Τα Ταταύλα υπήρξαν μία από τις πιο πολυάριθμες ελληνικές συνοικίες της Κωνσταντινούπολης. Χτισμένα στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου ξεκίνησαν να κατοικούνται τον 16ο αιώνα, επί Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, προσελκύοντας ευθύς εξαρχής τους ορθόδοξους πληθυσμούς. Το ελληνικό στοιχείο αναπτύχθηκε ιδιαίτερα από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, διατηρώντας την ισχύ του ως και τη δεκαετία του 1960.
Η τουρκική ονομασία για τα Ταταύλα είναι Κουρτουλούς και σημαίνει απολύτρωση ή σωτηρία. Παρά την ευοίωνη προοπτική του ονόματός της, η συνοικία υπέστη μεγάλο πλήγμα κατά τη διάρκεια του πογκρόμ του Σεπτεμβρίου του 1955 εναντίον των Ελλήνων. Τα Ταταύλα (όπως και οι υπόλοιπες ελληνικές συνοικίες της Πόλης) γονάτισαν κάτω από το βάρος μιας άγριας επίθεσης με πλήθος σωματικές κακοποιήσεις και συστηματική λαφυραγώγηση.
Τα Ταταύλα και η πορεία τους μέσα στον χρόνο απασχολούν διά μακρών το καινούργιο μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη, ο οποίος έχει διαμείνει επί οκταετία στην Πόλη και έχει μελετήσει εξονυχιστικά τη λαϊκή κουλτούρα και τη δημοτική της παράδοση. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο έχει μια ξεχωριστή κυρία της συνοικίας: η Μαρίκα Σεφέρογλου, η οποία, γεννημένη εν έτει 1900, θα αποφοιτήσει από το Ζάππειο Παρθεναγωγείο και θα εργαστεί ως δασκάλα στο δημοτικό σχολείο του Καντίκιοϊ επί 40 χρόνια, αναλαμβάνοντας κάποια στιγμή και τη διεύθυνσή του.
Παρά την πολυμερή μόρφωση και την προβεβλημένη κοινωνική της θέση η Μαρίκα θα αρνηθεί να παντρευτεί και να κάνει οικογένεια, θα λατρέψει τους αμανέδες και τις παραστάσεις των διακεκριμένων ελληνικών θιάσων στην Κωνσταντινούπολη, θα συχνάσει με τις παρέες της στα πλέον κακόφημα νυχτερινά μαγαζιά και θα χαρεί χωρίς δεσμεύσεις τους έρωτές της, μνημονεύοντας πάντοτε την πρώτη της αγάπη, έναν κυνηγημένο και άφαντο από προσώπου γης τοπικό νταή.
Μετά τον θάνατό της η Μαρίκα θα κληροδοτήσει την περιουσία της στον ανιψιό της, ο οποίος θα βρει στο σπίτι της ένα χειρόγραφο με τα απομνημονεύματά της. Εκεί η Μαρίκα θα επανέλθει κατ’ επανάληψη στο βαριά τραυματικό γεγονός των Σεπτεμβριανών που θα την αναγκάσουν πρώτα να δει το σπίτι της να τυλίγεται στις φλόγες και μετά να υπομείνει τον αδόκητο χαμό του αδελφού της.
Μολονότι θα τονίσει το μέγεθος των απωλειών που σήμαναν για τους μειονοτικούς Ελληνες τα Σεπτεμβριανά, το ’55 είναι λιγότερο ένα μυθιστόρημα εθνικής μνήμης και περισσότερο ένα μυθιστόρημα για την Πόλη, την πολιτεία η οποία θα βοηθήσει τη Μαρίκα να μην αποβάλει ούτε στιγμή το πανίσχυρο ζωικό της ένστικτο και τη θαυμαστή της δύναμη για επιβίωση. Ο συγγραφέας θα διαγράψει μια σειρά επάλληλων κύκλων γύρω από την αποφράδα ημέρα της 6ης Σεπτεμβρίου, αντιστρέφοντας το ανείπωτο κακό της με μιαν εξαντλητική περιήγηση στη μαγεία του άστεως που θα δοκιμάσει να συνδεθεί όχι μόνο με την ιστορία της Κωνσταντινούπολης αλλά και με την καθημερινότητα του εδώ και του τώρα της Μαρίκας: μια καθημερινότητα όπου Τούρκοι, Ελληνες, εβραίοι και Αρμένηδες θα μοιραστούν τις μικρές και τις μεγάλες απολαύσεις της ζωής (από την αρχιτεκτονική, την ποίηση και το τραγούδι ως το φυσικό τοπίο και τη γαστρονομία), διεκδικώντας όχι τόσο την ταυτότητα της φυλετικής τους καταγωγής όσο το μητροπολιτικό βίωμα ενός μωσαϊκού γλωσσών, πολιτισμών και νοοτροπιών.
Σύμφωνοι, αλλά η σύνθεση του Κοροβίνη αντιμετωπίζει ένα σοβαρό πρόβλημα δραματοποίησης: οι άπειρες πληροφορίες και παραπομπές της δεν καταφέρνουν να μετατραπούν σε μυθιστορηματικά δρώμενα όχι εξαιτίας του όγκου τους αλλά επειδή η μυθοπλασία λειτουργεί προσχηματικά. Οι καταστάσεις που ζει η Μαρίκα επικολλώνται απλώς στο πληροφοριακό υλικό, αδυνατώντας να το ρευστοποιήσουν και να του προσδώσουν ενεργό μορφή.
Στο μυθιστόρημα πόλης, αν αυτό έχει επιδιώξει να γράψει ο Κοροβίνης, η πόλη συμμετέχει ως ζωντανός οργανισμός στον μύθο και παράγει τα γεγονότα του ακόμη και αν θα πρέπει να υπερβεί τα πρόσωπα και την πλοκή. Στο ‘55 η πόλη μοιάζει πιο πολύ με εθνογραφικό και λαογραφικό αρχείο που επείγεται να επιδείξει τις πλούσιες συλλογές του. Μια τέτοια λογική δεν θα αφήσει ανεπηρέαστο και το δυναμικότερο στοιχείο του βιβλίου, που είναι ο χαρακτήρας της Μαρίκας: ένας χαρακτήρας του οποίου ο λόγος αποκτά πολύ συχνά το ύφος πολιτιστικού οδηγού.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