Η Ζωή Κωνσταντοπούλου, από την άνοιξη του 2012 ως τις εκλογές του Ιουνίου, διέθετε δύο επαγγελματικές κάρτες. Στη μία διακρίνονταν τα χρώματα του ΣΥΡΙΖΑ και η ιδιότητά της ως υποψήφιας βουλευτού στην Α΄ Αθηνών, Στην άλλη, ελαφρώς μεγαλύτερη από βαρύ ριζόχαρτο, η ιδιότητά της ως δικηγόρου στην Αθήνα και στη Νέα Υόρκη. Τα περισσότερο καλόπιστα εκ των επικριτικών σχολίων τα οποία δέχεται η 36χρονη βουλευτής της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατά το τελευταίο διάστημα την κατηγορούν ότι συχνά συγχέει τις ιδιότητες του πολιτικού και του νομικού. «Δεν διαφοροποιούμαι στη συμπεριφορά ή στις αντιλήψεις, επειδή ταυτοχρόνως έχω την ιδιότητα του νομικού και επειδή ασχολούμαι με τα κοινά» απαντά η ίδια. Τις τελευταίες εβδομάδες ξεκινάει την ημέρα της στο δικηγορικό γραφείο της στα Εξάρχεια προτού μεταβεί στη Βουλή προκειμένου να συμμετάσχει στις μαραθώνιες διαδικασίες της προανακριτικής επιτροπής για το θέμα της λίστας Λαγκάρντ.

Η 36χρονη βουλευτής έχει προκαλέσει αναστάτωση στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Είναι περίπου ρουτίνα τους τελευταίους μήνες οι χαρακτηρισμοί εις βάρος της («πορφυρογέννητη», «ανακρίτρια», «μαζορέτα», «Κλάραμπελ»… έχουν ειπωθεί περίπου τα πάντα) να απαντώνται από καταγγελίες για προσπάθειες συσκότισης της υπόθεσης της λίστας Λαγκάρντ. Τα παραπολιτικά σχόλια για το κλίμα στην προανακριτική επιτροπή απαντώνται με κατηγορηματικές ανακοινώσεις διάψευσης. Με δεδομένο τον παραπάνω φρενήρη ρυθμό, αποτελεί ομολογουμένως δύσκολο εγχείρημα το να παρακολουθήσει κάποιος όλα όσα γράφονται και λέγονται για τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, θετικά ή αρνητικά.

Γαλλική και αμερικανική παιδεία

Γεννημένη τον Δεκέμβριο του 1976 στην Αθήνα και μεγαλωμένη στην Αγία Παρασκευή με τους γονείς της, τον πρώην πρόεδρο του Συνασπισμού Νίκο Κωνσταντόπουλο και τη δημοσιογράφο Λίνα Αλεξίου, η Ζωή Κωνσταντοπούλου χαρακτηρίζεται «διερευνητικό, φιλέρευνο, ανεξάρτητο πνεύμα» από τον καθηγητή της κατά τις δύο τελευταίες τάξεις του λυκείου, φιλόλογο-αρχαιολόγο και διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών, Μανόλη Κ. Χατζηγιακουμή. «“Βιονική”, εκρηκτική και επαναστάτρια με αιτία» τη χαρακτηρίζει η παιδική φίλη της, δασκάλα Μελίζα Μέγα. Ακολούθησαν οι σπουδές στη Νομική του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο τέλος του 1998 βρέθηκε στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης για το πρώτο μεταπτυχιακό της. Η πτυχιακή εργασία της αφορούσε το οργανωμένο έγκλημα και τη διαφθορά. Την ίδια περίοδο, στο πλαίσιο σχετικού εθελοντικού προγράμματος της Πανγαλλικής Ενωσης Φοιτητών Νομικής, συμμετείχε παραδίδοντας μαθήματα αγγλικών σε νεαρό κρατούμενο της φυλακής Φρεν, νότια του Παρισιού. Η ίδια αναφέρεται συχνά στη συγκεκριμένη εμπειρία ως καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία της.

