Τα όρια της επιστημονικής αλήθειας

Εχουμε κλείσει ήδη την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα και το θέμα μιας ερμηνείας της επιστημονικής αλήθειας και των ορίων της είναι πάντοτε επίκαιρο με δεδομένη τη φρενήρη εξέλιξη της θετικής επιστήμης και των τεχνολογιών αιχμής στο σύνολό τους.

Εχουμε κλείσει ήδη την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα και το θέμα μιας ερμηνείας της επιστημονικής αλήθειας και των ορίων της είναι πάντοτε επίκαιρο με δεδομένη τη φρενήρη εξέλιξη της θετικής επιστήμης και των τεχνολογιών αιχμής στο σύνολό τους. Τα ερωτήματα «βάθους» ωστόσο παραμένουν αναπάντητα: Υπάρχει ανάγκη μιας μεταφυσικής οντότητας-δημιουργού του γνωστού τουλάχιστον Σύμπαντος; Γιατί τελικά να υπάρχει κάτι παρά τίποτα; Υπάρχει όντως κάποιο αινιγματικό σωμάτιο Higgs ή τουλάχιστον κάτι που είναι «σαν το σωμάτιο Higgs», όπως ανακοινώθηκε στην επιστημονική κοινότητα από τους ιθύνοντες του CERN στις 4 Ιουλίου του 2012, και το οποίο αναμένεται μέσω του ομώνυμου πεδίου να δώσει μια εμπειρική -επιστημολογική βάση στην ασυμβατότητα των παρατηρήσεων ανάμεσα στο κβαντικό και στο μακροσκοπικό επίπεδο πραγματικότητας; Είναι η Θεωρία της Μεγάλης Εκρηξης μια πλήρης θεωρία για το Σύμπαν με την έννοια ότι μπορεί να ενσωματώσει θεωρητικά οποιεσδήποτε νέες παρατηρήσεις ή είναι απλώς ένα θεωρητικό μοντέλο που περιγράφει ως ένα σημείο επιτυχώς το τρέχον παρατηρησιακό – επιστημολογικό εποικοδόμημα;
Ολα τα παραπάνω ερωτήματα ανάγονται ιστορικά περίπου στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, όταν οι θετικές επιστήμες οδηγήθηκαν μέσα από μια σειρά θεωρητικών προβληματισμών που προκάλεσε η εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνικής μετά την πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση του 19ου αιώνα σε νέους ριζοσπαστικούς προσανατολισμούς. Ηταν η εποχή της εισαγωγής της κβαντομηχανικής θεωρίας από τον Μαξ Πλανκ, η εποχή της εισαγωγής της ειδικής και μία δεκαετία περίπου αργότερα της γενικής σχετικότητας από τον Α. Αϊνστάιν, η εποχή της κρίσης των θεμελίων των μαθηματικών και της προσπάθειας συνεπούς θεμελίωσής τους από τους Ράσελ – Γουάιτχεντ μέσω του συστήματος της Principia Mathematica. Υπό μία έννοια, μάλιστα, δεν ήταν άσχετες οι ανατροπές στο κλασικό επιστημολογικό εποικοδόμημα με τη γενικότερη επανάσταση στον χώρο της τέχνης και της αισθητικής, ιδιαίτερα στον χώρο των αναπαραστατικών τεχνών. Για παράδειγμα, η τάση της αφαίρεσης των μορφών και του μινιμαλισμού στη σύγχρονη τέχνη δεν μπορεί παρά να ιδωθεί, ιστορικά τουλάχιστον, παράλληλα με την αφαιρετική τάση στα μαθηματικά και τη θεωρητική φυσική, με την αναζήτηση των υποκείμενων μαθηματικών δομών και των μορφολογικών τους αναλλοίωτων, τάση που υπήρξε καθοριστική για την εξέλιξή τους καθ’ όλον τον 20ό αιώνα. Ωστόσο, αυτές οι ριζικές ανατροπές δεν μπορούσαν παρά να δώσουν νέο περιεχόμενο στην ιστορικά φορτισμένη σχέση της επιστήμης με τη φιλοσοφία και την αναλυτική λογική.
