Ενας γεροδεμένος νεαρός με μαύρο δέρμα, γύρω στα δύο μέτρα, ετοιμάζεται να κατηφορίσει τις σκάλες στον σταθμό του μετρό στα Σεπόλια. Φορώντας αθλητική μπλούζα με κουκούλα και έχοντας «καρφωμένα» στα αφτιά του τα ακουστικά αντιλαμβάνεται την παρουσία ενός ένστολου αστυνομικού. «Your papers, please» («Τα χαρτιά σας, παρακαλώ») αναφωνεί το όργανο της τάξης, αλλά η απάντηση του πιτσιρικά, που έχει μόλις απελευθερωθεί από τον δυνατό ήχο της μουσικής, είναι αποστομωτική: «Ελληνας είμαι. Πηγαίνω στην προπόνηση». Ακολουθούν στιγμές αμηχανίας, ο αστυνομικός απολογείται και απομακρύνεται… «Ξεφυλλίζοντας» το βιβλίο της 20χρονης ζωής του για λογαριασμό του «Βήματος» ο μπασκετμπολίστας του πρωτοπόρου στην Α2 Φιλαθλητικού Θανάσης Αντετοκούμπο διαπιστώνει πως έχει κι άλλες, «ευτυχώς όχι πολλές», όπως λέει ο ίδιος, ανάλογα δυσάρεστες ιστορίες που θα μπορούσε να διηγηθεί. «Είχα πάει να ψωνίσω σε ένα κατάστημα ρούχων και αφού ρώτησα την τιμή ενός προϊόντος, η πωλήτρια με κοίταξε τόσο περίεργα και υποτιμητικά, ώστε με έκανε να το αφήσω κάτω και να φύγω. Αν είσαι έξυπνος άνθρωπος και βλέπεις τέτοιου είδους μικροπρεπείς συμπεριφορές, δεν αντιδράς. Ούτε καν ασχολείσαι. Σηκώνεσαι και φεύγεις» λέει ο δευτερότοκος γιος μιας οικογένειας της οποίας οι νεαροί γονείς αποφάσισαν να αφήσουν τα σύνορα της Νιγηρίας και μετά την περιπλάνησή τους σε αρκετές χώρες (Ολλανδία, Τουρκία κ.α.), λόγω της ενασχόλησης του πατέρα με το ποδόσφαιρο, να εγκατασταθούν στην Ελλάδα πριν από περίπου 23-24 χρόνια.
Το όνειρο της Εθνικής
Το πρόβλημα για τον Θανάση και τα τρία από τα τέσσερα αδέλφια του, τον 18χρονο (ύψους 2,06 μ.) Γιάννη, συμπαίκτη του στον Φιλαθλητικό, ο οποίος πρόσφατα υπέγραψε τετραετές συμβόλαιο στην ισπανική Σαραγόσα, τον 15χρονο Κώστα, που αγωνίζεται στην παιδική ομάδα του συλλόγου, και τον 11χρονο Αλέξη, ο οποίος κάνει τους γιατρούς να στοιχηματίζουν ότι θα ξεπεράσει τα 210 εκατοστά, είναι ότι δεν έχουν την ελληνική υπηκοότητα, παρά μόνο την άδεια παραμονής, που τους επιτρέπει να ζουν στην Ελλάδα, και το αθλητικό δελτίο, που τους παρέχει τη δυνατότητα να αγωνίζονται στα εθνικά πρωταθλήματα. «Εδώ και λίγες ημέρες απέκτησα και δίπλωμα οδήγησης» αυτοσαρκάζεται ο Θανάσης, ελπίζοντας «να καρποφορήσουν οι ενέργειες της Ελληνικής Ομοσπονδίας Καλαθοσφαίρισης, ώστε να πάρουμε επιτέλους την πολυπόθητη υπηκοότητα. Προσωπικά εμπιστεύομαι τους ανθρώπους και κάνω υπομονή» μας λέει ο Θανάσης διευκρινίζοντας ότι ο Φράνσις, ο πέμπτος και μεγαλύτερος αδελφός του (27 ετών), που έφτασε να αγωνίζεται στα ποδοσφαιρικά γήπεδα της Β’ Κατηγορίας Αγγλίας, δεν ζει στην Ελλάδα, αλλά στη γενέτειρα των γονιών του, στο Λάγος της Νιγηρίας.
