ΤΟ ΒΗΜΑ –ΤΗΕ PROJECT SYNDICATE
Το ενδιαφέρον για τις οικονομικές πολιτικές των μικρών χωρών συνήθως περιορίζεται σε έναν περιορισμένο αριθμό ειδικών. Υπάρχουν όμως εποχές στις οποίες οι εμπειρίες των μικρών χωρών ερμηνεύονται σε ολόκληρο τον κόσμο ως απόδειξη ότι μια συγκεκριμένη προσέγγιση πολιτικής αποδίδει καλύτερα.
Στις μέρες μας, η Ελλάδα, οι Βαλτικές χώρες και η Ισλανδία συχνά αναφέρονται στο πλαίσιο επιχειρημάτων υπέρ ή κατά της λιτότητας. Για παράδειγμα, ο νομπελίστας οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι το ΑΕΠ της Λετονίας παραμένει 10% κάτω από τα προ κρίσης επίπεδα δείχνει ότι η προσέγγιση της αντιμετώπισης της ύφεσης μέσω της λιτότητας δεν λειτουργεί και ότι η Ισλανδία η οποία δεν έχει υποβληθεί σε έξωθεν επιβεβλημένη λιτότητα και υποτίμησε το νόμισμά της, μοιάζει να τα πηγαίνει πολύ καλύτερα. Άλλοι, ωστόσο σημειώνουν ότι η Εσθονία που ακολούθησε σκληρή λιτότητα στην αρχή της κρίσης, απέφυγε μια χρηματοπιστωτική κρίση και τώρα εμφανίζει σημαντική ανάπτυξη, ενώ η Ελλάδα, η οποία καθυστέρησε την δημοσιονομική της προσαρμογή υπερβολικά, βίωσε μία βαθιά κρίση και παραμένει βαλτωμένη στην ύφεση.
Και οι δύο πλευρές σε αυτές τις διαμάχες συνήθως αποφεύγουν να αναφέρουν τα βασικά στοιχεία της ιδιοσυγκρασίας και τις ιδιαίτερες συνθήκες πυροδότησης της κρίσης που κάνουν ανούσιες τις απευθείας συγκρίσεις.
Για αρχή, η Λετονία, όπως και οι άλλες Βαλτικές χώρες είχε ένα τεράστιο τρέχον έλλειμμα όταν ξεκίνησε η κρίση. Αυτό σημαίνει ότι τα προ-κρίσης επίπεδα του ΑΕΠ απλώς δεν ήταν βιώσιμα, καθώς απαιτούσε εισροές κεφαλαίων επιπλέον του 20% του ΑΕΠ για να χρηματοδοτήσει την κατανάλωση και την καταναλωτική φούσκα. Συνεπώς όταν οι εισροές σταμάτησαν ενώπιον της χρηματοπιστωτικής κρίσης, κατέστη αναπόφευκτο να συνθλιβεί το ΑΕΠ σε διψήφια ποσοστά. Υπ΄αυτή την οπτική, δεν προκαλεί καμία έκπληξη που το ΑΕΠ της Λετονίας είναι ακόμη κατά 10% μικρότερο της προ-κρίσης εποχής.
Οποιαδήποτε σύγκριση των Βαλτικών κρατών με την Μεγάλη Ύφεση (ή τις ΗΠΑ σήμερα) είναι ομοίως ανούσια. Οι Βαλτικές χώρες έπρεπε απλώς να προσαρμοστούν σε μια ξαφνική παύση της εξωτερικής χρηματοδότησης. Δεν ήταν αυτό το πρόβλημα των ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του 1930 ούτε και σήμερα.
Ένας καλύτερος τρόπος να προσαρμόσουμε την μετά την κρίση απόδοση είναι να κοιτάξουμε το κενό μεταξύ πραγματικού ΑΕΠ και δυνητικού ΑΕΠ. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το ΑΕΠ της Λετονίας ήταν σχεδόν 14% πάνω από το δυνητικό στην κορυφή της φούσκας, έπειτα έπεσε στο 10% κάτω του δυνητικού όταν έσπασε η φούσκα. Η ανάκαμψη παρόλα αυτά, ήταν εξίσου γρήγορη, με το ΑΕΠ να βρίσκεται τώρα στο δυνητικό όριο.
Μήπως η Ισλανδία αποτελεί παράδειγμα; Άλλωστε το ΑΕΠ της έπεσε πολύ λιγότερο, αν και εμφάνιζε ομοίως μεγάλα τρέχοντα ελλείμματα πριν από την κρίση –και απέκτησε πολύ μεγαλύτερα δημοσιονομικά ελλείμματα για πολύ περισσότερο. Σε αντίθεση με τη Λετονία, η Ισλανδία άφησε το νόμισμά της να υποτιμηθεί σημαντικά. Όμως η υποτίμηση ήταν πολύ λιγότερο σημαντική για την οικονομία από ό,τι υποτέθηκε εξαρχής. Ενώ οι εξαγωγές πράγματι είχαν καλές επιδόσεις, οι κύριες εξαγωγές της Ισλανδίας προέρχονται από φυσικούς πόρους (ψάρια και αλουμίνιο).
Επίσης η Ισλανδία δεν αποτελεί πρότυπο ότι η αποφυγή λιτότητας λειτουργεί. Σε μικρές, ανοιχτές οικονομίες, τα υψηλότερα ελλείμματα είναι απίθανο να διατηρήσουν σε βιώσιμα επίπεδα την εγχώρια παραγωγή, διότι τα περισσότερα επιπλέον έξοδα πηγαίνουν στις εισαγωγές. Συνεπώς δεν αποτελεί έκπληξη ότι παρά την υποτίμηση του νομίσματός της, η Ισλανδία συνεχίζει να εμφανίζει υψηλό τρέχον έλλειμμα, προσθέτοντας στο ήδη μεγάλο ξένο χρέος.
Όταν επιχειρεί κανείς να συνάγει επιχειρήματα από την εμπειρία των μικρών χωρών που μερικές φορές διαθέτουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, θα πρέπει να είναι προσεκτικός. Το μόνο συμπέρασμα που φαίνεται να ισχύει γενικά είναι ότι η σκληρή λιτότητα δεν επιτρέπει σε κάποιον να αποφύγει το πρόβλημα του να επιτύχει τόσο δημοσιονομική βιωσιμότητα όσο και δυνατότητα ομαλού εξωτερικού δανεισμού.
Ο Ντάνιελ Γκρος είναι οικονομολόγος, διευθυντής του Centre for European Policy Studies