Οσα δεν κατάφεραν εδώ και δεκαετίες οι αδιέξοδες αγροτικές πολιτικές και οι καμπάνιες των περιβαλλοντικών οργανώσεων μπορεί σήμερα να αλλάξουν λόγω της οικονομικής ύφεσης. Αγρότες, αλλά και ερασιτέχνες γεωργοί φαίνεται ότι σταματούν να ακολουθούν την πεπατημένη και στρέφονται σε παραδοσιακές ποικιλίες λαχανικών, οι οποίες καλλιεργούνταν στον τόπο μας εδώ και αιώνες. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, την τελευταία διετία η ζήτηση ελληνικών σπόρων αυξήθηκε κατά 50% στους ερασιτέχνες αγρότες και κατά 15%-20% στους μικρούς παραγωγούς καθώς το κόστος τους είναι πολύ μικρότερο, όπως και οι ανάγκες για λίπανση και φυτοπροστασία. Σήμερα η έκταση που καλλιεργείται από ερασιτέχνες γεωργούς (σε κηπάκια και μικρά κτήματα) υπολογίζεται σε 200.000 στρέμματα.
Ουδέν κακόν αμιγές καλού. Η οικονομική δυσπραγία των αγροτών, η οποία τους έχει βγάλει εδώ και εβδομάδες στους δρόμους, στρέφει πολλούς από αυτούς στην καλλιέργεια παραδοσιακών σπόρων. Μάλιστα, σε ορισμένες περιοχές παρατηρείται μια γενικότερη τάση επιστροφής στην παραγωγή παλιών ελληνικών ποικιλιών. Στον Αγιο Γεώργιο Βέροιας αντικαθιστούν σταδιακά τα υβρίδια πιπεριάς που χρησιμοποιούσαν με ελληνικές ποικιλίες.
Για δεκαετίες, διάφορα λαχανικά «τύπου», όπως μελιτζάνα «τύπου Λαγκαδά», ή «τύπου Τσακώνικης», φασολάκι «τύπου Ζαργάνας», πιπεριά «τύπου Φλωρίνης» είχαν καταφέρει, στα χέρια μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών, να εκτοπίσουν από τα ελληνικά χωράφια τις ελληνικές παραδοσιακές ποικιλίες.
Τι έκαναν λοιπόν αυτοί οι κολοσσοί για να προωθήσουν τους σπόρους τους και να πάρουν στα χέρια τους και στην Ελλάδα όλο το εμπόριο των λαχανικών; Δημιούργησαν με βάση το γενετικό υλικό των παραδοσιακών ποικιλιών τα νέα τους προϊόντα, τα οποία «πούλησαν» με έξυπνο τρόπο στους έλληνες αγρότες. Μάλιστα, συχνά αυτά τα προϊόντα απαιτούν χρήση φυτοφαρμάκων τα οποία παράγουν οι ίδιες εταιρείες.
Ο λόγος είναι προφανής. Οπως λέει ο γεωπόνος κ. Φώτιος Μπλέτσος, τακτικός ερευνητής στο Κέντρο Γεωργικής Ερευνας Βορείου Ελλάδος του ΕΛΓΟ – Δήμητρα (Ελληνικός Γεωργικός Οργανισμός «Δήμητρα»), η ετήσια αξία των σπόρων των λαχανοκομικών ειδών τα οποία καλλιεργούνται στην Ελλάδα υπολογίζεται σε 35.000.000 με 37.000.000 ευρώ με το μεγαλύτερο ποσοστό της αξίας τους να το μοιράζονται οι εισαγόμενοι σπόροι (ποικιλίες και υβρίδια).
«Για να ενισχύσουμε την ελληνική οικονομία, να δημιουργήσουμε θέσεις εργασίας και για να μην τρώμε τα προϊόντα «τύπου» πρέπει να καλλιεργούμε ελληνικές ποικιλίες» τονίζει ο κ. Μπλέτσος. Οπως επισημαίνει «είναι μύθος ότι οι παραδοσιακές ποικιλίες δίνουν μικρότερη παραγωγή», γεγονός που αποδεικνύεται από ορισμένες ποικιλίες που κυριαρχούν στην αγορά, όπως οι μελιτζάνες «Λαγκαδά» και «Τσακώνικη», η μπάμια «Πυλαίας», τα φοσολάκια «Ζαργάνα» και «Μπαρμπούνια», οι πιπεριές «Π13», «Π14», «Φλωρίνης» και «Σταυρός» και «Μυτερό» (κατάλληλες για τουρσί), τα χειμωνιάτικα πεπόνια «Θρακιώτικο» και «Αμυνταίου» κ.λπ.