Τι σημαίνει πρακτικά η έλλειψη της ελληνικής υπηκοότητας και κατ’ επέκταση του ελληνικού διαβατηρίου; «Δεν μπορώ να ταξιδέψω στο εξωτερικό, παρά μόνο να πάω στη Νιγηρία, να βγάλω εκεί το νιγηριανό διαβατήριο και έπειτα να μπορώ να ταξιδέψω όπου θέλω. Το θέμα όμως είναι να βγουν τα ελληνικά διαβατήριά μας. Αυτό θέλουμε. Πέρυσι είχα την ευκαιρία να παίξω στο εξωτερικό, αλλά αυτό θα προϋπέθετε την απόκτηση ξένης υπηκοότητας. Απέρριψα το ενδεχόμενο και εξακολουθώ να κάνω υπομονή. Ειλικρινά, δεν ξέρω ως πότε. Ηδη ο Γιάννης υπέγραψε στη Σαραγόσα και αν δουν ότι αξίζει για τις εθνικές ομάδες, είναι πιθανό να τον πιέσουν να βγάλει ισπανική υπηκοότητα. Αυτό όμως θα ήθελα να το γράψετε πολύ σεμνά, γιατί σε καμία περίπτωση δεν εκβιάζουμε καταστάσεις. Είμαστε Ελληνες, τέλος. Δεν μου πάει να παίξω σε άλλη εθνική ομάδα. Θέλω κάποια στιγμή, αν το αξίζω, να φορέσω τη φανέλα της Ελλάδας. Αισιοδοξώ ότι το πρόβλημα θα λυθεί, γιατί είναι κρίμα να έχεις γεννηθεί στην Ελλάδα, να είσαι Ελληνας και να μην μπορείς να παίξεις για τη χώρα σου» εκμυστηρεύεται με βλέμμα που βγάζει κεραυνούς ο Θανάσης, βάζοντας στοίχημα ότι «αν δεν μπορώ να παίξω σε μια μεγάλη ομάδα ως Ελληνας, θα γίνω τόσο καλός, ώστε μία από αυτές να με πάρει ως ξένο»…
Ετσι όπως περιέγραψε την κατάσταση του ιδίου και των τριών, μικρότερων αδελφών του, η απορία που είχαμε έμοιαζε τουλάχιστον εύλογη. «Αισθάνεσαι εγκλωβισμένος στην ίδια σου τη χώρα;» τον ρωτήσαμε, αλλά η απάντηση ήταν παραδόξως αρνητική: «Θα ένιωθα εγκλωβισμένος, αν δεν ήμουν στο σπίτι μου. Η έλλειψη της ελληνικής υπηκοότητας είναι ένα πρόβλημα, αλλά θα ήταν ακόμη μεγαλύτερο αν ζούσα σε μια άλλη χώρα, όχι στην πατρίδα μου, που είναι η Ελλάδα. Εδώ έχω μεγαλώσει, εδώ έχω φίλους, εδώ έχω ανθρώπους που με προσέχουν, αλλά κάποια στιγμή κουράζεσαι ψυχολογικά. Ολο αυτό με έχει φθείρει» εκμυστηρεύεται ο άσος του Φιλαθλητικού, ο οποίος έχει βαπτιστεί χριστιανός ορθόδοξος και πήρε το όνομα «Θανάσης» από τον έλληνα νονό του, χωρίς να έχει προβληματιστεί ποτέ για το γιατί.
