Αεικίνητος παρά τα 83 του χρόνια, οδηγώντας ο ίδιος το αυτοκίνητό του, ανέβηκε για τη συνέντευξη στο αγαπημένο του στέκι, τις «Υάδες», στο Αττικό Αλσος. Ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος δεν πολυήθελε να δώσει συνέντευξη –εξάλλου ελάχιστες έχει δώσει ως σήμερα. «Βλέπω κάτι νεαρά κορίτσια, ηθοποιούς και αμούστακους σκηνοθέτες που δίνουν συνεντεύξεις και μιλάνε βαρύγδουπα. Δεν θέλω να με μπερδεύουν με αυτούς. Εξάλλου δεν έχω να πω τίποτα τόσο σημαντικό» απολογήθηκε μόλις βρεθήκαμε.
Η αλήθεια είναι ότι το έργο του –50 χρόνια συμπληρώνονται εφέτος από τη δημοσίευση της πρώτης συλλογής διηγημάτων του με τίτλο Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη – είναι εξίσου χαμηλόφωνο. Μετά τη συνταξιοδότησή του από τη στρατιωτική υπηρεσία (ήταν αρχίατρος) ζει τον περισσότερο χρόνο στην Πάρο, σε ένα κτήμα όπου φυτεύει ζαρζαβατικά, μαζί με τη γυναίκα του Νιόβη και 70 γάτες. Μιλάει για πράγματα της απλής ζωής, ανακαλώντας τα κυρίως μέσω του μηχανισμού της μνήμης, με μια γλώσσα λιτή, στέρεη και με μια απροσδιόριστη ειρωνεία που μοιάζει να κοροϊδεύει (ή μήπως όχι;) τον αναγνώστη.
Οι εκδόσεις Γαβριηλίδης εξέδωσαν πρόσφατα μια κασετίνα με άπαντα τα διηγήματά του, με εξαίρετη εικονογράφηση του Ανακρέοντα Καναβάκη, η οποία έγινε αφορμή για τη συζήτηση που ακολουθεί.
Τι θυμάστε 50 χρόνια μετά την πρώτη γραφή;
«Θυμάμαι πώς άρχισα να γράφω. Στη δεκαετία του ’60 στην Καβάλα ένας διευθυντής φροντιστηρίου στην πόλη εκδίδει ένα περιοδικάκι, την «Αργώ». Στο φροντιστήριο δουλεύει και ο φίλος μου Γιώργος Χουρμουζιάδης, ο ιστορικός-αρχαιολόγος, και μου προτείνει μαζί με τον ποιητή Πρόδρομο Μάρκογλου να γράψω ένα διήγημα. Μέχρι τότε έγραφα χρονογραφήματα και παρουσιάσεις για έργα τέχνης σε τοπικές εφημερίδες. Είχα έντονο τον νόστο της πατρίδας μου, του Πύργου, είχα πράγματα που με καταδίωκαν κι έτσι έγραψα το πρώτο διήγημα με τίτλο «Φρακασάνες». Τον τίτλο τον επέλεξα για να εντυπωσιάσω. Οι φρακασάνες είναι ένα είδος σύκων. Στο διήγημα όμως περιγράφω ένα άλλο είδος σύκων πρώιμων, ενώ οι φρακασάνες γίνονται πολύ αργότερα. Το δημοσίευσα με ψευδώνυμο, εφόσον υπηρετούσα ως αρχίατρος στον Στρατό και δεν επιτρεπόταν να δημοσιεύω χωρίς έγκριση της υπηρεσίας. Το έστειλα στον Ηλία Πετρόπουλο, χωρίς να του πω τίποτα. Και μου έγραψε «για πρόσεξε αυτόν τον Θανάση Χιλιώτη» –το ψευδώνυμο που χρησιμοποίησα. Μετά το τρίτο διήγημα άρχισα να υπογράφω με το πραγματικό μου όνομα. Σκεφτόμουν ότι οι στρατιωτικοί δεν διαβάζουν και δεν ασχολούνται με αυτά».
Είστε μάλλον συγγραφέας του νόστου και της μνήμης –ή όχι;
«Είμαι βιωματικός συγγραφέας. Δεν αυτοβιογραφούμαι πάντα, αλλά δεν μπορώ να γράψω κάτι που δεν με αφορά. Μου έχουν διηγηθεί μια ιστορία και μου έχουν πει να την κάνω διήγημα. Δεν μπορώ, αν δεν το νιώσω, αν δεν περάσει πρώτα μέσα μου η ιστορία, να γίνει η σχετική κουζίνα και μετά να βγει προς τα έξω».