Υπό το πρίσμα αυτό και με προϋπάρχουσα την αντιιδεαλιστική παράδοση του διαλεκτικού υλισμού είτε του θετικισμού του Ογκ. Κοντ, η συμβολή νέων φιλοσοφικών προσεγγίσεων –π.χ., της φαινομενολογικής –στη δόμηση ενός ανοικτού μοντέλου που είναι ικανό να «διαλεχθεί» με το επίκαιρο επιστημολογικό εποικοδόμημα στο σύνολό του είναι ακριβώς η ανάδειξη του ρόλου του συνειδότος υποκειμένου στη συγκρότηση μιας αντικειμενικής πραγματικότητας και το πλαίσιο ερμηνείας που εξ αυτού του λόγου καθορίζει. Αυτό το πλαίσιο ερμηνείας δίνει και το εύρος του πεδίου μέσα στο οποίο μπορεί το υποκείμενο να θέτει καλώς εννοούμενα οντολογικά ερωτήματα ώστε να αναμένει καλά θεμελιωμένες απαντήσεις. Είναι χαρακτηριστικό να τονιστεί εδώ ότι η εναλλακτική αναλυτική θεωρία του Βαν Ορμαν Κουάιν εισάγει τον υπο-καθορισμό των επιστημονικών θεωριών, ακόμα και των τυπικο-λογικών, όπως η αναλυτική λογική και τα μαθηματικά, ως προς την εμπειρία και τον τρόπο πρόσληψης και συγκρότησής της τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Με άλλα λόγια, το μη μονοσήμαντο της επιστημονικής αλήθειας όπως αυτή τυποποιείται μέσω των αντίστοιχων θεωριών συνδέεται με το μέτρο κατά το οποίο η συγκρότηση της ίδιας της εμπειρίας επικαθορίζει το περιεχόμενο και τη φόρμα των θεωριών.
Αναφερόμενοι ειδικότερα στην έννοια του φαινομενολογικού ορίζοντα, νοούμενου όχι με τη συνηθισμένη έννοια του φυσικού ορίζοντα αλλά με την έννοια του πεδίου που καθορίζεται από την αποβλεπτικού τύπου συνείδηση του υποκειμένου κατά την εναργή παρουσία του στον κόσμο αλλά και από την ίδια τη φύση ως προ-αναγωγικό του πεδίο. Τα όρια του ορίζοντα αυτού είναι μεν αναλλοίωτα καθ’ όσον αναφέρονται στη συνειδησιακή δομή του υποκειμένου και τον τρόπο συγκρότησης της πραγματικότητας από αυτό, είναι ωστόσο μετατοπίσιμα στον βαθμό που μετατοπίζεται το αποβλεπτικό του πεδίο.
Πώς θα ήταν το ταξίδι σε άλλο Σύμπαν;


Πιο απλά, αν υποθέσουμε ότι ευσταθούν κάποιες σύγχρονες κοσμολογικές θεωρίες που ισχυρίζονται ότι υπάρχουν άλλα παράλληλα ή εξωτικά σύμπαντα και σε κάποιο πολύ μακρινό μέλλον οι μελλοντικοί μας απόγονοι θα είχαν τις τεχνολογικές δυνατότητες να ταξιδέψουν ως εκεί, ποτέ δεν θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι όντως βρίσκονται σε κάποιο άλλο Σύμπαν και όχι στο δικό μας. Κι αυτό γιατί στον βαθμό που θα εξακολουθούσαν να είναι άνθρωποι με την ιδιαίτερη «αρχιτεκτονική» ενσωματωμένης συνείδησης και ορισμένου τύπου συγκρότησης της αντικειμενικής πραγματικότητας, θα μπορούσαν μόνο να ισχυριστούν ότι αυτό το οποίο βλέπουν ή αλληλεπιδρούν είναι απλώς μια επέκταση του δικού τους «ορίζοντα» όπως τον είχαν συγκροτήσει με όρους αμοιβαιότητας στο Σύμπαν-μήτρα τους. Αυτή είναι εξάλλου και η επικρατούσα σήμερα τάση ερμηνείας των τεσσάρων θεμελιωδών σταθερών της φυσικής (και όχι κατά κοινή παρανόηση παγκόσμιων σταθερών), δηλαδή της «παγκόσμιας» σταθεράς της βαρύτητας G, της σταθεράς Πλανκ h, της ταχύτητας του φωτός c και της σταθεράς του Μπόλτσμαν κ. Οι σταθερές αυτές, δηλαδή, εκφράζουν εγγενώς τα όρια της ανθρώπινης γνώσης που είναι μεν αναπόφευκτα και μη αλλοτριώσιμα αλλά που ταυτόχρονα μετατοπίζονται όπως ο φαινομενολογικός ορίζοντας.