Η τιμή του πολλαπλασιαστικού υλικού (σπόρου) των παραδοσιακών ποικιλιών είναι 20 – 30 φορές μικρότερη από την τιμή των υβριδίων και οι παραγωγοί μπορούν να προμηθεύονται πιστοποιημένο σπόρο κάθε χρόνο αλλά και να τον κρατούν από τις καλλιέργειές τους για την επόμενη χρονιά (μικροκαλλιεργητές).
«Οι παραδοσιακές ποικιλίες είναι πολύ πιο φθηνές. Το κόστος αγοράς για ελληνική ποικιλία πιπεριάς πάει με το κιλό ενώ τα εισαγόμενα υβρίδια φτάνουν να πωλούνται με το κομμάτι. Ο σπόρος στα εισαγόμενα μπορεί να πωλείται 3 ακόμη και 7 λεπτά ενώ ένα κιλό ελληνικού σπόρου κοστίζει 200 ευρώ το κιλό και περιέχει 100.000 σπόρους» αναφέρει ο γεωπόνος και διαχειριστής της «Σπόροι – Αθηνά Βελισσαρίδη ΑΕ» κ. Ακης Βελισσαρίδης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η στροφή αγροτών και ερασιτεχνών γεωργών στην καλλιέργεια παραδοσιακών ποικιλιών οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους. «Αφενός είναι πολύ πιο φθηνές. Αφετέρου, ένα εισαγόμενο υβρίδιο για να παράγει πρέπει να έχει και την κατάλληλη φροντίδα. Είναι σαν έναν αθλητή. Για να φτάσει στη μέγιστη απόδοση πρέπει να ντοπαριστεί. Τα φυτά αυτά πρέπει να τα ταΐσεις κατάλληλα, με τις πιο ακριβές και εξειδικευμένες ουσίες. Τα πολύ παραγωγικά υβρίδια θέλουν ακριβά λιπάσματα και φυτοφάρμακα» σημειώνει.
Ετσι, το τελικό προϊόν που φτάνει στον καταναλωτή είναι εμφανίσιμο αλλά κατώτερης ποιότητας και γεύσης. Τα προϊόντα των νέων υβριδίων προκαλούν το μάτι του καταναλωτή γιατί είναι ομοιόμορφα, αλλά δεν ικανοποιούν τη γεύση. «Για παράδειγμα, οι ντομάτες που βρίσκουμε στην αγορά είναι σκληρές, έχουν ομοιόμορφο σχήμα, αλλά κομμένες στο πιάτο (σαλάτα) δεν διαφέρουν από ένα κόκκινο μήλο. Αντίθετα οι ντομάτες των παραδοσιακών ποικιλιών είναι μαλακές και ελευθερώνουν στο πιάτο (σαλάτα) τον πλακούντα (το ζελέ) ο οποίος ανακατεύεται με το λάδι και σχηματίζει εύγευστο ρόφημα» εξηγεί ο κ. Μπλέτσος.
Τα προϊόντα των παραδοσιακών ποικιλιών είναι ποιοτικότερα (σε χρώμα, γεύση και άρωμα) και συνδεδεμένα με την πολιτιστική κληρονομιά των περιοχών όπως: μελιτζάνα «Λαγκαδά», πεπόνι «Θρακιώτικο», μπάμια «Πυλαίας» και «Μπογιατίου», ντομάτα «Μακεδονία» και «Σαντορίνης», φασολάκι «Ζαργάνα Χρυσούπολης», πιπεριά «Φλωρίνης», καρότο «Νέας Μαγνησίας», κολοκυθάκι και σαλάτα «Βασιλικών» κ.λπ. Η φάβα Σαντορίνης καλλιεργείται στο νησί από το 1500 π.Χ., όπως μαρτυρούν αρχαιολογικά ευρήματα.
