«Eχουμε μεγάλη εμπιστοσύνη στην επιλογή μας να κάνουμε την Ελλάδα παραγωγικό κύτταρο για την επέκτασή μας σε άλλες αγορές» δηλώνει στο «Βήμα» ο κ. Guido Barilla, πρόεδρος του ομώνυμου ομίλου, κορυφαίου στην παγκόσμια αγορά ζυμαρικών –εκπρόσωπος της τέταρτης γενιάς Barilla –και τονίζει ότι «τόσο λόγω της δυνατότητας του εργοστασίου της Θήβας και του Μύλου στον Βόλο, αλλά και λόγω του γεγονότος ότι η ομάδα των Ελλήνων που ηγείται της Barilla στην Ελλάδα ήδη διαχειρίζεται αποτελεσματικά την παρουσία μας στις 19 χώρες που έχει στην ευθύνη της» αξιοποιείται στον μέγιστο δυνατό βαθμό η στρατηγική γεωγραφική θέση της χώρας.
Η Barilla είναι μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις πολυεθνικού ομίλου που δραστηριοποιείται στην ελληνική αγορά και θεωρεί πως «για μας η Ελλάδα είναι ένα από τα πιο σταθερά «πόδια» στην παγκόσμια παρουσία μας». Πράγματι η ελληνική αγορά είναι το κέντρο, το οποίο διαχειρίζεται τις τύχες της ιταλικής πολυεθνικής σε μία μεγάλη ομάδα χωρών. Και κεντρικός μάνατζερ είναι ο κ. Γιώργος Σπηλιόπουλος, το «αφεντικό» της Barilla στην Ελλάδα.
Ο κ.Barilla ως Νοτιοευρωπαίος γνωρίζει ότι «η ελληνική αγορά σίγουρα υποφέρει τα τελευταία πέντε χρόνια» αλλά «η πορεία της εταιρείας μας στην Ελλάδα μπορώ να πω ότι κινείται με ασφάλεια. Οι μάρκες Misko και Barilla δείχνουν σταθερότητα τα τελευταία πέντε χρόνια. Είμαστε πολύ ικανοποιημένοι από τον τρόπο με τον οποίο οι καταναλωτές ανταποκρίνονται σε αυτά που προσφέρουμε καθώς και στη στρατηγική και στο μείγμα των προωθητικών μας ενεργειών».
Εξηγεί ωστόσο ότι «οι δύο μάρκες, η Misko και η Barilla, είναι τοποθετημένες με πολύ διαφορετικό τρόπο στην Ελλάδα. Η Misko ιστορικά και διαχρονικά είναι συνώνυμη με το ελληνικό ζυμαρικό, παράγεται στο μεγάλο μας εργοστάσιο στη Θήβα, κατέχει σταθερά την πρώτη θέση στην Ελλάδα και το μερίδιό της φτάνει στο 40% της αγοράς. Παράλληλα η Barilla αποτελεί την αυθεντική ιταλική εμπειρία και απολαμβάνει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών που αναγνωρίζουν τη διαφορά της ποιότητας Barilla».
Οι συνέπειες της κρίσης είναι ορατές στις πωλήσεις των επιχειρήσεων αλλά «επειδή τα ζυμαρικά είναι ένα από τα πλέον οικονομικά προϊόντα διατροφής δεν έχουν υποφέρει τόσο πολύ, όσο άλλα προϊόντα σε άλλες κατηγορίες». Και προσθέτει: «Καταλαβαίνω ότι η Ελλάδα προσπαθεί να ισορροπήσει στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Ελπίζουμε ότι η οικονομία της χώρας θα σταθεροποιηθεί και θεωρούμε ότι το προφίλ των προϊόντων που προσφέρουμε δίνει τελικά μια ιδανική λύση στον καταναλωτή επειδή βασίζεται στην υψηλή ποιότητα και στη μεγάλη θρεπτική αξία, σε μια μεσαίας τάξης αλλά ελκυστική τιμή».
Αν και η ελληνική αγορά είναι μικρή, ωστόσο ο κ. Barilla δηλώνει ότι «είμαστε πολύ ικανοποιημένοι. Είμαστε στην Ελλάδα εδώ και 22 χρόνια. Η Ελλάδα δεν είναι τεράστια χώρα αλλά για μας είναι πολύ σημαντική. Κι έχουμε επενδύσει πάνω από 70 εκατομμύρια. Η Ελλάδα είναι το καλύτερο και το μοναδικό παράδειγμα στη διεθνή δραστηριότητα του ομίλου που έχουμε τις δύο μάρκες, την τοπική Misko και την ιταλική Barilla, να αναπτύσσονται ανοδικά μαζί».
