Εδώ και περίπου δύο χρόνια η τετάρτη είναι η jour fixe για ένα τετ-α-τετ με τη μητέρα μου. Oχι στο σπίτι, έξω, με τον καπουτσίνο μας, εκείνη πάντα πασπαλισμένο με σοκολάτα, εγώ με κανέλα, είναι η ώρα η δική μας, ο ζωτικός χρόνος της σχέσης μας, η ώρα για οικογενειακή causerie, αναμόχλευση αναμνήσεων, χαριτωμένη (ή και πικρότατη) γκρίνια για τα της καθημερινότητας, ανταλλαγή «συνταγών» μητρότητας (της δικής μου και της δικής της). Είναι ο μοναδικός αποκλειστικός χρόνος που της αφιερώνω. Δεν το κάνω για εκείνη, το κάνω για εμένα.
Αυτή η θηλυκή διαγενεακή camaraderie με επαναφορτίζει, μου δίνει μια προοπτική, με επανατοποθετεί, όχι στο οικογενειακό άλμπουμ, αλλά στο οικογενειακό, πώς να το πω, γίγνεσθαι. Είναι ο δικός μου τρόπος να πιω μια γουλιά από αυτό που ήμουν και από αυτό που ενδεχομένως θα γίνω, είναι ο τρόπος να συμφιλιωθώ με τις ανήκεστες βλάβες του παρελθόντος, ο εύσχημος τρόπος να χαιρετίσω το μέλλον. Και όσο σκέφτομαι ότι παλιά ένας καφές με τη μαμά θεωρούνταν αποκύημα νοσηρής φαντασίας! Η παρουσία της ήταν τόσο δεδομένη όσο ο έλεγχος του τριμήνου ή η πρώτη σφοδρή ερωτική απογοήτευση. Για ποιον λόγο να την αποζητάς ή να την επιδιώκεις όταν ξέρεις ότι είναι αναπόφευκτη;
Γέλασα όταν διάβασα ότι στην Κίνα δεν αρκέστηκαν στις ενοχές. Προσφάτως πέρασε πανηγυρικά η διαβόητη τροπολογία η οποία προβλέπει ότι οι ηλικιωμένοι γονείς θα μπορούν να προσφεύγουν στα δικαστήρια αν θεωρούν ότι τα παιδιά τους δεν τους επισκέπτονται αρκετά ή δεν τους προσφέρουν τη φροντίδα που έχουν ανάγκη. Ενας ακόμη «εξωτικός» νόμος σε μια «εξωτική» χώρα για μια εντελώς «εξωτική» δημογραφική ομάδα; Οπως προειδοποιεί ο Τζόελ Στάιν στο αμερικανικό «Time»: «… ο νόμος μιας χώρας που γίνεται αντικείμενο χλευασμού αργά ή γρήγορα αφομοιώνεται διεθνώς. Θυμάστε πώς κορόιδευαν τη Νέα Υόρκη οι Παριζιάνοι όταν απαγορεύτηκε το κάπνισμα στα εστιατόρια; Τους κόπηκε το γέλιο τώρα…».
Το ενδεχόμενο, πάντως, να θεσμοθετηθεί στην Ελλάδα η νομική δέσμευση των ενήλικων τέκνων έναντι των ηλικιωμένων γονέων τους θα παρουσίαζε, αν μη τι άλλο, εξαιρετική πλάκα. Ο νομοθέτης θα είχε μπροστά του δύσκολο έργο και θα έπρεπε να λάβει σοβαρά υπ’ όψιν τούς εύθραυστους οικογενειακούς συσχετισμούς που έχουν ανάγκη από λεπτούς χειρισμούς και περισσή διακριτικότητα για να μην καταρρεύσει ολοσχερώς το σύστημα. Επί παραδείγματι, θα εκλαμβάνεται ως «επίσκεψη» όταν πηγαίνεις στη μάνα σου τους μπόγους με τα άπλυτα του μήνα (πρακτική που εφαρμόζει ακόμη ένας single γνωστός μου γύρω στα 40) ή όταν μπαίνεις στο σπίτι για να τους «παρκάρεις» (δική σου προσφιλής έκφραση και έννοια) τα παιδιά για το Σαββατοκύριακο; Ή μήπως θα πρέπει να συμπληρώνεις και άλλες «εργατοώρες» κοντά στους προκεχωρημένης ηλικίας γονείς σου για να μη σε σύρουν στα δικαστήρια; Και τι σημαίνει επαρκής φροντίδα; Το να πληρώνεις τη γυναίκα που φροντίζει τον υπερήλικο πατέρα σου είναι ΟΚ, ή μήπως πρέπει να του κάνεις κανένα τηλέφωνο (ή, ακόμη καλύτερα, να βάζεις τα εγγονάκια να το κάνουν); Και τι νόημα έχουν όλα αυτά στην εποχή της οικονομικής κρίσης, στην εποχή των «boomerang kids», όταν επιστρέφεις με σκυμμένο το κεφάλι στο πατρικό και ζεις από την πετσοκομμένη σύνταξη του υπέργηρου πατέρα σου;
Οι σχέσεις μας με τους ηλικιωμένους γονείς μας είναι συχνά μια περίεργη ιστορία. Κάποιοι τους αποφεύγουν γιατί ποτέ δεν τους άντεχαν, γιατί έχουν ακόμη ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί τους, κάποιοι γιατί τους υπενθυμίζουν τη θνητότητά τους. Είναι και αυτός ο διάχυτος «ηλικιασμός» (σε αυθαίρετη απόδοση, το «ageism», όπως βάφτισε κάποτε ο αμερικανός καθηγητής της Γενετικής Ρόμπερτ Μπάτλερ τη γενικευμένη προκατάληψη κατά του γήρατος και όλων των συνειρμών που αυτή γεννά), η λανθάνουσα απέχθεια των «νέων και ενεργών» για τη φυσική φθορά.
Το βασικό πρόβλημα είναι ότι όσο εκείνοι γηράσκουν εν πλήρει συνειδήσει, εμείς είμαστε υπερβολικά απασχολημένοι (να κάνουμε ακριβώς το ίδιο). Μόνο που ο χρόνος που μοιάζει πολύς είναι εξωφρενικά λίγος. Λιγότερος από όσο χρειάζεται να πιεις ένα φλιτζάνι ζεστό καπουτσίνο πασπαλισμένο με σοκολάτα.