Είναι γεγονός ότι οι τέσσερις αυτές σταθερές αρθρώνουν την ύπαρξη των «γραμμών οριζόντων» που μας χωρίζουν από το άπειρα μικρό και το άπειρα μεγάλο. Η ταχύτητα του φωτός c, π.χ., είναι κατά τη γενική σχετικότητα το ανώτατο όριο ταχύτητας στο Σύμπαν γιατί η άρνησή της θα οδηγούσε σε φαινόμενα ακαριαίας επίδρασης από απόσταση και σε παράλογα αποτελέσματα όπως το νοητικό πείραμα Αϊνστάιν – Ποντόλσκι – Ρόουζεν (υπάρχει ωστόσο ένσταση με πειραματικές αξιώσεις γι’ αυτή τη θέση). Η σταθερά του Πλανκ h εκφράζει ένα κατώτατο όριο δράσης στο Σύμπαν με την έννοια μιας ελάχιστης δράσης που πρέπει να παραχθεί από μια συσκευή μέτρησης ώστε να έχουμε «απόκριση» του μετρούμενου κβαντικού αντικειμένου (ΔΑ •ΔΕ≥ h , – πρώτη ανισότητα του Χάιζενμπεργκ).
Το κβαντικό κατώφλι της συνείδησης
Εν ολίγοις, οι σταθερές της σχετικότητας G και c έχουν σχέση με το αδύνατο του ορισμού ενός απόλυτου χώρου και ενός απόλυτου χρόνου στο Σύμπαν, ενώ οι σταθερές h και κ μπορεί να θεωρηθεί ότι ορίζουν τα όρια του υποατομικού Σύμπαντος με την ταυτόχρονη άρση μιας αιτιοκρατούμενης και καλώς ορισμένης πραγματικότητας. Μια σύγχρονη ερμηνεία, στο πλαίσιο της κβαντικής βαρύτητας, της σταθεράς «παγκόσμιας» έλξης G, σε συνδυασμό με τις σταθερές h και c, οδηγεί στις έννοιες του χρόνου και του μήκους Πλανκ και την υποψία ότι ο ίδιος ο χωρόχρονος έχει κβαντική δομή με συνεπαγόμενη μια α-κατανόητη μη περαιτέρω «διαιρεσιμότητά» του. Με αυτό το δεδομένο, είναι σημαντική η μεταθεωρητική θέση ότι ο τρόπος συγκρότησης της πραγματικότητας από ένα υποκείμενο-φορέα αυτοσυγκροτούμενης χρονικής συνείδησης οριοθετεί όχι μόνο το «βάθος» της παρατήρησης εντός του φυσικού κόσμου αλλά και τα όρια της τυπικής γλώσσας των αντίστοιχων λογικο-μαθηματικών θεωριών. Η κατάσταση κβαντικής περιπλοκής (quantum entanglement) θεωρείται από πολλούς θεωρητικούς της κβαντομηχανικής ότι εκφράζει ακριβώς το κατώφλι μιας φυσικής κατάστασης «απρόσιτης» στην εξαντικειμένισή της από τη συνείδηση του υποκειμένου μέσω του τριγώνου κβαντικό γεγονός – συσκευή μέτρησης – νοούν υποκείμενο.
Αντίστοιχα σε τυπικο-λογικό επίπεδο είναι σήμερα ανοικτό στη μαθηματική κοινότητα κατά πόσο προτάσεις που αναφέρονται στο μαθηματικό συνεχές και στις ιδιότητές του ή το «ακαθόριστο» άπειρο είναι εν τέλει αναλυτικού χαρακτήρα και ως τέτοιες μπορεί κανείς να τις χειρισθεί. Είναι γνωστό ότι η αρχή της επαληθευσιμότητας των επιστημονικών θεωριών (Σχολή της Βιέννης) προσέκρουσε στην ένσταση του Καρλ Πόπερ για το μάταιο της επιβεβαίωσης των λεγόμενων καθολικών προτάσεων μιας τυπικής θεωρίας μέσω της επιστημονικής τους επαλήθευσης. Πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την εγκυρότητα μιας καθολικής μαθηματικής πρότασης, πολύ περισσότερο μιας καθολικής εμπειρικής πρότασης της Φυσικής, αν δεν προϋποθέσουμε μια ad hoc επ’ άπειρον επέκταση του πεδίου και της «μορφολογίας» της φυσικής μας εμπειρίας, την οποία ωστόσο δεν έχουμε κανέναν εμπειρικό τρόπο να αποδείξουμε; Η άρνηση, για παράδειγμα, μιας τέτοιας καθολικής πρότασης στα σύνολο των πραγματικών αριθμών (αρχιμήδεια ιδιότητα) μας οδηγεί στο «εξωτικό» σύμπαν των μη συμβατικών πραγματικών αριθμών. Η ποπεριανή υποκατάσταση της αρχής της επαληθευσιμότητας με το κριτήριο της διαψευσιμότητας όπου αρκεί μία και μόνο εμπειρική διάψευση μιας τυπικής πρότασης για να απορριφθεί εκφράζει ακριβώς και τους εγγενείς περιορισμούς της ανθρώπινης γνώσης. Δεν υπάρχει, δηλαδή, αντικειμενική πραγματικότητα ανεξάρτητη του τρόπου συγκρότησής της και, αν υπάρχει τέτοια, δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί παρά μόνο διαμεσολαβούμενη και διυποκειμενικώς οριζόμενη μέσω των υποκειμένων-φορέων συνείδησης που είναι όλοι οι άνθρωποι.