Το καλοκαίρι του 2001 μετακομίζει στη Νέα Υόρκη για το δεύτερο μεταπτυχιακό της στο Κολούμπια. Εναν μήνα και δύο ημέρες μετά την έναρξη των μαθημάτων της στο γνωστό αμερικανικό πανεπιστήμιο, συμβαίνει η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου. «Πρόκειται για ανεξίτηλο βίωμα» θυμάται. «Την ώρα του χτυπήματος ήμουν στο κέντρο του Μανχάταν, στην 42η οδό» λέει και προσθέτει αστειευόμενη: «Για να δώσω και το άλλοθί μου». Συνεχίζει την αφήγηση: «Κοιμόμουν. Με φιλοξενούσε ένας οικογενειακός φίλος ο οποίος έλειπε στην Ελλάδα και χτυπούσε πολύ επίμονα το τηλέφωνο. Ηταν 9.00 το πρωί και εγώ δεν το σήκωνα. Οταν τελικά συνειδητοποίησα τι είχε συμβεί, αντίκρισα ένα σεληνιακό τοπίο, δεν κυκλοφορούσε αυτοκίνητο, οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν με μάσκες. Θυμάμαι τον Λούις Χένκιν, που δίδασκε ανθρώπινα δικαιώματα στο πανεπιστήμιο. Δύο ημέρες μετά, στο μάθημά του είπε: “Αυτό μας το έκαναν επειδή είμαστε ελεύθεροι, πλούσιοι και δυνατοί”. Αυτή ήταν η ανάλυση ενός καθηγητή ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

Επηρεασμένη από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα («Η μετάλλαξη της αμερικανικής κοινωνίας ήταν τρομερή, παρατηρούσε κάποιος την ανάπτυξη της ξενοφοβίας και της μισαλλοδοξίας, άνθρωποι κυκλοφορούσαν με την αμερικανική σημαία στο πέτο και όποιος δεν τη φορούσε ήταν “ύποπτος”»), προσάρμοσε τα ακαδημαϊκά ενδιαφέροντά της. Η εργασία της είχε ως θέμα τα έκτακτα μέτρα που έπαιρνε η αμερικανική κυβέρνηση Μπους και προωθούνταν διεθνώς για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, τα οποία «ήταν ένα πρόσχημα για την υπαναχώρηση από το κράτος δικαίου».

Μήνυση στον Κίσινγκερ

Εναν χρόνο αργότερα, το 2003, η νεαρή δικηγόρος βρέθηκε να είναι η συνήγορος του τιμημένου με τον Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικα για την αντιδικτατορική δράση του δημοσιογράφου Ηλία Δημητρακόπουλου σε υπόθεση κατά του… Χένρι Κίσινγκερ. Η μήνυση έγινε λίγο καιρό μετά την έκδοση της «Δίκης του Χένρι Κίσινγκερ» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Εστία), του τολμηρού βιβλίου του Κρίστοφερ Χίτσενς κατά του αμφιλεγόμενου στυλοβάτη της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, όπου ο Δημητρακόπουλος ήταν ο «πρωταγωνιστής» ενός ολόκληρου κεφαλαίου. Η «Δίκη του Χένρι Κίσινγκερ», στην αγγλική έκδοσή της, παραμένει ακόμη επάνω στο γραφείο της βουλευτού. Την ίδια περίοδο δεν έλειψαν οι ψίθυροι περί δονκιχωτισμού της τότε νεαρής δικηγόρου με την ανάληψη μιας τέτοιας υπόθεσης εναντίον ενός αντιπάλου διαφορετικής κλάσης. Ωστόσο, επρόκειτο για μια υπόθεση με μεγάλο συμβολικό ενδιαφέρον.

