Τα αποτελέσματα της συνεχιζόμενης διάστασης απόψεων για το θέμα αυτό δεν είναι αμιγώς θεωρητικής φύσης, όπως άλλωστε υποδεικνύεται και από την πρόσφατη παραδοχή του επικεφαλής οικονομολόγου του ΔΝΤ Olivier Blanchard περί αστοχίας των μακροοικονομικών προβλέψεων του Ταμείου λόγω υποεκτίμησης της συσταλτικής επίδρασης των μέτρων περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής στην πραγματική οικονομία.
Ενδεικτικό είναι επίσης και σχετικό άρθρο της Wall Street Journal (Ιανουάριος 2009) στο οποίο φιλοξενούνται οι απόψεις των κ.κ. Robertο Barro (οικονομολόγου καθηγητή του πανεπιστημίου Harvard) και Christina Romer (επικεφαλής του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων της κυβέρνησης των ΗΠΑ 2008-2010).
Στο άρθρο αυτό, ο μεν Barro υποστηρίζει ότι οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές στην μεταπολεμική περίοδο ήταν σχεδόν μηδενικοί η δε Romer αποκαλύπτει ότι χρησιμοποιεί τιμές πολλαπλασιαστών έως και 1.6 για τον υπολογισμό των μακροοικονομικών επιπτώσεων του πακέτου μέτρων τόνωσης της οικονομίας των ΗΠΑ (ύψους 787δις δολαρίων) που ακολούθως ενέκρινε το Κογκρέσο.
Όπως προέκυψε εκ των υστέρων, το αντίκρισμα της διαφοράς των απόψεων αυτών ήταν η δημιουργία 3.7 εκατομμυρίων νέων θέσεων εργασίας έως το τέλος του 2010. Ανεξάρτητα με τί πολλαπλασιαστές χρησιμοποιεί κανείς στους υπολογισμούς του, αυτό που είναι σήμερα ευρέως αποδεκτό είναι ότι το μέγεθος (και σε κάποιες περιπτώσεις το πρόσημο) των εκτιμώμενων πολλαπλασιαστών μεταβάλλεται ανάλογα με την χώρα, τις γενικότερες μακροοικονομικές συνθήκες (ανάπτυξη/ύφεση) καθώς και την μέθοδο εκτίμησης.
Η εν λόγω μελέτη χρησιμοποιεί δύο διαφορετικές μεθοδολογίες για τον υπολογισμό των πολλαπλασιαστών της Ελλάδας, η μια εκ των οποίων είναι η κλασική μέθοδος εκτίμησης που εισήγαγαν οι Blanchard και Perotti to 2002. Βάση της μεθοδολογίας αυτής, οι εκτιμήσεις μας για τους πολλαπλασιαστές δημοσίων δαπανών και εσόδων δεν απέχουν πολύ από αυτές που τα προηγούμενα έτη χρησιμοποιήθηκαν στις εκτιμήσεις του ΔΝΤ για την ελληνική οικονομία, δηλαδή κοντά στο 0.5.
Παρόλα αυτά, οι εκτιμήσεις μας βάσει της δεύτερης μεθοδολογίας (η οποία είναι μεταγενέστερη της πρώτης και τεχνικώς αρτιότερη στην εκτίμηση μεταβολών των τιμών των πολλαπλασιαστών στην πάροδο του χρόνου και ανάλογα με την φάση του οικονομικού κύκλου) δείχνουν ότι στις τρέχουσες οικονομικές συνθήκες βαθιάς ύφεσης ο πολλαπλασιαστής των δημοσίων δαπανών για μισθούς, συντάξεις και επιδόματα ανέρχεται ενδεχομένως σε 2 και πλέον ενώ για τις υπόλοιπες (τρέχουσες) δαπάνες υπολογίζεται κοντά στο 1,4.
Τα αποτελέσματα αυτά (που τυγχάνουν και υψηλού βαθμού στατιστικής σημαντικότητας) είναι ιδιαίτερα σοβαρά για τις πιθανές επιπτώσεις του υφιστάμενου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής της Ελλάδας. Πράγματι, εάν οι ανωτέρω προβλέψεις αποδειχτούν ακριβείς τότε η συσταλτική επίδραση του προγράμματος στο ΑΕΠ της χώρας θα είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από τις επίσημες προβλέψεις του αναθεωρημένου προγράμματος.