«Οι παραδοσιακές ποικιλίες αυτές και μόνο αυτές, οι οποίες ανέθρεψαν την προπολεμική και μεταπολεμική γενιά, δημιουργήθηκαν στο ελληνικό περιβάλλον, είναι προσαρμοσμένες σε αυτό, προσαρμόζονται καλύτερα σε συστήματα βιολογικής καλλιέργειας, δηλαδή σε συστήματα με μειωμένες εισροές (λιπάσματα, φυτοφάρμακα, νερό κ.λπ.) και τα προϊόντα τους ικανοποιούν τις συνήθειες των καταναλωτών» λέει ο κ. Μπλέτσος.
Παράλληλα, η καλλιέργειά τους δεν ρυπαίνει το έδαφος και τα ύδατα, σε αντίθεση με την καλλιέργεια των εισαγόμενων υβριδίων η οποία «συνέβαλε στην ανεξέλεγκτη εντατικοποίηση της γεωργίας, η οποία επιβάρυνε το περιβάλλον με ανεπιθύμητες ουσίες και τα παραγόμενα προϊόντα με επικίνδυνα υπολείμματα φυτοφαρμάκων, βαρέων μετάλλων κ.λπ.» υποστηρίζει ο κ. Μπλέτσος.
Ελληνική Τράπεζα Γενετικού Υλικού
15.000 σειρές «χρυσών» φυτών
Σε εκατομμύρια ευρώ ανέρχεται η αξία της Ελληνικής Τράπεζας Γενετικού Υλικού, στην οποία φυλάσσονται 15.000 σειρές φυτών, πολλά από τα οποία δεν φυτρώνουν πια στον αγρό ή στη φύση.
15.000 σειρές «χρυσών» φυτών
Σε εκατομμύρια ευρώ ανέρχεται η αξία της Ελληνικής Τράπεζας Γενετικού Υλικού, στην οποία φυλάσσονται 15.000 σειρές φυτών, πολλά από τα οποία δεν φυτρώνουν πια στον αγρό ή στη φύση.
Μάλιστα, διαθέτει εξαιρετικά πλούσια συλλογή άγριου σιταριού η οποία θεωρείται η 16η πιο σημαντική συλλογή παγκοσμίως για το είδος αυτό. Οι υπηρεσίες της Τράπεζας στην ελληνική γεωργία αποτιμήθηκαν από πρόσφατη μελέτη του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και υπολογίστηκε ότι ανέρχονται, σύμφωνα με συντηρητικές προσεγγίσεις, μεταξύ 55 και 995 εκατομμυρίων ευρώ.
Η μελέτη εξετάζει με εναλλακτικά σενάρια την αξία των συλλογών της Τράπεζας ως δικλίδα ασφαλείας για τη γεωργία απέναντι σε ενδεχόμενους κινδύνους μέσα στα επόμενα 100 χρόνια. Ενσωματώνει υποθέσεις για την κλιματική αλλαγή σε επτά καλλιέργειες (σιτάρι, αμπέλι, όσπρια, αγροστώδη φυτά που χρησιμεύουν και ως ζωοτροφές, λάχανα και καπνά) αλλά και άλλες παραμέτρους.
Οι πρόσφατες εξελίξεις, όπως η σύρραξη στη Συρία, ανέδειξαν και άλλους πιθανούς κινδύνους για τα παγκόσμια αποθέματα γενετικού υλικού. Και αυτό διότι εκεί λειτουργεί το Διεθνές Κέντρο Γεωργικής Ερευνας για Ξηρές Ζώνες (ICARDA), μια από τις μεγαλύτερες περιφερειακές τράπεζες βιοποικιλότητας στη Μεσόγειο του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO).
Μια τράπεζα σπόρων μπορεί να αποτελέσει μια κιβωτό ζωής σε περίπτωση καταστροφών. Ο FAO έχει εκτιμήσει ότι το κόστος της απώλειας 10% της παραγωγής σίτου σε περιοχές όπου έχει εξαπλωθεί η ασθένεια της σκωρίασης υπερβαίνει τα 7 δισ. δολάρια.
Για τα λειμώνια (π.χ. τριφύλλι) που χρησιμεύουν και ως ζωοτροφές στην κτηνοτροφία και για τα σταφύλια η αξία τους αποτιμάται από 14 ως 242 εκατ. ευρώ και από 9 ως 161 εκατ. ευρώ αντίστοιχα.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