Ισως δεν είναι ευρύτερα γνωστό, αλλά στην Ελλάδα ο ιταλικός όμιλος παράγει και για άλλες αγορές. «Το εργοστάσιο στη Θήβα παράγει και για άλλες αγορές. Λειτουργεί στο φουλ της δυνατότητάς του, παράγοντας 55.000 τόνους ζυμαρικά τον χρόνο από σιτάρι που προέρχεται από πάνω από 5.500 έλληνες αγρότες και εξάγει σε πολλές χώρες όπως είναι οι βαλκανικές. Για τον όμιλο το εργοστάσιο της Θήβας είναι μια ιδιαίτερα σημαντική παραγωγική μονάδα. Και ο μύλος στον Βόλο που αλέθει 63.000 τόνους ελληνικού σιταριού κάθε χρόνο. Γι’ αυτό επενδύουμε 1,5 εκατ. ευρώ τον χρόνο και έχουμε προγραμματίσει να επενδύσουμε στα επόμενα 2-3 χρόνια περί τα 5 εκατομμύρια επιπλέον» επισημαίνει. Λέει μάλιστα ότι σκοπεύουν να αυξήσουν την παραγωγική τους δραστηριότητα και «αυξάνοντας την παραγωγή μας στην Ελλάδα, από την Ελλάδα θα ενισχύσουμε και την παρουσία μας σε άλλες αγορές».
Η ιδιωτική ετικέτα
- Η κρίση αλλάζει τις καταναλωτικές συνήθειες. Τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας έχουν κερδίσει σημαντικό μερίδιο σε πολλές επί μέρους αγορές. Η αγορά των ζυμαρικών έχει υποστεί ισχυρό πλήγμα από τη δεκαετία του 1990.
- Ωστόσο ο κ. Barilla τονίζει: «Μπορεί σήμερα να υπάρχουν περιθώριο και χώρος να κάνουν τις προσφορές τους και τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Σίγουρα όμως το μέλλον ανήκει στα επώνυμα προϊόντα. Τα επώνυμα προϊόντα έχουν τελείως διαφορετικό ρόλο που βασίζεται στην καινοτομία, στην πρωτοπορία, στην ποιότητα. Γιατί μόνο τα επώνυμα προϊόντα μπορούν να δώσουν στους καταναλωτές καλύτερη ποιότητα, την υψηλότερη θρεπτική αξία και ειλικρινή πληροφόρηση».
- Προσθέτει ακόμη ότι «τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας δεν δίνουν πληροφορία. Και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε ό,τι αφορά τα προϊόντα διατροφής. Ο ρόλος των επωνύμων προϊόντων είναι να μιλάνε στους καταναλωτές. Να τους εκπαιδεύουν για θέματα διατροφής και να τους ανοίγουν νέους ορίζοντες με φρέσκες ιδέες για τη χρήση του προϊόντος. Η διαφήμιση των προϊόντων διατροφής στο μέλλον θα πρέπει να επικεντρωθεί στην πληροφόρηση για την καλή διατροφή, σε συνδυασμό με τη συνολική εμπειρία που προσφέρει η κατανάλωσή τους».
«Πληρώνουμε το τίμημα της τρέλας»
Στόχος της εταιρείας να γίνει η χώρα μας το κέντρο για την περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης
Η Ιταλία µπαίνει στην κρίση, αλλά η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα βιώνουν ήδη τις συνέπειες. Ο κ. Barilla όµως είναι αισιόδοξος. Λέει χαρακτηριστικά: «Δεν είµαστε ευτυχείς αλλά είµαστε πολύ αισιόδοξοι. Θεωρώ ότι η κρίση θα χτυπήσει σηµαντικά όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και συνεπώς θα οδηγήσει σε µείωση της αγοραστικής δύναµης των καταναλωτών. Αναπόφευκτα, οι οικονοµίες των ευρωπαϊκών χωρών θα σταθεροποιηθούν σε χαµηλότερα επίπεδα. Υστερα όµως θα οδηγηθούµε σε µια επανεκκίνηση των ευρωπαϊκών οικονοµιών, οι οποίες θα αναπτυχθούν σε πιο σταθερή βάση. Θα είµαστε ίσως πιο φτωχοί αλλά θα έχουµε µια υγιέστερη βάση και συνεπώς καλύτερες συνθήκες για να αναπτυχθούµε. Πιστεύω ότι η παγκόσµια οικονοµία στο µέλλον πρέπει να στηριχθεί περισσότερο στην παραγωγική δυνατότητα που έχει παρά στις χρηµατοπιστωτικές εφευρέσεις. Ολος ο κόσµος, η Ιταλία, η Ισπανία, η Ελλάδα, όποιος κι αν είναι, πληρώνει σήµερα το τίµηµα µιας τρελής κατάστασης, την οποία κανένας δεν παραδέχεται εύκολα, γιατί δεν είναι πολιτικά ορθό». Και καταλήγει: «Σήµερα πληρώνουµε το τίµηµα 30 χρόνων χρηµατοοικονοµικής τρέλας».
