ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη, _ : χωρίς άποψη
«Τα μυθικά πλάσματα του Νότου («Beasts of the southern wild», ΗΠΑ, 2012) του Μπεν Ζέιτλιν, με τους Κουβένζανε Γουάλις και Ντουάιτ Χένρι.
Απίστευτο κι όμως αληθινό! Η αμερικανική έκπληξη των εφετινών υποψηφιοτήτων των Οσκαρ είναι μια ταινία που καταφέρνει να αντλήσει ποίηση μέσα από τα σκουπίδια! Στην κυριολεξία. Ακόμη και ο τίτλος, «Τα μυθικά πλάσματα του Νότου», έχει μια ποιητική απόχρωση. Πρωτοεμφανιζόμενος ο σκηνοθέτης Μπεν Ζέιτλιν, έφτιαξε μια σκληρή, πληθωρική και συγχρόνως τρυφερή, λυρική ιστορία ενηλικίωσης. Κεντρικό πρόσωπο ένα εξάχρονο κορίτσι, η Hushpuppy, η αφήγηση του οποίου συνοδεύει όλες τις εικόνες της ταινίας. Μαζί με τον πατέρα της, η Hushpuppy ανήκει σε μια κοινότητα που ζει απομονωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο σε μια ξεχασμένη από τον Θεό περιοχή με το παρατσούκλι Bathtub, δηλαδή Μπανιέρα (το μέρος δεν διευκρινίζεται ποτέ, αν και το φιλμ γυρίστηκε σε περιοχές της Λουιζιάνας κοντά στη Νέα Ορλεάνη).
Οι άνθρωποι αυτής της κοινότητας ζουν σαν πρωτόγονοι εκεί όπου «έφτιαξαν έναν τοίχο που μας έχει κόψει από τον κόσμο», όπως λέει το ίδιο το κορίτσι. Αναζητούν μόνοι τους τροφή και το σήμερα είναι το μόνο που τους απασχολεί. Διαρκής όμως η απειλή τού αινιγματικού αύριο. «Κάποια μέρα δεν θα υπάρχει Bathtub» λέει η Hushpuppy «παρά μόνο νερό. Αλλά εγώ και ο μπαμπάς μου εδώ μένουμε!». Το εδώ σημαίνει ανάμεσα στα σκυλιά, τα ψάρια, τα πουλιά, τα γουρούνια και τις κότες. Σε ετοιμόρροπα καλύβια – εστίες μολύνσεως. Παντού κίνδυνοι, φόβος στην έκθεση μπροστά στις διαστροφές της Φύσης. Μια καταιγίδα είναι αρκετή για να διαλύσει τα πάντα στην περιοχή. Εκεί γύρω υπάρχουν και τα άγρια ζώα, τα βουβάλια, «τόσο άγρια που τρώνε τη μαμά και τον μπαμπά τους!». Γι’ αυτό και μπροστά τους δεν πρέπει ποτέ να κλαις. Γιατί τα άγρια ζώα καταλαβαίνουν τον φόβο του άλλου. Η καταπολέμηση του φόβου της μικρής Hushpuppy είναι ο πυρήνας της ταινίας.
Οι κάτοικοι της Μπανιέρας επιμένουν να ζουν εκεί γιατί αγαπούν αυτόν τον τρόπο ζωής. Τους αρέσει που είναι ελεύθεροι, χωρίς κανέναν πάνω από το κεφάλι τους. Τρώνε και χορεύουν και παίζουν μουσική και διασκεδάζουν. Η Μπανιέρα άλλωστε είναι το μέρος που έχει «τις περισσότερες διακοπές και τις περισσότερες γιορτές από κάθε άλλο στον κόσμο!» όπως λέει η Hushpuppy.
Ο τρόπος με τον οποίο ο Μπεν Ζέιτλιν μετατρέπει σε εικόνες τον ψυχισμό του παιδιού είναι κυριολεκτικά πρωτοφανής. Τα «Μυθικά πλάσματα του Νότου» είναι ό,τι πιο κοντινό έχει υπάρξει ποτέ ανάμεσα σε παραμύθι και ντοκυμαντέρ. Σε αυτό το σημείο συμβάλλει βεβαίως η αφήγηση της Hushpuppy, μια τεράστια αποκάλυψη σε ένα τόσο δα σωματάκι. Το πραγματικό όνομά της είναι Κουβένζανε Γουάλις, κατάγεται από τις Ονδούρες και χωρίς καμία προηγούμενη εμπειρία σε οποιαδήποτε μορφή θεάματος κατάφερε να φτάσει στην πεντάδα των υποψηφίων του Οσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου. Δικαιότατα!