Δέκα χρόνια στα δικαστήρια

Εκτοτε, έχει αναλάβει υποθέσεις που έχουν στρέψει τα φώτα της δημοσιότητας επάνω της. Είναι μία από τους τέσσερις συνηγόρους της οικογένειας του Κώστα Τσαλικίδη, ο θάνατος του οποίου τείνει να συνδέεται με την υπόθεση των υποκλοπών που δημοσιοποιήθηκε το 2006. Υπήρξε, επίσης, συνήγορος της οικογένειας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου στη δίκη της Αμφισσας: «Η υπόθεση Γρηγορόπουλου ήταν χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς μπορεί κάποιος να ξετυλίξει το νήμα ζητώντας λεπτομερείς απαντήσεις από μάρτυρες εμπλεκόμενους. Τις πιο καθοριστικές λεπτομέρειες είχαν δώσει τα μέλη της διμοιρίας η οποία ήταν σταθμευμένη ένα τετράγωνο πιο πάνω και έδωσαν αναλυτικότατη καταγραφή των συμβάντων και επέτρεψαν μια χρονική αναδρομή που ανέδειξε όλο το ιστορικό». Επιπλέον, ήταν συνήγορος της δασκάλας Στέλλας Πρωτονοταρίου στην υπόθεση του πολυπολιτισμικού σχολείου της Γκράβας, όπου η κατηγορούμενη, η οποία τελικώς αθωώθηκε, δίδασκε ελληνικά, αλλά και τη μητρική γλώσσα τους σε παιδιά μεταναστών.

Ενας από τους «πελάτες» της, για τον οποίο μιλάει συχνά, είναι ο «συνήθης ύποπτος», που πάντοτε αθωώνεται σε υποθέσεις που συνδέονται με την τρομοκρατία, Γιάννης Σερίφης. «Τέτοιο τεκμήριο αθωότητας δεν έχει άλλος, νομίζω» εκτιμά η βουλευτής. «Η υπεράσπιση του Γιάννη Σερίφη ήταν μια πολύ διδακτική εμπειρία. Εχει την τιμή και την κακή τύχη να έχει δικαστεί και να έχει αθωωθεί πάρα πολλές φορές. Η πολιτεία τον στοχοποίησε κατ’ επανάληψη, δεν τον στοχοποίησε γιατί ήταν ύποπτος, τον στοχοποίησε για τους αγώνες του. Ο Γιάννης Σερίφης, οποίος ήταν ένας άνθρωπος της ανοιχτής δράσης, του ανεξάρτητου συνδικαλισμού, της κοινωνικής πάλης, που με διαφάνεια έδρασε στη ζωή του, βρέθηκε να κατηγορείται ως συμμέτοχος στη 17Ν και αθωώθηκε. Ενώ αθωώθηκε, οι εισαγγελείς που πρότειναν την αθώωσή του, δέκα ημέρες μετά, άσκησαν έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης και το μόνο που είχε μεσολαβήσει ήταν μια δήλωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ότι “δεν τους άρεσε” η αθώωση του Γιάννη Σερίφη. Eνώ ανέμενε να δικαστεί στο εφετείο της 17Ν τον κατηγόρησαν ως μέλος του ΕΛΑ, αθωώθηκε από εκεί και εν συνεχεία πέρασε δεύτερη δίκη για τη 17Ν, όπου πάλι αθωώθηκε».

Μια ακόμη υπόθεση που τελευταίως έχει προκαλέσει θόρυβο στη δημόσια σφαίρα, ακριβώς εξαιτίας της εμπλοκής της Ζωής Κωνσταντοπούλου σε αυτή, είναι η υπόθεση του βιασμού των τεσσάρων τουριστριών το καλοκαίρι του 2005 από άνδρα του οποίου είναι συνήγορος. Η επιτροπή γυναικών του ΠαΣοΚ κατήγγειλε το θέμα ενώ σχετική τοποθέτηση έκανε και ο πρώην υπουργός Θεόδωρος Πάγκαλος. Ωστόσο, υπογραμμίζεται επίσης η δημόσια τοποθέτηση του αντιδίκου της Κωνσταντοπούλου στη συγκεκριμένη υπόθεση, δικηγόρου των τουριστριών και μέλους του ΠαΣοΚ, Θανάση Τάρτη, ότι «παρ’ όλο που εμένα, ως υπερασπιστή των κοριτσιών, με βολεύει η θέση που πήραν, καλά θα κάνουν οι ενώσεις γυναικών να περιμένουν πρώτα την εκδίκαση της υπόθεσης, πρώτα να κριθεί κάποιος ένοχος ή αθώος και μετά να πάρουν θέση». Η ίδια επιμένει στην απόφασή της να μην εκδοθεί σχετική ανακοίνωση, καθώς πρόκειται για εκκρεμή δίκη.

