Διαπιστώνουμε συχνά ότι πολλοί πολιτικοί μας είναι ικανοί για κάθε είδους «τούμπα»: άλλα υπόσχονται και άλλα κάνουν, άλλα πιστεύουν και άλλα λένε, άλλα υποστηρίζουν δημοσίως και άλλα ιδιωτικώς. Η διαπίστωση είναι, σε γενικές γραμμές, ορθή. Είναι άραγε όμως μόνον οι δικοί μας πολιτικοί που έχουν αυτό το… ευγενές χαρακτηριστικό; Σε λίγες εβδομάδες από τώρα, τον Μάρτιο, ένα κρίσιμο τεστ θα δώσει την απάντηση.
Σύσσωμο σχεδόν το ευρωκοινοβούλιο δια των προέδρων των ομάδων του καταδίκασε προχθές το νέο επταετές δημοσιονομικό πλαίσιο της Ενωσης που αποφάσισε η τελευταία σύνοδος κορυφής της Ε.Ε. και αντιτάχθηκε σε αυτό, απειλώντας το με καταψήφιση. Το κοινό τους επιχείρημα είναι ότι πρόκειται για πλαίσιο ασφυκτικό. Σε λίγες εβδομάδες λοιπόν, όταν η απόφαση αυτή έλθει για κύρωση στην ολομέλεια του ευρωκοινοβουλίου, θα κριθεί το μέλλον της. Τι θα κάνουν οι ευρωβουλευτές; Θα ξεχάσουν τις προχθεσινές «επαναστατικές» τους απόψεις, ή θα συνταχθούν τελικά με τις αποφάσεις των κυβερνήσεών τους;
Ασφαλής πρόβλεψη, αυτή τη στιγμή, δεν μπορεί να γίνει. Όσοι έχουν όμως εμπειρία από τη λειτουργία των ευρωπαικών θεσμών, θεωρούν πιθανό ότι η συμφωνία τελικά θα κυρωθεί, παρά τις «κορώνες». Αν δεν συμβεί κάτι τέτοιο, το ευρωκοινοβούλιο θα αποδειχθεί ότι είναι ένας θεσμός που παίρνει στα σοβαρά όχι μόνον τα ίδια του τα λόγια, αλλά και τις ευθύνες του για το μέλλον της Ευρώπης. Αν όμως συμβεί, θα σημαίνει απλώς ότι δεν είναι τίποτα άλλο από ένα μάλλον «θεατρικής» σημασίας όργανο, που ούτε πιστεύει αυτά που λέει, ούτε το ρόλο του αληθινά ασκεί, αν, από τη στιγμή που δηλώνει κάθετα και οριζόντια ότι δεν συμφωνεί, τελικά υπερψηφίσει.
Είτε έτσι είτε αλλιώς πάντως, αυτό που ουδείς μπορεί πια να αγνοεί, είναι κάτι ακόμα πιο σοβαρό, στο οποίο οι ευθύνες των ευρωπαίων πολιτικών είναι ακόμα πιο σοβαρές και κατά πολύ μεγαλύτερες για το μέλλον της κοινής Ευρώπης: ότι το «σήριαλ» του επταετούς νέου δημοσιονομικού πλαισίου που ταλανίζει αυτές τις μέρες την Ευρώπη δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία ακόμα πτυχή της επανεθνικοποίησής της η οποία βρίσκεται αργά αλλά σταθερά σε εξέλιξη τα δύο τελευταία χρόνια. Σύσσωμος ο διεθνής Τύπος από προχθές δεν αξιολογεί τις αποφάσεις της κορυφής κυρίως σε σχέση με το αν αυτές βοηθούν την πρόοδο της Ενωσης, αλλά σε σχέση με το ποιος «νίκησε» στη διαπραγμάτευση, με κοινή σχεδόν την ομολογία ότι αυτός ήταν ο Βρετανός πρωθυπουργός Κάμερον.
