Η ιδέα ενός φόρου χρηματοπιστωτικών συναλλαγών δεν είναι καινούργια. Πρώτες σκέψεις προς αυτή την κατεύθυνση είχε κάνει στη δεκαετία του ’30 ο βρετανός οικονομολόγος Τζον Μέιναρντ Κέινς, ενώ 40 χρόνια αργότερα ο αμερικανός νομπελίστας οικονομολόγος Τζέιμς Τόμπιν διατύπωνε μια παρόμοια πρόταση για έναν φόρο στην αγορά συναλλάγματος.
Κάτι τέτοιο, πάντως, δείχνει πλέον να παίρνει σάρκα και οστά καθώς έντεκα χώρες της ευρωζώνης (συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας) συμφώνησαν να προωθήσουν την επιβολή φόρου επί των χρηματοοικονομικών συναλλαγών προκειμένου να συμμετάσχουν και οι επενδυτές στο κόστος της κρίσης.
Μάλιστα έσοδα ύψους 30- 35 δισ. ευρώ αναμένεται να αποφέρει ετησίως στα 11 κράτη- μέλη που θα τον εφαρμόσουν, όπως ανακοίνωσε χθες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, παρουσιάζοντας τη σχετική πρόταση οδηγίας.
Με το μέτρο, που θα εφαρμοστεί στο πλαίσιο της ενισχυμένης συνεργασίας, προβλέπεται η φορολόγηση όλων των συναλλαγών με συντελεστές 0,1% για μετοχές και ομόλογα και 0,01% για παράγωγα.
Ως πρόσθετη διασφάλιση κατά της φοροαποφυγής, η πρόταση προσθέτει επίσης την «αρχή της έκδοσης». Αυτό σημαίνει ότι χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν εκδοθεί στα 11 κράτη- μέλη θα φορολογούνται κατά τη διαπραγμάτευσή τους, ακόμη και αν οι διαπραγματευτές των μέσων αυτών δεν είναι εγκατεστημένοι στη ζώνη όπου επιβάλλεται ο φόρος. Επιπλέον, περιλαμβάνονται τώρα ρητές διατάξεις κατά των καταχρήσεων.
Οι διατάξεις αυτές σημαίνουν πως ο φόρος αφορά και το Λονδίνο, όπου πραγματοποιούνται μακράν οι περισσότερες χρηματοπιστωτικές συναλλαγές στην Ευρώπη, παρόλο που η Βρετανία δεν είναι μεταξύ των χωρών που συμμετέχουν.
Η πρόταση της Γερμανίας και της Γαλλίας για την επιβολή του φόρου δεν στηρίχτηκε ωστόσο από την πλειοψηφία των χωρών-μελών της ΕΕ, καθώς μια μεγάλη ομάδα, με επικεφαλής τη Βρετανία, τη Σουηδία και την Ολλανδία, αντιδρά σθεναρά.
Εξάλλου το ερώτημα αν μπορούν οι κυβερνήσεις να παρέμβουν στον παγκοσµιοποιηµένο χαρακτήρα του χρηµατοπιστωτικού συστήµατος, παραμένει στο τραπέζι.
Θεωρητικά θα έπρεπε να υπάρχει ένας λογικός σύνδεσµος ανάµεσα στην πραγµατική οικονοµία και στις χρηµατιστηριακές αξίες, ειδικά µετά την παγκόσµια κρίση του 2008 και τη χρεοκοπία της Lehman Brothers.
Όμως η δηµιουργία πολυσύνθετων επενδυτικών προϊόντων σταδιακά έφτιαξε µια εικονική πραγµατικότητα αξιών, η οποία είναι πολλαπλάσια του παγκόσµιου ΑΕΠ.
Είναι ενδεικτικό ότι ενώ στις αρχές του 1990 η αξία των παραγώγων και των δομημένων προϊόντων κυμαινόταν στα 5,7 τρισ. δολάρια, πριν από την κορύφωση της κρίσης του 2008 ξεπέρασε τα 550 τρισ. δολάρια, ενώ σήμερα «παίζονται» 790 τρισ. δολάρια, εκ των οποίων τα 705 τρισ. αφορούν «σκοτεινές συναλλαγές» σε µη οργανωµένες αγορές.
Καθώς οι αγορές έχουν πλέον την ιδιότητα όχι απλώς να αποτιµούν, αλλά και να σχεδιάζουν τις µελλοντικές αξίες, ίσως ο εν λόγω φόρος θα έπρεπε, όπως λένε ορισμένοι, να ισχύσει σε παγκόσμιο επίπεδο. Διαφορετικά, οι επενδυτές θα μεταφέρουν με ένα κλικ τις δραστηριότητές τους σε ένα άλλο χρηματιστήριο του κόσμου.
Ετσι, το ερώτημα αν οι 11 ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σε αντίθεση με τη βούληση κυρίως της Βρετανίας και των ΗΠΑ – που με το Σίτι και τη Γουόλ Στριτ μάλλον έχουν άλλα συμφέροντα – μπορούν να μεταβάλουν τους συσχετισμούς, δείχνει να παραμένει στο τραπέζι.