Είτε όταν μιλάει με το «φάντασμα» της μαμάς της είτε όταν τσακώνεται με τον ασθενικό πατέρα της, τον οποίο υποδύεται ο επίσης ερασιτέχνης Ντουάιτ Χένρι, η εξάχρονη Γουόλις σε κερδίζει. Το ίδιο συμβαίνει όμως και με τον Χένρι. Ο Χένρι είχε έναν φούρνο απέναντι από τα γραφεία της κινηματογραφικής εταιρείας Court 13, στον οποίο η εταιρεία έβαζε αγγελίες αναζητώντας ηθοποιούς. Τελικά ο Ζέιτλιν επέλεξε αυτόν. Και πέτυχε διάνα.
Βαθμολογία: 4
Αίθουσες: ΙΝΤΕΑΛ – ΓΑΛΑΞΙΑΣ – ΑΒΑΝΑ – ΙΛΙΟΝ – VILLAGE MALL – VILLAGE ΦΑΛΗΡΟ – ΑΘΗΝΑΙΟΝ CINEPOLIS, ΓΛΥΦΑΔΑ
——————————————————–
«Χίτσκοκ» («Hitchcock», ΗΠΑ, 2012) του Σάσα Γκερβάσι, με τους Αντονι Χόπκινς, Ελεν Μίρεν, Σκάρλετ Τζοχάνσον, Τόνι Κολέτ, Τζέσικα Μπιλ.
Ιδιοφυής αλλά και ανασφαλής, εργατικός αλλά και ματαιόδοξος, δημιουργός από τους λίγους που κατάφεραν να αφήσουν τόσο έντονο το αποτύπωμά τους στο σινεμά, ο Αλφρεντ Χίτσκοκ (1899-1981) παραμένει ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους σκηνοθέτες του κόσμου.
Με το ολοστρόγγυλο, «βαρελίσιο» παρουσιαστικό του, τη φαλάκρα, τα προγούλια, το πούρο και τον αργό αλλά θανατηφόρο τρόπο ομιλίας του, από τον οποίο δεν έλειπε ποτέ το χιούμορ, ο Χίτσκοκ μπορούσε πάντα να κλέβει την παράσταση, είτε στα πλατό των ταινιών του είτε στις δημόσιες εμφανίσεις του. Στο σπίτι του, όμως, όπως η ταινία του Σάσα Γκερβάσι μάς αποκαλύπτει, κρεμόταν από τα χείλη και τα φουστάνια της συζύγου του, της Αλμα Ρεβίλ Χίτσκοκ, με την οποία –διόλου τυχαία –παρέμεινε παντρεμένος από το 1926 ως τον θάνατό του.
Μοιρασμένη κυρίως ανάμεσα σε αυτούς τους δύο χώρους, το πλατό της Universal και το σπίτι των Χίτσκοκ στο Λος Αντζελες, η ταινία του Γκερβάσι από τη μία πλευρά ενθουσιάζει κάθε φαν του σκηνοθέτη με τις δεκάδες trivia λεπτομέρειές της και από την άλλη προκαλεί σκέψεις για την ιδιότυπη φύση του Χίτσκοκ, όπως είχε καταφέρει να κάνει το «Hitchcock: The dark side of a genius», η διάσημη βιογραφία του Ντόναλντ Σπότο για τον σκηνοθέτη.
Το φιλμ επισημαίνει τη δυσκολία του χαρακτήρα του, τις εμμονές, τα πείσματα, την ανασφάλεια, τη λαιμαργία, το βιτριολικό αλλά και συχνά παρεξηγήσιμο χιούμορ του. Το θέμα εδώ είναι η ανάλαφρα ειπωμένη σκοτεινή πλευρά του σκηνοθέτη, τον οποίο υποδύεται ο Αντονι Χόπκινς κάτω από ένα μέικαπ που, ενώ αδικεί και τον ίδιο και τον Χίτσκοκ, δεν επηρεάζει την ερμηνεία του ηθοποιού. Ειδικά η ομιλία του ως Χίτσκοκ είναι άριστη.