Το κίνητρο της πείνας
Προβληματίζεται όμως για την κρίση αξιών που μαστίζει την Ελλάδα. «Μα αυτή τη στιγμή η Ελλάδα δεν υποφέρει μόνο από οικονομική κρίση αλλά και από κρίση αξιών. Ας ελπίσουμε ότι θα συνδράμουν όλοι, ώστε η ελληνική κοινωνία να περάσει και από αυτή τη δοκιμασία. Προσωπικά δεν νιώθω κρίση, γιατί εμείς το μόνο που γνωρίσαμε από παιδιά ήταν η ζωή μέσα σε μόνιμη κρίση. Ετσι μάθαμε και εγώ και ο αδελφός μου ο Γιάννης. Δεν λέω για τα μικρότερα αδέλφια μου, γιατί πλέον μπορούμε να τα συντηρήσουμε από τα χρήματα του μπάσκετ. Γι’ αυτό όμως είμαστε τόσο δεμένοι με τον Γιάννη. Ισως αυτό να το κατανοήσουν μόνον όσοι είχαν κάποτε άδειο ψυγείο, όπως ήταν το δικό μας, παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των γονιών μας. Το μόνο που δεν έκαναν για εμάς ήταν να πεθάνουν. Αυτή η πείνα όμως μας έχει βοηθήσει στον αθλητισμό, γιατί μετατρέπεται σε κίνητρο και φιλοδοξίες» υπερθεματίζει ο Θανάσης και θυμάται τον πατέρα του Τσαρλς να εργάζεται ως πριν από μερικά χρόνια σε σταθμό στάθμευσης αυτοκινήτων και τη μητέρα του Βερόνικα να φροντίζει ηλικιωμένες κυρίες σε σπίτια.
Οι άνθρωποι δίπλα μας
Οι «υπερήρωες», οι προπονητές, ο πρόεδρος και η «νονά»
Εκτός από τους γονείς του όμως, τους οποίους θαυμάζει και αποκαλεί «υπερήρωες», ο 20χρονος Αντετοκούμπο αισθάνεται την ανάγκη να μνημονεύσει και να ευχαριστήσει δημοσίως πέντε ανθρώπους: «Τον πρώτο προπονητή μας Σπύρο Βεληνιάτη, ο οποίος μας ανακάλυψε στα Σεπόλια όταν μοιράζαμε την ενέργειά μας μεταξύ ποδοσφαίρου και μπάσκετ και μας πήρε μαζί του στον Φιλαθλητικό. Τον προπονητή του εφηβικού τμήματος Γρηγόρη Μελά. Τον νυν προπονητή μας Τάκη Ζήβα, ο οποίος μας είδε σε έναν αγώνα της εφηβικής ομάδας με αντίπαλο τον Παναθηναϊκό και την επόμενη ημέρα μάς προβίβασε στο ανδρικό τμήμα. Τον πρόεδρο του Φιλαθλητικού κ. Γιάννη Σμυρλή, ο οποίος μας βοηθάει από την πρώτη στιγμή της ενασχόλησής μας με το μπάσκετ και δεν εννοώ μόνο τα χρήματα, αλλά τη βοήθειά του σε πάρα πολλά θέματα. Και τη Μαριέττα Σγουρδαίου, φιλόλογο και ηθοποιό, η οποία αγαπούσε τόσο πολύ εμένα και την οικογένειά μου, ώστε ακόμη και τώρα τη φωνάζω “νονά” και τη θεωρώ μέλος της οικογένειάς μου. Φυσικά, θα μπορούσα να ευχαριστήσω και άλλους πολλούς. Από μικρά παιδιά στα Σεπόλια ήμασταν πολύ αγαπητοί, αν και από τους ελάχιστους μαύρους, και όλοι είχαν να πουν τα καλύτερα λόγια για εμάς. Από τους Ελληνες δεν έχουμε ούτε ένα παράπονο. Αν μπορούσε κάποια στιγμή και η Ελλάδα να μας αντιμετωπίσει ως δικά της παιδιά, θα ήμουν τρισευτυχισμένος»…
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