Είναι σχεδόν μυστήριο γιατί η Αριστερά, απ’ τον 19ο αιώνα, έχει πλασάρει με σχετική επιτυχία το παραμύθι ότι αντιπροσωπεύει την «πρόοδο». Αυτό οφείλεται σε δύο λόγους:
(α) Σε μια αντίληψι της ιστορίας, οφειλομένη εμφανώς στον Μαρξ, αλλ’ όχι μόνο (και με θρησκευτικές επιπλέον επιρροές), ότι αυτή κινείται σχεδόν γραμμικά προς μια ωρισμένη κατεύθυνσι, από το απλούστερο προς το πιο σύνθετο (ή «ανώτερο»), μια κατεύθυνσι, επιπροσθέτως, που ο Μαρξ ώρισε κατά το δοκούν, αλλά με τρόπο, που, στις τότε συνθήκες, προσήλκυε σημαντικές μάζες «λαού» και ομάδες διανοουμένων.
(β) Στην επιτυχή (λόγω συνθηκών) προσπάθεια της Αριστεράς να παραλληλίσει τον αγώνα για το ΄δικό της όραμα με τον (επιτυχή) αγώνα των ανερχομένων αστικών στρωμάτων κατά των υπολειμμάτων του παλαιού (φεουδαλικού) καθεστώτος στην Ευρώπη.
Ποιες συνθήκες ήταν αυτές; Μα η διαδικασία πρωταρχικής συσσωρεύσεως κεφαλαίου, που όπου και όποτε έχει συμβή αυτόνομα, έχει συνοδευθή από δυστυχία της πλειοψηφίας του πληθυσμού, είτε σε καπιταλιστικό είτε σε κομμουνιστικό καθεστώς. Ηταν όμως η πλειοψηφία του πληθυσμού καλύτερα υπό το (όποιο) προηγούμενο καθεστώς; Ασφαλώς όχι! (Ας συγκρίνουν οι ενδιαφερόμενοι την «Κατάστασι της εργατικής τάξεως στην Αγγλία» στα μέσα του 19ου αιώνος, του Engels, με την περιγραφή, που κάνει στους «Αθλίους» ο Victor Hugo, της ζωής Γάλλων χωρικών στα τέλη του 18ου αιώνος.)
Το στάδιο της πρωταρχικής συσσωρεύσεως κεφαλαίου υπήρξε απλώς αναγκαίο για την «απογείωσι» οικονομιών σε μεταγενέστερο στάδιο, οπότε, ναι, αν ιδεί κανείς την πορεία της ανθρωπότητος τα τελευταία 200 χρόνια, η υλική πρόοδος για την πλειοψηφία είναι γεγονός – και είναι μια πρόοδος, που εν πολλοίς οφείλεται ακριβώς στους θεσμούς της ελεύθερης οικονομίας, της αξιοκρατίας, της ατομικής ιδιοκτησίας και επιχειρηματικότητος. Γι’ αυτό, άλλωστε, τα λεγόμενα καθεστώτα «υπαρκτού σοσιαλισμού» (ως και η κρατιστική ελληνική οικονομία) κατέρρευσαν, καθώς, στερούμενα μιάς ή και όλων αυτών των προϋποθέσεων, δεν ηδυνήθησαν να επιτύχουν την «απογείωσι», όταν οι ανάγκες έγιναν πολυπλοκότερες, η αξιοκρατία (χάριν ανταγωνιστικότητος) απαραίτητη και η ποικιλία (στην έρευνα, την εφαρμογή, τα προϊόντα, τις ανθρώπινες επιλογές) έγινε προϋπόθεση επιτυχίας ενός (βιομηχανικού ή εν πάση περιπτώσει ανταγωνιστικού) οικονομικού συστήματος.
Στην πορεία αυτή η Αριστερά συνέχισε να αναμασά την προπαγάνδα και αυτοκολακεία της «προόδου». Από ένα σημείο και έπειτα «τροφή» του ιδεολογήματος της κατ’ Αριστεράν προόδου δεν ήταν πιά η δυστυχία, που χαρακτήριζε την πρωταρχική συσσώρευσι σε καπιταλιστικό καθεστώς (άλλωστε σε κομμουνιστικό ουδείς ηδύνατο να διαμαρτυρηθεί ατιμωρητί), μα οι επιπτώσεις των περιοδικών κρίσεων της ελευθέρας οικονομίας, ως και το γεγονός της υπάρξεως ταξικών διαφορών και ανταγωνισμών.
Το κωμικοτραγικό ψεύδος (και αυταπάτη) της Αριστεράς όμως, είτε έτσι είτε αλλιώς, υπήρξε και είναι το ότι το όραμα και η «πρόοδος», που υπόσχεται, συνεπάγονται, ως ήδη έχει αποδειχθή, μία μορφή σύγχρονης δουλοπαροικίας για την πλειοψηφία των πολιτών: απ’ την στιγμή που, λόγω καταργήσεως της ελευθέρας οικονομίας και ατομικής ιδιοκτησίας, παύουν να υπάρχουν οικονομικά κίνητρα, ο μόνος τρόπος να δουλεύουν οι άνθρωποι είναι με τον βούρδουλα, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα την ΕΣΣΔ του Στάλιν, την Καμπότζη του Πολ Ποτ και την Β. Κορέα.
