Μάθε μπάσο κι άσ’ το

Μια φορά κι’ έναν καιρό, πριν από μισόν αιώνα, έναν χρόνο και δυο – τρείς μήνες στo περίπου, το rock ‘n’ roll έβγαινε επιτέλους από την πρώτη του μεγάλη κρίση με τον Buddy Holly και τον Eddie Cochran βέβαια λίγα μέτρα κάτω από τη γη, τον Chuck Berry στη στενή, τον Alan Freed στο σκαμνί και τον Elvis στο πανί αλλά αισίως τους περισσότερους από τους φλώρους στην χωματερή, τον Phil Spector στην οικοδομή, τον Bob Dylan στην γραφομηχανή και τον Brian Wilson στη θαλασσοταραχή!

Ακόμα όμως και κατά την διάρκεια μιας τόσο δύσκολης και μεταβατικής, για την νεανική μουσική και όχι μόνο, περιόδου σαν αυτήν κάμποσοι ζόρικοι λευκοί παίχτες κατάφεραν να ακουστούν πάνω από τις, ισοπεδωτικής υπεροχής, μαύρες κραυγές των rhythm & blues : μακριά από τα κέντρα εξουσίας της μουσικής βιομηχανίας ξεφυτρώνουν μπάντες με τον τραγουδιστή να λάμπει … δια της απουσίας του καθώς χρέη μπροστάρη πλέον εκτελεί, σύμφωνα με την jazz νοοτροπία, ο κιθαρίστας (Link Wray & His Ray Men), ο σαξοφωνίστας (Johnny “Paris” Pocisk & The Hurricanes) ή και ο ντραμίστας (Sandy Nelson) ακόμα! Επίσης κάνουν τέτοιον ακατέργαστο, βρώμικο, ντελιριακό, εκκωφαντικό πλην γλεντζέδικο σαματά που, κυριολεκτικά και μεταφορικά, μουρλαίνουν τους πάντες!

Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε απ’ άκρη σ’ άκρη στις Ηνωμένες Πολιτείες, που … έξω τα πάνε όλο και χειρότερα εκείνη την εποχή, ατέλειωτες σειρές από ευκαιριακούς μουσικούς που, ούτως ή άλλως, δεν σκοπεύουν να εξασκηθούν τόσο ώστε να μάθουν κάτι τις παραπάνω από τα βασικά ακόρντα, σαγηνεύονται από τις υποσχετικές με τις οποίες αυτή η καινούργια μανιέρα εκλιπαρεί την συμμετοχή τους και αποδέχονται την πρό(σ)κληση! Οργανώνονται λοιπόν τσάτρα – πάτρα σε παρέες άνω των τεσσάρων και, με λανθάνουσα αυτοπεποίθηση, αποτολμούν την έκθεση σε κάθε λογής αυτοσχέδιες αίθουσες χορού – σχολικά αμφιθέατρα, γήπεδα μπάσκετ, αποθήκες κλπ – παίζοντας διασκευές των επιτυχιών που ακούν ολημερίς κι ολονυχτίς από γιαπωνέζικα ραδιοφωνάκια τσέπης! Το γεγονός δε ότι οι αποδόσεις τους είναι απελπιστικά απλοποιημένες – άγαρμπα χάδια στις χορδές, ακανόνιστα φυσήματα στα πνευστά, σαδιστικές ξυλιές στις μεμβράνες και νευρικά χτυπήματα στα πλήκτρα – δεν ενοχλούν κανέναν. Άλλωστε το, συνήθως αποτελούμενο από συμμαθητές και λοιπούς γνωστούς, κοινό δεν απαιτεί τίποτα περισσότερο από ένα σαββατιάτικο ξεφάντωμα με αναψυκτικά χαμηλής περιεκτικότητας σε αλκοόλ, φιγούρες από χορούς αδιευκρίνιστης ετυμολογίας όπως twist, hully gully, pony και mashed potato και, κυρίως, σφίξιμο στο υπογάστριο που συνήθως καταλήγει σε ακμή!

Γιατί λοιπόν η, στριμωγμένη στα βορειοανατολικά σύνορα και πιστή στα ιδεώδη του Ρήγα Φεραίου, Πολιτεία του Γρανίτη να αποτελέσει εξαίρεση; Με την διάθεση λοιπόν να αποτελέσουν μέρος όλης αυτής της πολιτιστικής αναταραχής, αλλά και να προσπεράσουν από τα δεξιά τα καμάκια του Κόνκορντ, έξι τελειόφοιτοι μαθητές του γυμνασίου Άγιος Παύλος ονόμασαν εαυτούς The Electras, από το φερώνυμο μοντέλο της Buick και σύμφωνα με τις διδαχές των κοντινών Invictas, και επιφορτίστηκαν με το καθήκον να διανθίζουν τις διάφορες εκδηλώσεις του εν λόγω ιδιωτικού, και μόνον αρρένων τότε, πρότυπου ιδρύματος που ήταν χτισμένο μέσα στο δάσος των ινδιάνων Abenaki και πάνω στις όχθες του ποταμού Turkey, λίγο έξω από την νοτιοδυτική πλευρά της πρωτεύουσας.