Γιατί δεν έχετε γράψει ποτέ μυθιστόρημα;
«Μου το είχαν προτείνει. Ο τρόπος με τον οποίο δουλεύω δεν ταίριαζε με τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος. Παρ’ όλο που εκείνη την εποχή διάβαζα εμμανώς γάλλους και ρώσους μυθιστοριογράφους που με εντυπωσίαζαν, σκεφτόμουν ότι δεν θα μπορούσα να αναμετρηθώ ποτέ με αυτούς. Διαισθανόμουν ότι στο διήγημα θα μπορούσα να τα καταφέρω. Αργότερα, διαβάζοντας νεότερα ελληνικά μυθιστορήματα, άρχισε το είδος αυτό να με απωθεί. Η μοιραία σύγκριση των μεγάλων μυθιστοριογράφων, ελλήνων και ξένων, με τους νεότερους με έκανε να απομακρυνθώ από το μυθιστόρημα».
Από τα γραπτά σας φαίνεται να αγαπάτε τους μοντέρνους αλλά και τους κλασικούς. Ποιοι σας επηρέασαν πραγματικά;
«Με επηρέασαν πάρα πολλοί. Ουσιαστικά, όπως έλεγε ο Μπόρχες, γράφουμε σε όλη μας τη ζωή ένα βιβλίο, ένα παλίμψηστο. Με ενθουσίασαν ποικίλες σχολές, ο Ν. Πεντζίκης, ο Γ. Ιωάννου, ο Κ. Θεοτόκης, ο Κ. Χατζόπουλος, ο Α. Παπαδιαμάντης, ο Α. Καρκαβίτσας, ένα δαιμονικό πανόραμα της ελληνικής λογοτεχνίας. Εχουμε μια ευλογία έχοντας πίσω μας τόσους και τέτοιους συγγραφείς. Αν στα γρήγορα μπορεί κάποιος να ονοματίσει 20-25 αξιόλογα ονόματα από τη γενιά του 1880, δεν ξέρω ποια άλλη ξένη λογοτεχνία μπορεί να κάνει το ίδιο. Κάποτε όλη η λογοτεχνική Ελλάδα είχε ξιπαστεί με το θέατρο του παραλόγου και το νέο γαλλικό μυθιστόρημα, όταν ο Σκαρίμπας με τον Ηχο του κώδωνος τα είχε γράψει νωρίτερα. Ολοι αυτοί, τελείως ανόμοιοι μεταξύ τους, με έχουν πλάσει. Κάποιοι που τους γνώρισα προσωπικά με επηρέασαν επίσης πολύ».
Οπως;
«Οπως ο Νίκος Πεντζίκης. Ηταν τότε εκπρόσωπος μιας φαρμακευτικής εταιρείας και ερχόταν μία βδομάδα κάθε μήνα στην Καβάλα. Κάναμε εκδρομές, αυτός ζωγράφιζε πολύ, και περνάγαμε ατέλειωτες ώρες μαζί, μερικές φορές ξημερώναμε με τον Πεντζίκη να μας διαβάζει τα κείμενά του. Με επηρέασε και με δίδαξε. Είχα γράψει ένα διήγημα με τίτλο «Ανάσταση», ένα μελαγχολικό αναστάσιμο περιστατικό, μια νύχτα στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα, στην Αθήνα. Δεν του άρεσε κι εγώ άρχισα του λέω «θέλω να πω ότι…». «Και γιατί δεν το λες;» μου απαντάει. Με προβλημάτισε, έμαθα από αυτόν. Από τον Καρκαβίτσα έμαθα τη διαδικασία της περιγραφής. Ξεκινάς περιγράφοντας κάτι και αυτό καθίσταται διαρκούσης της περιγραφής ένα αφηγηματικό ισοδύναμο. Βέβαια κατά τη διάρκεια της συγγραφής μπορεί να έχεις μια έμπνευση για το τέλος, για ένα επεισόδιο, να σε παρασύρει το ίδιο το γραπτό σου κάπου που δεν το έχεις προβλέψει».
Η ποίηση σας επηρέασε καθόλου;
«Θαύμαζα πολύ τους ποιητές, εκείνους που με τρόπο τελεσίδικο και χωρίς φλυαρίες έλεγαν ό,τι ήθελαν να πουν. Με είχε συναρπάσει ο Εμπειρίκος. Μου στάθηκε, χωρίς να το συνειδητοποιεί, στα πρώτα μου βήματα. Είχαμε πάει σπίτι του με τον Δημήτρη Καλοκύρη και μιλούσαμε μέχρι τα ξημερώματα. Με πήρε κάποια στιγμή ιδιαιτέρως, δίπλα στο κασελάκι του Θεόφιλου που είχε στο γραφείο του, και άρχισε να μου λέει για τη σημασία του διηγήματος στην ελληνική πεζογραφία και κατά κάποιον τρόπο με έθεσε ενώπιον των ευθυνών μου. Μου είπε, εμμέσως, ότι αυτό που κάνεις δεν είναι καθόλου περιστασιακό, μπαίνεις σε έναν χώρο σχεδόν ιερό και πρέπει να δουλέψεις υπεύθυνα. Τότε συνειδητοποίησα ότι είμαι συγγραφέας».