Η τετραπλή αυτή «σύγκρουση» ανάμεσα στις κυβερνήσεις των μεγάλων κρατών της Ε.Ε., στο Ευρωπαικό Κοινοβούλιο, στην Επιτροπή και στα μικρά, ιδίως τα υπερχρεωμένα, κράτη μπορεί να φέρει κάποια από τα γνωστά χαρακτηριστικά του πολύπλοκου συστήματος αποφάσεων το οποίο όμως στο παρελθόν πάντοτε κατέληγε σε κάποιο συμβιβασμό -κάτι που δεν θα αλλάξει ούτε τώρα- αλλά, αυτή τη φορά, η ουσία της σύγκρουσης είναι ποιοτικά διαφορετική και το βάθος της πολύ μεγαλύτερο.
Αυτό συμβαίνει επειδή πίσω από τις «οικονομίες» που αποτελούν το σημείο τριβής δεν βρίσκεται μόνον η δημοσιονομική πορεία και η ισορροπία των μεγεθών αλλά, πλέον, κάτι πολύ βαθύτερο: η κατεύθυνση που θα πάρει η Ενωση στο μέλλον. Στην πραγματικότητα, τα μεγάλα κράτη της Ενωσης χρησιμοποίησαν αυτή τη διαπραγμάτευση για το δημοσιονομικό πλαίσιο προκειμένου να διαμορφώσουν την τροχιά πορείας της Ευρώπης.
Ποιο όμως μπορεί να είναι αυτό το μέλλον όταν η συζήτηση γίνεται για ποσά τα οποία είναι μικρότερα από εκείνα του 2004, την εποχή που η Ενωση είχε δέκα μέλη λιγότερα; Αλλά και πώς μπορεί να δουλέψει αυτό το επταετές σύστημα όταν ο κόσμος μέσω της κρίσης μεταβάλλεται με αστραπιαίες ταχύτητες; Την ίδια στιγμή που η Ευρώπη ταλανίζεται για την επόμενη επταετία, οι ΗΠΑ βρίσκονται σε μία συνεχή, μήνα με το μήνα, αναθεώρηση της πορείας του χρέους τους και κάνουν χρήση των νομισματικών εργαλείων, όπως άλλωστε κάνει και η Ιαπωνία. Οσο για την Κίνα, τα όρια δράσης της αγγίζουν το άπειρο.
Ετσι, η Ε.Ε. είναι πλέον η μόνη από τις μεγάλες οικονομικές οντότητες του κόσμου που δεν είναι σε θέση να δώσει πειστικές απαντήσεις στις προκλήσεις των καιρών και να λάβει αποτελεσματικές αποφάσεις. Κάποτε, είχε την πολυτέλεια. Σήμερα, δεν την έχει πια.
Όλα αυτά, οι επικεφαλείς της Ενωσης φυσικά τα γνωρίζουν. Όμως, δεν μπορούν να τα πουν ανοικτά, με το όνομά τους καθώς το πραγματικό πρόβλημα αποτελεί «ιερό άβατο» κατά τη γνωστή παράδοση των ευρωπαικών πολιτικών. Και το πρόβλημα είναι ακριβώς ότι μέσα από τους χειρισμούς της κρίσης η επανεθνικοποίηση έχει προχωρήσει τόσο πολύ ώστε η Ενωση δεν είναι σε θέση να διαμορφώσει μια αληθινά κοινή πολιτική: οι εθνικές στρατηγικές είναι κυρίαρχες.
«Λύση» μάλλον θα βρεθεί. Όπως πάντα. Ο χρόνος όμως θα δείξει αν ήταν λύση, κάτι για το οποίο έχουν την ευθύνη οι ευρωπαίοι πολιτικοί που κυβερνούν, όπως και θα δείξει αν οι ευρωπαίοι πολιτικοί, εκείνοι που θητεύουν στο ευρωκοινοβούλιο, τιμούν τελικά το λόγο τους.