Η περίοδος που τοποθετείται ο «Χίτσκοκ» είναι συγκεκριμένη: αρχές της δεκαετίας του 1960, τότε που ο Χίτσκοκ προσπαθούσε να βρει το υλικό που θα τον έβαζε ξανά στον χάρτη των μεγάλων κινηματογραφικών δημιουργών. Η τηλεόραση και η σειρά «Alfred Hitchcock presents» τον είχε κουράσει εγκλωβίζοντάς τον σε κάτι που πλέον δεν ήθελε. «Με έβαλαν στο φέρετρο και σιγά σιγά το καρφώνουν» λέει κάποια στιγμή ο ίδιος. Δεν ήθελε επίσης αυτό που όλοι επέμεναν να ξανακάνει: μια ταινία σαν την τελευταία του πριν από τη σειρά, δηλαδή το «Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων», μια τεράστια επιτυχία.
Αυτό που ο Χίτσκοκ ήθελε ήταν κάτι «φρέσκο και δυσάρεστο» («fresh and nasty»), όπως ο ίδιος το αποκαλούσε. Κάτι που θα του θύμιζε την εποχή της νιότης του, τότε που, όπως λέει στη γυναίκα του (η οποία ήταν σπουδαία μοντέρ και αρχικώς προϊσταμένη του), «ρισκάραμε και αναζητούσαμε ευφάνταστους τρόπους για να κάνουμε κινηματογράφο». Τελικά το υλικό που αναζητούσε το βρήκε στο μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Μπλοχ «Ψυχώ», την ιστορία ενός ξενοδόχου που είναι δολοφόνος κατ’ εξακολούθηση με διπλή προσωπικότητα. Και μαζί του βρήκε την άρνηση από τους πάντες. Κανείς δεν ήθελε το «Ψυχώ», από τα μεγάλα κεφάλια της Universal ως την πιστότερη σύμβουλό του, την Αλμα, η οποία όμως τελικά του έδωσε τις καλύτερες συμβουλές.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κινείται η ταινία. Ο σκηνοθέτης και ο άνθρωπος, ο ηγεμόνας και ο δούλος, ο ευφάνταστος καλλιτέχνης αλλά και ο αδύναμος χαρακτήρας που καταδιωκόταν από τους δαίμονές του. Βλέπουμε πόσο πολύ ήταν επηρεασμένος ο Χίτσκοκ από το πραγματικό περιστατικό του κατά συρροήν δολοφόνου Εντ Γκέινς που είχε εμπνεύσει τον Μπλοχ στο «Ψυχώ». Η ταινία αφήνει υπόνοιες ότι ο Χίτσκοκ χρησιμοποίησε την κρυφή ομοφυλοφιλία του πρωταγωνιστή του Αντονι Πέρκινς (ο οποίος επίσης είχε θέματα με τη μητέρα του) προκειμένου ο τελευταίος να βγάλει καλύτερα τον ρόλο που εν τέλει θα σημάδευε για πάντα την καριέρα του.
Επιτυχία όμως του Γκερβάσι (του σεναριογράφου στο «The terminal» του Στίβεν Σπίλμπεργκ, εδώ στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του) είναι και ο ιδιαίτερος χειρισμός της γενικότερης σχέσης του Χίτσκοκ με το αδύναμο φύλο. «Γιατί όλες με προδίδουν στο τέλος;» αναρωτιέται για τις σπουδαίες ντάμες που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο έφυγαν από το πλευρό του (Ινγκριντ Μπέργκμαν, Γκρέις Κέλι). Η σκηνή όπου η έξοχη Ελεν Μίρεν στον ρόλο της Αλμα ξεσπά απέναντί του είναι μία από τις καλύτερες της ταινίας, ενώ, χωρίς να κάνει κάτι το ιδιαίτερο, ευχάριστη είναι και η παρουσία της Σκάρλετ Τζοχάνσον στον ρόλο της πρωταγωνίστριας του «Ψυχώ» Τζάνετ Λι.
Πάνω απ’ όλα όμως ο «Χίτσκοκ» με κέρδισε γιατί λέει την αλήθεια: ακόμη και οι καλλιτέχνες της αξίας ενός Αλφρεντ Χίτσκοκ χρειάζεται να καταθέσουν τεράστια ψυχικά αποθέματα αλλά και χρήματα από την τσέπη τους προκειμένου να υλοποιήσουν το όραμά τους.
