας. Ειχε τον τρόπο του να μας κρατάει φοβισμένους με τα λόγια του, χωρίς ποτέ να μας κακομεταχειριστεί», λεει ο πρώην σκλάβος Άντονι Ντόσον που γεννήθηκε το 1832 σε μια βαμβακοφυτεία στο Γκρίνβιλ της Βόρειας Καρολίνας.
Η μετεμφυλιακή ιστορία των ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια έχει γίνει ξανά αντικείμενο μελέτης από πολλούς ιστορικούς κι ερευνητές. Ο ιστορικός Τζιμ Ντάουνς υποστηρίζει με ντοκουμέντα στο νέο του βιβλίο, «Sick From Freedom» («Άρρωστοι Από Ελευθερία»), ότι μετά την κατάργηση της δουλείας το 1865, εκατοντάδες χιλιάδες μαύροι σκλάβοι που απελευθερώθηκαν πέθαναν από τις αρρώστιες και την ασιτία. Ο Ντάουνς, καθηγητής του κολεγίου του Κονέτικατ υποστηρίζει πως οι ΗΠΑ δεν μπόρεσαν να διαχειριστούν την μεγάλη αυτή ανθρωπιστική κρίση αφού μέσα στα επόμενα χρόνια πέθανε το ένα τέταρτο των πρώην σκλάβων λόγω κακών συνθηκών διαβίωσης και μιας γενικευμένης διάθεσης ρατσισμού προς το πρόσωπό τους.
«Η ελευθερία δεν έρχεται ποτέ έτσι απλά, χωρίς κάποιο επιπρόσθετο κόστος. Από το 1862 μέχρι το 1870 πέθαναν, κατά τη διάρκεια της μεγαλύτερης ανθρωπιστικής κρίσης στις ΗΠΑ του 19ου αιώνα, ένα εκατομμύριο μαύροι δούλοι, από τα συνολικά τέσσερα εκατομμύρια που είχαν αφεθεί ελεύθεροι», επισημαίνει ο Ντάουνς.