Το βιβλίο συνιστά ένα «λογοτεχνικό αποτύπωμα της ελληνικής επικαιρότητας» η οποία μετά από αρκετές δεκαετίες έπαψε να είναι τόσο στατική και προβλέψιμη υπό τους δυσμενέστερους όμως όρους. Σε αυτά τα διηγήματα πρωταγωνιστούν η συντριβή, η νέα μεγάλη ανασφάλεια που σαρώνει τις βεβαιότητες και κάποια ελπίδα εν απογνώσει.
Ο Χρήστος Αστερίου στο διήγημα «Μόνος» ασχολείται με τον μεγαλοπιασμένο κρατικό λειτουργό Κώστα Φωσκαρίνη που προκαλεί την οργή και τον οίκτο. Με χρήματα ευρωπαϊκών προγραμμάτων στήριξης ροκανίζει τον δημόσιο πλούτο μετατρέποντας σταδιακά το μικρό χωριό καταγωγής του σε μνημείο της νεοπλουτίστικης μεγαλομανίας του.
Στο διήγημα «Αγίου Νικολάου και Καραϊσκάκη γωνία» η Ελένη Γιαννακάκη μας μεταφέρει στην Πάτρα όπου κάθε ημέρα όλο και κάποιος «την πέφτει» – αυτοκτονεί δηλαδή με μια βουτιά στο κενό. Η ασφυκτική ανασφάλεια της τρίτης ηλικίας αποτυπώνεται μέσα από την οικονομική δυσπραγία και την αγωνία ενός ζευγαριού υπερήλικων συνταξιούχων.
Την πραγματική ιστορία του Ταρίκ, ενός κούρδου πολιτικού πρόσφυγα από το Ιράκ, μεταγράφει ανεπιτήδευτα ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης στο διήγημά του «Ο ξένος που έφυγε». Από την Τουρκία θαλασσοδέρνεται ως την Ελλάδα και καταλήγει εν τέλει, για καλή του τύχη, στη Φινλανδία με πλαστό αιγυπτιακό διαβατήριο.
Στα «Ξένα ρούχα» ο Σωτήρης Δημητρίου αναπολεί τα παιδικά του χρόνια στη Θεσπρωτία και περιγράφει την προϊούσα «ερημία» της ελληνικής επαρχίας όπου «σαν κάτι να περιμένουν οι άνθρωποι αόριστο, μακρινό και είναι σε μια μορφή παθητικής επιφυλακής∙ εσωστραμμένοι, κατηφείς. Δεν έχουν πια ευχαριστημό».
Ο Κώστας Κατσουλάρης με το «Το ελληνικό αίνιγμα» διερωτάται αν η κοινωνία μπορεί να αλλάξει και επιστρατεύει ένα μάλλον αισιόδοξο σενάριο. Μια χούφτα ανθρώπων στο Ναύπλιο παθαίνει μια κρίση εξομολογητικής διάθεσης. Η σκληρή δημόσια αυτοκριτική μετατρέπεται σε κίνημα δυναμικό που προοδευτικά εξαπλώνεται σαν «τελετουργικός εξαγνισμός» σε ολόκληρη την χώρα.
Η Λένα Κιτσοπούλου στο «Εχε γεια, καημένε Κώστα» αφηγείται την ιστορία ενός άνεργου πολιτικού μηχανικού με «τίτλους Πολυτεχνείου και ντοκτορά στην Αγγλία» που αργοσβήνει κλεισμένος στο διαμέρισμά του, καταναλώνοντας τα τελευταία πακέτα μακαρόνια (με σάλτσα ντομάτας) της ζωής του.
Ο Μιχάλης Μοδινός στο διήγημα «Οι φίλοι του βουνού και λόγγου» περιγράφει πώς η περιλάλητη πράσινη ανάπτυξη ενσωματώθηκε στο σύστημα της «τοπικής δομικής ανηθικότητας» όπου η επίκληση του περιβάλλοντος καλύπτει ιδιοτελή κίνητρα.
Στο διήγημα «Εμείς ζεσταινόμαστε με σάμπα» ο Χρήστος Οικονόμου αφηγείται την ιστορία ενός «ξενομπάτη» ραδιοφωνικού παραγωγού που για λογαριασμό του Αρχιπέλαγος FM παίρνει συνέντευξη από έναν μυθικό κιθαρίστα της δεκαετίας του 1960. Μέσα σε ένα μίζερο και κάπως αλληγορικό σκηνικό θα αναδυθεί μια στιγμή φωτεινής τρυφερότητας με τον χορό να αντιπαλεύει το κρύο.
Ο «Καπετάν Φασαρίας» της Κάλλιας Παπαδάκη είναι η θλιβερή ιστορία της σαραντάρας Σοφίας Καλλέργη που βάζει λουκέτο στο ψιλικατζίδικό της, χάνει το υποθηκευμένο σπίτι της και μένει στον δρόμο με ένα λάπτοπ αγκαλιά.
Η Ερση Σωτηροπούλου στο «Ελάτε στο γραφείο μου» εξιστορεί την αποτυχημένη προσπάθεια μιας γυναίκας να βγει πρόωρα (και δια της πλαγίας) στη σύνταξη ενώ η Σώτη Τριανταφύλλου στο «Voodoo Child» ασχολείται με το τέλος μιας περίεργης σχέσης λόγω ανωτέρας πολιτισμικής βίας, ανάμεσα στην σουρτούκω κομμώτρια Δήμητρα και έναν μαρμαρά από το Μπενίν της Δυτικής Αφρικής τον οποίο ταλαιπωρούν οι ηθικοί ενδοιασμοί.
Ο Χρήστος Χρυσόπουλος στην «Επιστροφή» για μια ακόμη φορά εντάσσει αισθητικά την κρίση στο συγγραφικό του πρόγραμμα και γράφει για τις «αθηναϊκές πλατείες που μοιάζουν με δωμάτια» αστέγων, τη «διαλεκτική σχέση» ανάμεσα σε έναν περιπατητή και μια γυναίκα στο μπαλκόνι, τις βόλτες που έχουν πια «την αύρα της απογοήτευσης».