Στόχος της εταιρείας να γίνει η χώρα μας το κέντρο για την περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης
Η Ιταλία µπαίνει στην κρίση, αλλά η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα βιώνουν ήδη τις συνέπειες. Ο κ. Barilla όµως είναι αισιόδοξος. Λέει χαρακτηριστικά: «Δεν είµαστε ευτυχείς αλλά είµαστε πολύ αισιόδοξοι. Θεωρώ ότι η κρίση θα χτυπήσει σηµαντικά όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και συνεπώς θα οδηγήσει σε µείωση της αγοραστικής δύναµης των καταναλωτών. Αναπόφευκτα, οι οικονοµίες των ευρωπαϊκών χωρών θα σταθεροποιηθούν σε χαµηλότερα επίπεδα. Υστερα όµως θα οδηγηθούµε σε µια επανεκκίνηση των ευρωπαϊκών οικονοµιών, οι οποίες θα αναπτυχθούν σε πιο σταθερή βάση. Θα είµαστε ίσως πιο φτωχοί αλλά θα έχουµε µια υγιέστερη βάση και συνεπώς καλύτερες συνθήκες για να αναπτυχθούµε. Πιστεύω ότι η παγκόσµια οικονοµία στο µέλλον πρέπει να στηριχθεί περισσότερο στην παραγωγική δυνατότητα που έχει παρά στις χρηµατοπιστωτικές εφευρέσεις. Ολος ο κόσµος, η Ιταλία, η Ισπανία, η Ελλάδα, όποιος κι αν είναι, πληρώνει σήµερα το τίµηµα µιας τρελής κατάστασης, την οποία κανένας δεν παραδέχεται εύκολα, γιατί δεν είναι πολιτικά ορθό». Και καταλήγει: «Σήµερα πληρώνουµε το τίµηµα 30 χρόνων χρηµατοοικονοµικής τρέλας».
Ο όμιλος Barilla έχει ιστορία 136 ετών. Η ιστορία του αρχίζει το 1877 από το μικρό οικογενειακό μαγαζί του Pietro Barilla που έφτιαχνε ψωμί και ζυμαρικά στην Πάρμα. Διοικείται από την οικογένεια Barilla. Τα ηνία βρίσκονται σήμερα στα χέρια της τέταρτης γενιάς των τεσσάρων αδελφών Guido, Luca, Paolo και Emanuela.
Διαθέτει 43 εργοστάσια σε όλον τον κόσμο, από τα οποία μόνο τα 13 βρίσκονται στην Ιταλία, ενώ τα υπόλοιπα 30 σε άλλες χώρες (ΗΠΑ, Μεξικό, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ρωσία, Τουρκία, Σουηδία). Παράγει ετησίως περισσότερους από 2.300.000 τόνους προϊόντων διατροφής. Απασχολεί περισσότερους από 13.000 εργαζομένους και προσφέρει 1.000 διαφορετικά προϊόντα που εξάγονται σε περισσότερες από 100 χώρες. Το 2011 οι πωλήσεις του ήταν 4 δισ. ευρώ, τα κέρδη 76 εκατ. ευρώ και το EΒΙΤDA 477 εκατ. ευρώ.
Στην Ελλάδα έχει επενδύσει 70 εκατ. ευρώ και είναι στρατηγική απόφαση της εταιρείας να γίνει η Ελλάδα το κέντρο για την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης και να δοθεί η διοίκησή του σε στελέχη της με ευθύνη για 19 χώρες με περισσότερους από 150 εκατομμύρια καταναλωτές. Συνεργάζεται με 5.500 έλληνες αγρότες, από τους οποίους προμηθεύεται 63.000 τόνους ελληνικό σιτάρι κάθε χρόνο. Απασχολεί 220 εργαζομένους.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