Άμα τη αφήξει του φθινοπώρου του ’61 το σχήμα έχει εξελιχθεί σε ένα “αρκετά πρωτότυπο και ευχάριστο να ακούει κανείς συγκρότημα” σύμφωνα με το σημείωμα που φιλοξενείται στο οπισθόφυλλο του ενός και μοναδικού άλμπουμ που ηχογράφησε σε μια αίθουσα του, και ως Μυλούπολη επονομαζόμενου, διδασκαλείου με ένα μικρόφωνο και ένα μαγνητόφωνο της σειράς λίγο πριν τα Χριστούγεννα και τύπωσε … ιδία δαπάνη – ήτοι αφαίμαξη ενός ολόκληρου χιλιάρικου από το οικογενειακό κομπόδεμα – σε εργοστάσιο της RCA στις αρχές της επόμενης χρονιάς με σκοπό να το διαθέτει προς πώληση αποκλειστικά και μόνο στις εκάστοτε εμφανίσεις του. Άλλωστε σε αυτών ακριβώς το ρεπερτόριο παρέπεμπε το περιεχόμενο του : εκδοχές δώδεκα τραγουδιών της τελευταίας τετραετίας όπως τα “Summertime Blues” (Eddie Cochran, ’58), “Shanghaied” (Wailers, ’59), “Bulldog” (Fireballs, ’59), “Because They ‘re Young” (Duane Eddy, ’60), “Yellow Jacket” (Ventures, ’61) και ”Ya Ya” (Lee Dorsey, ’61) συν το ιδιόχειρο και προφανώς σήμα – κατατεθέν “Electra”, ένα κεφάτο μεν τυπικό δε θέμα που, παρέα με αμέτρητα άλλα ανάλογα κομμάτια, επέπλεε στον αφρό εκείνων των ημερών. Παρά την επιμονή όμως του κειμενογράφου ότι διέθεταν “ένα αναμφισβήτητα προσωπικό και ιδιαίτερο ύφος” οι Electras δεν εκμεταλλεύτηκαν εν τέλει το ακαταλόγιστο της νεανικής ανεμελιάς τους ώστε να προσδώσουν κάτι το ενδιαφέρον και διαφορετικό στις μέχρι τότε γνωστές εκδοχές των συγκεκριμένων συνθέσεων …

Το γεγονός και μόνον όμως ότι το συγκεκριμένο 33άρι, με τίτλο το όνομα τους και κωδικό ELT – 201, κόπηκε σε μόλις 500 αντίτυπα το κατατάσσει αυτόματα στην ελίτ των σπανιότερων δίσκων εκείνης της περιόδου, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα να αποτελέσει, δεκαετίες αργότερα, ένα από τα … βαριά χαρτιά του ΧΑΒ, του Χρηματιστηρίου Αξιών Βινυλίου δηλαδή!

Η τιμή του μάλιστα διπλασιάστηκε από έναν επίμονο συλλέκτη που ακούμπησε 1000 καυτά ευρώ το ’04, την χρονιά δηλαδή που ο “υπεύθυνος για τον σφιχτό ρυθμό και την τρομακτική ώθηση” μπασίστας, σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους – Larry Land (πρώτη κιθάρα), John Prouty (ρυθμική κιθάρα), Tim Norris (σαξόφωνο), John Radcliffe (πιάνο), Peter Land (τύμπανα), Andy Gagarin (μαράκας, φροντιστής ήχου) – που τους έφαγε η μαρμάγκα, διεκδίκησε για τους Δημοκρατικούς την προεδρία των ΗΠΑ! Ως γνωστόν ο John Forbes Kerry, καθώς περί αυτού του … έτερου JFK πρόκειται, μπορεί να έχασε τότε από τον George Bush τον νεώτερο αλλά ποτέ δεν είπε ποτέ – και πολύ σωστά έπραξε : εδώ και τρείς εβδομάδες περίπου είναι ο 68ος αμερικανός ΥΠΕΞ! Οπότε κάμποσες ακόμα κόπιες του άλμπουμ των Electras αναμένεται να εμφανιστούν εκεί που καταλήγει κανείς όταν δεν γίνεται δεκτός ούτε στον παράδεισο μήτε στην κόλαση – στο eBay δηλαδή! Αυτό όμως είναι ένα εντελώς διαφορετικό παραμύθι για κάποια άλλη φορά …

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.