Βαθμολογία: 3
Αίθουσες: ΑΕΛΛΩ – ΝΙΡΒΑΝΑ – ΚΗΦΙΣΙΑ – ΠΤΙ ΠΑΛΑΙ – ΝΑΝΑ – ODEON KOSMOPOLIS, ΜΑΡΟΥΣΙ – ODEON STARCITY, ΣΥΓΓΡΟΥ – STER ΙΛΙΟΝ – VILLAGE MALL – VILLAGE ΦΑΛΗΡΟ VILLAGE ΡΕΝΤΗ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ODEON ΠΛΑΤΕΙΑ – STER ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ – VILLAGE COSMOS
———————————————————————————————————————-
«Φιλιά εις τα παιδιά» (Ελλάδα, 2012), ντοκυμαντέρ του Βασίλη Λουλέ
Στην αρχή του τελευταίου ντοκυμαντέρ του Βασίλη Λουλέ μια ηλικιωμένη γυναίκα κοιτάζει την παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία ενός μικρού παιδιού το οποίο αντικρίζει τον φακό λίγο προτού το βάλουν μέσα σε ένα φορτηγό. Η ανάμνηση της φωτογραφίας είναι δυσάρεστη για τη γυναίκα. Γιατί το φορτηγό ήταν ένα από τα πολλά οχήματα τα οποία κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής γέμιζαν με έλληνες εβραίους διαφόρων πόλεων της χώρας μας με προορισμό τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία και στην Πολωνία. Η γυναίκα που κοιτάζει σήμερα τη φωτογραφία έχει ζήσει από πολύ κοντά αυτή την ιστορία: η ίδια ήταν ένα από τα παιδιά που κατάφεραν να γλιτώσουν επειδή κάποιοι χριστιανοί έλληνες τους πρόσφεραν κατάλυμα. Τα έσωσαν κυριολεκτικά από του Χάρου τα δόντια ρισκάροντας τη δική τους ασφάλεια.
Πέντε από αυτά τα «κρυμμένα παιδιά» που γλίτωσαν στο παρά πέντε και συνέχισαν τη ζωή τους με αποτέλεσμα σήμερα να είναι μεγάλοι άνθρωποι θυμούνται μπροστά στον φακό του Λουλέ τον εφιάλτη που στιγμάτισε για πάντα τη ζωή τους. Είναι οι Σήφης Βεντούρας, Ροζίνα Πάρδο (νυν Ασσέρ), Μάριος Σούσης, Ευτυχία Ναχμία (νυν Νάχμαν) και Σέλλυ Κοέν (νυν Κούνιο).
Η αναδρομή στο παρελθόν. Οι βομβαρδισμοί. Η εισβολή των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη το 1941. Το γκέτο των Ισραηλιτών που άρχισε να δημιουργείται έναν χρόνο αργότερα. Το μπίκο, ένα παιδικό παιχνίδι με τενεκέδες πολύ δημοφιλές εκείνη την εποχή, έδωσε απότομα τη θέση του στην αγωνία για την επιβίωση και στις κονκάρδες του κίτρινου άστρου στο πέτο του σακακιού. Η δήλωση των περιουσιών ως και το τελευταίο πανί. Ενα από τα κορίτσια σκέφτηκε ότι ο μόνος τρόπος για να σώσει την αγαπημένη κούκλα της (που επίσης έπρεπε να δηλωθεί) ήταν να τη δώσει σε μια φίλη της χριστιανή. Οντως έτσι την έσωσε. Αργότερα ακολούθησαν οι θηριωδίες των ναζιστών και μαζί τους η ηρωική στάση κάποιων ελλήνων χριστιανών που έσωσαν εβραιόπουλα παίρνοντάς τα υπό την προστασία τους. Σε αυτούς είναι αφιερωμένη η ταινία. Αλλαξαν τα ονόματα στα παιδιά, εκείνα όμως, ακριβώς επειδή ήταν παιδιά, συχνά κινδύνευσαν να προδοθούν.