Ομηροι του χωροχρόνου και της γλώσσας
Αν η επιστήμη είναι η εξαντικειμένιση της εμπειρίας, τότε η φυσική εμπειρία υπεκφεύγει της πλήρους επιστημονικής της σύλληψης κατά το «έλλειμμα» της συγκρότησής της σε μια αντικειμενική δομή εντός ενός αντικειμενικού χωροχρόνου και την επακόλουθη αφαίρεσή της στο πλαίσιο μιας τυπικής μαθηματικής θεωρίας. Κατ’ ακολουθίαν, η επιστημονική αλήθεια συναρτάται εγγενώς (κατά τον Κουάιν στο γνωστό έργο του «Word and Object») με το εκφραστικό εύρος του νοητικού σχήματος και της γλώσσας διά των οποίων αυτή διαμεσολαβείται. Είναι αξιοσημείωτο, ωστόσο, ότι τόσο τα μαθηματικά μοντέλα όσο και οι θεωρητικές εξιδανικεύσεις της Φυσικής έχουν αποδειχθεί διαχρονικά ιδιαίτερα αποτελεσματικά εργαλεία στην εν τοις πράγμασι περιγραφή των φυσικών φαινομένων, τουλάχιστον σε μια ευρεία γκάμα τους.
Εν τέλει, αν τα μεγάλα ερωτήματα της μη πληρότητας των μαθηματικών θεωριών κατά Κ. Γκέντελ και της μη αποφασισιμότητας κρίσιμων εικασιών για το μαθηματικό άπειρο (βλ., π.χ., θεωρία των «πολυ-συμπάντων» του Γ. Χ. Γούντιν) έχουν μια υποκείμενη κοινή συνιστώσα με τα μεγάλα ανοικτά προβλήματα της θεωρητικής φυσικής – κβαντομηχανικής θεωρίας – κοσμολογίας, αυτή είναι εύλογο να υποτεθεί ότι είναι η αναγωγή στον θεμελιώδη τρόπο συγκρότησης του πεδίου αναφοράς τους και στην υποκειμενική αρχή του, η οποία δεν είναι άλλη από την ανθρώπινη συνείδηση με την (αυτοσυγκροτούμενη) χρονικότητά της εντός του κόσμου-φορέα νοήματος που την περιβάλλει.
Η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του ανθρώπου-φορέα συνείδησης σε σχέση με τον φυσικό κόσμο που τον «διαπερνά» και ταυτόχρονα τον υπερβαίνει και η έννοια του μετατοπίσιμου αλλά αναπαλλοτρίωτου κοσμικού ορίζοντα που επάγει η αρχιτεκτονική αυτή καθορίζουν τα όρια της επιστημονικής γνώσης για τον κόσμο αλλά και το εύρος των καλώς τιθέμενων ερωτημάτων σε σχέση με τον κόσμο αυτόν. Υπό το πρίσμα αυτό, ερωτήματα που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε μεταφυσικά ή τελεολογικά όπως, λ.χ., η αναζήτηση ενός υπέρτατου όντος δημιουργού του Σύμπαντος στερούνται νοήματος. Μάλλον εδώ πρέπει να μένουμε σιωπηλοί με τη βιτγκενσταϊνιανή έννοια της λέξης.
Ο κ. Στάθης Λειβαδάς είναι δρ Φιλοσοφίας Μαθηματικών και συγγραφέας.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.