Νεποτισμός στην Αριστερά;

Η Ζωή Κωνσταντοπούλου περιγράφει την απόφαση για την υποψηφιότητά της με τον ΣΥΡΙΖΑ
ως αποτέλεσμα της ελληνικής εμπειρίας του 2011: «Καθοριστικά μέτρησε μέσα μου η εμπειρία από τον Ιούνιο ως τον Νοέμβριο, όλη αυτή η παλινδρόμηση και η ακραία άσκηση εξουσίας. Ταυτοχρόνως, η μεθοδολογία επιβολής των μνημονίων με την πολιτική του σοκ και του δέους και μετά την ακραία χρήση χημικών κατά των πολιτών που εξεγείρονταν, μου δημιούργησε αντανακλαστικά που παραπέμπουν στο άρθρο 120 του Συντάγματος και στην υποχρέωση κάθε πολίτη να υπερασπίζεται το σύνταγμα, την πατρίδα και τη δημοκρατία». Πριν από τις εκλογές του Ιουνίου, κυκλοφόρησε η φήμη περί «έτοιμης» νομοθετικής διάταξης κατάργησης του μνημονίου από την τότε υποψήφια βουλευτή στην περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ σχημάτιζε κυβέρνηση μετά τις εκλογές.

Ωστόσο, πριν από αυτό, με την είδηση της υποψηφιότητας της Ζωής Κωνσταντοπούλου στις εκλογές του Μαΐου, προτού ο ΣΥΡΙΖΑ αναδειχτεί αξιωματική αντιπολίτευση, δυνάμωσαν οι φωνές περί ενδείξεων νεποτισμού στον χώρο της Αριστεράς. Η ίδια σχολιάζει: «Δεν υπάρχει τίποτε στην οικογενειακή ιστορία μου που να επιτρέπει σε κάποιον να χαρακτηρίσει οποιοδήποτε μέλος της οικογένειάς μου “πορφυρογέννητο”. Ολοι εργάζονται, όπως και εγώ ζω από την εργασία μου. Πρόκειται για χαρακτηρισμούς εντυπώσεων ή εκρήξεις ανθρώπων που ίσως κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια». Μάλιστα, υπογραμμίζει τις διαφορές της από τον πατέρα της: «Εχουμε αρκετά διαφορετικό χαρακτήρα και διαφορετική δικηγορική τεχνική στο θέμα των ερωτήσεων».

Οι απαγορευμένες ερωτήσεις

Παρά τη φορτική διαδικασία της προανακριτικής επιτροπής, η Ζωή Κωνσταντοπούλου βρήκε το τελευταίο διάστημα χρόνο να παρακολουθήσει το τελευταίο φιλμ του Κουέντιν Ταραντίνο «Django, Ο τιμωρός». Αν και η ταινία χαρακτηρίζεται από εντελώς διαφορετικά μοτίβα από εκείνα που επικρατούν στην ελληνική πολιτική σκηνή σήμερα, η λέξη «τιμωρός» περιγράφει τη βουλευτή στα μάτια μερίδας της κοινής γνώμης. Διαθέτει άκαμπτη επιμονή, η οποία, αν δεν αποδώσει «καρπούς εξουσίας», ίσως δημιουργήσει προβλήματα στο εσωτερικό του κόμματός της. Η άτεγκτη και κατακλυσμιαία προσκόλλησή της στο θέμα της λίστας Λαγκάρντ έχει τόσο επαινεθεί όσο και προκαλέσει κραυγές αποδοκιμασίας από αρθρογράφους, συναδέλφους της βουλευτές και μάρτυρες στην υπόθεση. Η ίδια σχολιάζει την επιμονή της με μια απάντηση που μάλλον ικανοποιεί όλες τις πλευρές: «Εχω διδαχτεί ότι δεν υπάρχει ερώτηση που δεν πρέπει να γίνει».