Για παράδειγμα, εάν υποθέσει κάποιος πολλαπλασιαστή 2 για τις δαπάνες σε μισθούς, συντάξεις και επιδόματα και με δεδομένο ότι το 2013 συντελείται συνολική περικοπή των δαπανών αυτών κατά περίπου 6 δις ευρώ (επί συνόλου μέτρων 9.5 δις περίπου για το τρέχον έτος) τότε η συνεπαγόμενη συσταλτική επίπτωση στο ΑΕΠ της χώρας ανέρχεται σε 12 δις ευρώ δηλ. 6 και πλέον μονάδες του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος.
Τί λοιπόν σημαίνουν όλα αυτά και ποιά η αλήθεια για την καταλληλότητα του δημοσιονομικού προγράμματος που αυτή τη στιγμή εφαρμόζεται στην Ελλάδα; Θα ήταν άραγε προς όφελος της ελληνικής οικονομίας μια μελλοντική διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους εταίρους και το ΔΝΤ με στόχο την τροποποίηση κάποιων όρων του υφιστάμενου προγράμματος έτσι ώστε, επί παραδείγματι, να το κάνουν λιγότερο εμπροσθοβαρές ή/και να εισαγάγουν στοχευόμενες δράσεις για την τόνωση της ανάπτυξης;
Μια χρήσιμη ιδέα ενδεχομένως θα ήταν η περαιτέρω τόνωση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων με ευρωπαϊκά κονδύλια αφού κάποιες πρωταρχικές εκτιμήσεις μας δείχνουν πολλαπλασιαστές δημοσίων επενδύσεων στην Ελλάδα άνω του 3! Η απάντηση στα ανωτέρω ερωτήματα είναι μάλλον καταφατική αν και, όπως σε πολλές περιπτώσεις, η αλήθεια βρίσκεται κάπου στην μέση.
Εδώ παρατίθεται η προσωπική εμπειρία του συγγραφέα του παρόντος άρθρου κατόπιν συναντήσεων και συνομιλιών του για το θέμα της κρίσης με μεγάλο αριθμό διεθνών επενδυτών τα τελευταία έτη. Συγκεκριμένα, σημαντικός αριθμός ξένων επενδυτών με μεγάλη εμπειρία σε παλαιότερα επεισόδια κρίσεων χρέους φαίνεται να τάσσεται υπέρ ενός εμπροσθοβαρούς προγράμματος δημοσιονομικής εξυγίανσης και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα, με στόχο τη μείωση του αναγκαίου χρονικού ορίζοντα προσαρμογής, την ταχύτερη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος στην εγχώρια οικονομία και τη γρηγορότερη αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών στις προοπτικές της χώρας.
Τέλος, ένα αξιοσημείωτο εύρημα της πρόσφατης μελέτης μας για τους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές είναι ότι οι εκτιμώμενες τιμές των πολλαπλασιαστών υποχωρούν σημαντικά (και σε κάποιες περιπτώσεις καθίστανται μη στατιστικά σημαντικές) όταν στα εκτιμώμενα υποδείγματα εισαγάγετε μια ακόμα μεταβλητή (control variable): ο λόγος δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ.
Το εύρημα αυτό είναι συμβατό με άλλες μελέτες στην διεθνή βιβλιογραφία που υποδεικνύουν χαμηλές τιμές πολλαπλασιαστών σε περιόδους μεγάλης αβεβαιότητας για τις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές σταθερότητας και βιωσιμότητα της δημοσιονομικής θέσης μιας χώρας.
Μια πρώτη ανάγνωση του ανωτέρου συμπεράσματος είναι ότι δεν θα ήταν κατ’ ανάγκη φρόνιμη στρατηγική η επιδίωξη μιας σημαντικής χαλάρωσης κάποιων όρων του υφιστάμενου προγράμματος χωρίς προηγουμένως να έχει εδραιωθεί το (ήδη βελτιούμενο) διεθνές κλίμα εμπιστοσύνης για τις προοπτικές της Ελλάδας και του προγράμματος μεταρρυθμίσεων της χώρας.