Ο κομμουνισμός δεν είναι άλλο από μία μορφή κρατικής δουλοπαροικίας. Υπ’ αυτήν την έννοια το όραμα της Αριστεράς, παρά τις αγνές προθέσεις πολλών αριστερών, δεν είναι εν τη πράξει παρά επιστροφή σε άκρως σκοτεινές περιόδους της ανθρωπίνης ιστορίας και έτσι βαθειά αντιδραστικό. Αντιθέτως, πραγματική «πρόοδο» (αν με τον όρο θεωρήσουμε την εξάπλωσι και ενδυνάμωσι υλικής ευημερίας, της ελευθερίας του κρίνειν, ερευνάν, απαιτείν και καταγγέλειν, των ευκαιριών για αξιοκρατική κοινωνικοοικονομική ανέλιξι, και των πολιτικών δικαιωμάτων) έχει δείξει ότι επιτυγχάνει, σε βάθος χρόνου, μόνο η ελευθέρα οικονομία με δημοκρατία (για την οποία δημοκρατία η ελευθέρα οικονομία και η ατομική ιδιοκτησία αποτελούν εν τέλει προϋποθέσεις).
Ωστόσο η Αριστερά είναι απαραίτητη στις σύγχρονες κοινωνίες. Για δύο λόγους:
Επειδή η λεγομένη Δεξιά έχει πλέον νόημα ως εκείνη η πολιτική δύναμη, που, πιστεύουσα στην ελευθέρα οικονομία και την ατομική ιδιοκτησία (άρα και την δημοκρατία), τα προστατεύει χάριν οικονομικής αποτελεσματικότητος – δηλ. χάριν οικονομικής αναπτύξεως. Αλλ’ η οικονομική δυναμική οξύνει κατ’ ανάγκην τις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες, ενώ συντηρεί ταξικούς ανταγωνισμούς ή και δημιουργεί νέους. Αυτό δεν είναι κακό σε μία ελευθέρα, δυναμική οικονομία, είναι μάλιστα η τιμή, που πρέπει να πληρώνεται για να υπάρχει τόσο ατομική & πολιτική ελευθερία όσο υλική ευημερία.
Όπως όμως το κάθε τι, η όξυνση των ανισοτήτων και ταξικών ανταγωνισμών υπονομεύει το «σύστημα», το κάθε σύστημα. Π.χ. (και κάπως απλοποιητικά), αν το μεγαλύτερο μέρος του ΑΕΠ συγκεντρωθεί σε ολίγα χέρια, ποιος θ’ αγοράζει αυτό το ίδιο το ΑΕΠ; Δεν θα υπάρχει κρίση υποκαταναλώσεως; Μήπως λοιπόν απαιτείται να υπάρχει μία αντίρροπη δύναμη (η Αριστερά;), που την κατάλληλη στιγμή θα συμβάλλει στην υλοποίησι πολιτικών (π.χ., αναδιανεμητικών), που, χωρίς ν’ ανατρέπουν το «σύστημα» (και τα καλά του), θα επιτρέπουν την επίλυσι τέτοιων προβλημάτων; Βεβαίως μία τέτοια Αριστερά πρέπει να παύσει να είναι «μεσσιανική».
Πρέπει όλοι, αριστεροί και δεξιοί, να ξεφύγουμε απ’ την αντίληψι ότι ένα Χ σύστημα λύνει όλα τα προβλήματα και φέρνει τον επί γης παράδεισο (π.χ., το χονδροκομμένο δεξιό ιδεολόγημα ότι η ελεύθερη αγορά ουδέποτε αποτυγχάνει ή ότι «αυτοδιορθώνεται). Όχι: κάλλιστα δύναται ένα δεδομένο σύστημα να έχει σημαντικά «καλά», ως εκ της φύσεώς του, αλλά και να γεννά προβλήματα.
Η ορθή προσέγγιση είναι η αέναη αντιμετώπιση τέτοιων προβλημάτων, πραγματιστικά, όχι δογματικά, όχι μεσσιανικά. Ηδη η (κομμουνιστογενής) Αριστερά διεθνώς (και κυρίως η ελληνική) έχει χάσει την έξωθεν καλή μαρτυρία, ότι θα μπορούσε ποτέ να γίνει δύναμη προόδου και επιλύσεως προβλημάτων, αρνουμένη επί 10ετίες να συμβάλει σε λύσεις επιμέρους τέτοιων (π.χ., το της διαφθοράς, της αναξιοκρατίας, της σπατάλης πόρων ή του λαθρομεταναστευτικού) με τον ίσχυρισμό ότι σκοπός της δεν είναι να βελτιώσει τον καπιταλισμό, μα να τον ανατρέψει (μαζί δηλ. με την ατομική ελευθερία, την ατομική ιδιοκτησία, την πολιτική ελευθερία). Αυτό πρέπει ν’ αλλάξει.
«Αριστερά» και «Δεξιά» (όπως και αν λέγωνται οι κομματικοί φορείς των) είναι εξ ίσου απαραίτητες σε μία σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία. Επιγραμματικά, η «Δεξιά» για να δημιουργεί συνθήκες, που ευνοούν την υλική ευημερία (αλλά κατ’ ανάγκην και την ανισότητα), η «Αριστερά» για να ελέγχει την «Δεξιά» και ν’ αναδιανέμει αυτόν τον πλούτο για την υπέρβασι κρίσεων και την πρόσδοσι, από καιρού εις καιρόν, νέας δυναμικής στο «σύστημα», αλλά χωρίς να καταστρέφει την δομή κινήτρων για παραγωγική προσπάθεια ατόμων και επιχειρήσεων.