Περιγράφετε μικρά καθημερινά γεγονότα και ανάμεσά τους εμφιλοχωρούν ορισμένες φορές φρικτά πράγματα: κομμένα κεφάλια ανταρτών κτλ. Πώς γίνεται αυτό;
«Δυστυχώς είναι η αληθινή ζωή. Ζήσαμε μια εποχή που τα κομμένα κεφάλια περιφέρονταν σαν εμπόρευμα. Κι από εδώ κι από ‘κεί. Ξεκίνησαν με τους Ιταλούς, πέρασαν στους Γερμανούς και μετά αναλάβανε οι δύο ελληνικές παρατάξεις τη συνέχεια. Επειδή το πατρικό μας κτήμα ήταν κοντά στο νεκροταφείο πλείστα όσα από αυτά είχα την ατυχία να τα βλέπω πηγαίνοντας στο σχολείο. Είχαμε εξοικειωθεί τόσο που τα βλέπαμε ως φυσικά γεγονότα μέσα στη διαδικασία της ζωής. Ενώ ήταν κανονικές εκτελέσεις».
Πώς αντιμετώπιζαν οι άλλοι στρατιωτικοί τις λογοτεχνικές σας δραστηριότητες;
«Οι μάχιμοι συνάδελφοι με αγαπούσαν γιατί ήμουν ο μοναδικός γιατρός, πήγαινα στα σπίτια τους, γιατροπόρευα τους δικούς τους. Από την άλλη, καταλάβαιναν ότι τους δικαίωνα και σε μια άλλη διάσταση: ότι μπορεί ο στρατός να έχει και την καλή του πλευρά, τους δικούς του διανοούμενους. Κάποτε κάλεσα τον σκηνοθέτη Τάκη Κανελλόπουλο να παρουσιάσει την ταινία του «Ουρανός». Η παράσταση πήρε επίσημο χαρακτήρα και την επομένη ο μέραρχος παραπονέθηκε ότι δεν τον κάλεσα, σαν να τον θεωρούσα εκτός παιχνιδιού. Οταν υπηρετούσα στην Αθήνα, ένας από το επιτελείο του ΓΕΣ με έπαιρνε τηλέφωνο μετά από κάθε δημοσίευμά μου στην «Καθημερινή» και συζητούσαμε. Ενιωθαν μέσω εμού μια ικανοποίηση, ότι ο Στρατός δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται».
Γενικότερα απέχετε από αυτό που λέμε δημόσιο βίο και κάποτε δηλώσατε ότι είναι μια «μεγαλοπρεπέστατη απάτη». Είναι έτσι ακόμη τα πράγματα;
«Από όσα λέγονται στον δημόσιο βίο τίποτα από αυτά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, με τους ιθύνοντες να μας κοροϊδεύουν ασυστόλως. Ο,τι κάνουν το ντύνουν με ωραία λόγια και κάνουν άλλα πίσω από την πλάτη μας. Για παράδειγμα, υπάρχει ένας νόμος που υποχρεώνει τους λατόμους να αποκαθιστούν το τοπίο που καταστρέφουν. Διαβάζω σήμερα ότι ο αρμόδιος υπουργός Ανάπτυξης τροποποιεί τον νόμο και αναθέτει στο κράτος να αποκαθιστά το τοπίο. Δηλαδή το αναλαμβάνω εγώ και εσύ, ενώ οι λατόμοι δεν έχουν ακολουθήσει κανέναν κανόνα λατομεύσεως. Το ίδιο με τα πρόσωπα που προβάλλονται και στους καλλιτεχνικούς χώρους: είναι απλώς μια φούσκα. Οσα συγκροτούν τη δημόσια εικόνα της χώρας είναι στην πραγματικότητα μια απάτη. Δεν είναι αυτή η χώρα, υπάρχει μια άλλη χώρα που δεν φαίνεται».
Το ίδιο ισχύει και για την ελληνική λογοτεχνία σήμερα;
«Εν μέρει. Η λογοτεχνία που προβάλλεται δεν συμπίπτει ακριβώς με την πραγματική λογοτεχνία της χώρας. Πολλά πρόσωπα διολισθαίνουν στα Μέσα και προβάλλονται χωρίς να υπάρχει αντίκρισμα στο έργο τους. Αντιθέτως, αξιολογότατοι δημιουργοί παραμένουν στη σκιά. Εχουμε δέκα καλούς μυθιστοριογράφους και κυκλοφορούν 350 μυθιστορήματα κάθε χρόνο. Πώς είναι δυνατόν; Και δεν αναφέρομαι στα ροζ μυθιστορήματα. Προτιμώ τις συγγράφισσες –όπως τις έλεγε και ο Σκαρίμπας –από τους ατάλαντους. Με συγκινεί όταν ταξιδεύω με το τρένο και βλέπω γυναίκες να διαβάζουν ένα τέτοιο μυθιστόρημα και να σκουπίζουν ένα δάκρυ. Αυτές που μπορούν να πουν κάτι στον κόσμο είμαι υποχρεωμένος να τις σεβαστώ».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