Οι μαρτυρίες τους συγκλονίζουν και ο σκηνοθέτης χτίζει ως και σασπένς μέσα από την αφήγηση των ανθρώπων. Οι ουλές που άφησε η φρίκη και θα μείνουν για πάντα χαραγμένες στην ψυχή αυτών των ανθρώπων μετατρέπονται σε ζωντανές εικόνες, χωρίς ποτέ η ταινία να γλιστρά στην παγίδα του λαϊκισμού. Αντιθέτως, οι άνθρωποι αυτοί σε σκλαβώνουν με την αξιοπρέπεια και την ανθρωπιά τους. Σε συνδυασμό με το σπάνιο αρχειακό υλικό που συγκέντρωσε ο Λουλές, το αποτέλεσμα είναι ένα σπάνιο τεκμήριο που απλώς και μόνο για ιστορικούς λόγους οφείλει κανείς να έχει υπόψη του.
Βαθμολογία: 3
Αίθουσα: ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ
>> Η τεράστια επιτυχία της ταινίας «Η αρπαγή» αλλά και της μετριότατης συνέχειάς της που είδαμε πέρυσι δεν μπορούσε παρά να σημάνει τη δημιουργία ανάλογων ταινιών που με αμερικανικά χρήματα γυρίζονται σε ευρωπαϊκές πόλεις, χωρίς όμως να έχουν το ίδιο εκτόπισμα. Αντιθέτως, μοιάζουν με… κακά αντίγραφα, όπως ακριβώς συμβαίνει με τον «Κυνηγημένο» («The expatriate», ΗΠΑ, 2012) του Φίλιπ Στολτζλ, με τον Ααρον Εκχαρτ σε ρόλο πρώην πράκτορα της CIA ο οποίος βλέπει τη ζωή του να γκρεμίζεται από τη μία στιγμή στην άλλη όταν ένα ωραίο πρωινό η εταιρεία ασφαλείας όπου εργάζεται ως ιδιώτης στο Βέλγιο… εξαφανίζεται! Ο Εκχαρτ αντιλαμβάνεται ότι έχει πέσει θύμα εξαπάτησης της παλιάς υπηρεσίας του και σύντομα ξαναβάζει σε λειτουργία τα θανάσιμα γρανάζια του (πρώην «Μαύρες Επιχειρήσεις», βλέπετε). Μαζί με την κόρη του, θα προσπαθήσει να βρει την άκρη σε μια ταινία που περισσότερο τη χαζεύεις παρά την παρακολουθείς. Περιέργως το πιο ενδιαφέρον πρόσωπο της ταινίας είναι το παγωμένο της Ολγκα Κουριένκο σε ρόλο «killer» πράκτορα της CIA.
Βαθμολογία: 2
Αίθουσες: ΑΕΛΛΩ – ΑΘΗΝΑΙΟΝ CINEPOLIS, ΓΛΥΦΑΔΑ – ODEON ΚΟSΜΟPΟLΙΣ, ΜΑΡΟΥΣΙ – ODEON STARCITY – STER ΙΛΙΟΝ – VILLAGE ΡΕΝΤΗ – VILLAGE MALL – VILLAGE ΠΑΓΚΡΑΤΙ – VILLAGE AΤΗΕΝS METRO MALL – ΝΑΝΑ – ΒΑΡΚΙΖΑ – ΕΛΛΗΝΙΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ STER CENTURY – VILLAGE COSMOS
>> Περίμενα πώς και πώς να δω την κινηματογραφική επιστροφή του Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ σε πρωταγωνιστικό ρόλο μετά τη θητεία του ως κυβερνήτη της Καλιφόρνιας στο «Μη μου χαλάς τη μέρα» («The last stand», ΗΠΑ, 2013) του Τζι Γουν Κιμ. Για κάποιους λόγους όμως δεν έγινε δημοσιογραφική προβολή, επομένως αναγκάζομαι να περιοριστώ στα ελάχιστα για την ταινία. Στον ρόλο του σερίφη μιας πόλης στα σύνορα Αμερικής – Μεξικού ο γερο-Σβαρτσενέγκερ προσπαθεί να σταματήσει τη δράση ενός εμπόρου ναρκωτικών, γεγονός που αμέσως μας δίνει ιδέα για το τι πάνω-κάτω θα πρέπει κανείς να περιμένει.
Αίθουσες: ODEON KOSMOPOLIS, MΑΡΟΥΣΙ – ODEON STARCITY – STER ΙΛΙΟΝ – VILLAGE MALL – VILLAGE ΠΑΓΚΡΑΤΙ – VILLAGE ΦΑΛΗΡΟ – VILLAGE ΡΕΝΤΗ – VILLAGE METRO MALL, ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ODEON ΠΛΑΤΕΙΑ – STER ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ – VILLAGE COSMOS