Το αποφάσισε εκείνον τον παγωμένο Δεκέμβρη του 1989 στην παλλόμενη καρδιά της Γηραιάς Ηπείρου. «Η μεταπολεμική Βιέννη –όπως και η μεταπολεμική Ευρώπη –ήταν ένα επιβλητικό οικοδόμημα που χτίστηκε πάνω σε ένα παρελθόν για το οποίο δεν μιλούσε κανείς». Τον εντυπωσίαζε ο τρόπος με τον οποίο γρήγορα λησμονούσε η Δύση και εύκολα αποσιωπούσε η Ανατολή, ταμπουρωμένες καθώς ήταν πίσω από αυτό το γεωγραφικό σχίσμα του αίματος και της καταστροφής.
Να ήταν άραγε –είτε ρεαλιστικά είτε ακόμη και μεταφυσικά μιλώντας –το ένστικτο αυτοσυντήρησης της Ευρώπης που «σαν την αλεπού, ξέρει πολλά»; Μερικές εβδομάδες νωρίτερα είχε πέσει το Τείχος του Βερολίνου, το σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου που τη διχοτομούσε από τον Αύγουστο του 1961. Αλλά «τώρα το μέλλον της Ευρώπης εμφανιζόταν πολύ διαφορετικό, αλλά εξίσου διαφορετικό φαινόταν και το παρελθόν της» συλλογιζόταν ο κορυφαίος βρετανός ιστορικός Τόνι Τζαντ (1948-2010) καθώς άλλαζε τρένο στον δυτικό τερματικό σταθμό της «ουδέτερης» Βιέννης. Επέστρεφε τότε από την εξεγερμένη Πράγα «όπου οι θεατρικοί συγγραφείς και οι ιστορικοί του Φόρουμ των Πολιτών ξήλωναν ένα κομμουνιστικό αστυνομικό κράτος και πετούσαν 40 χρόνια «υπαρκτού σοσιαλισμού» στον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας». Για τον ίδιο «ήταν πλέον ολοφάνερο ότι η Ιστορία της μεταπολεμικής Ευρώπης έπρεπε να ξαναγραφτεί» καθώς «σκιάζεται από σιωπές και απουσίες».
Το 2005 τελικώς, έπειτα από συστηματική και πολυετή έρευνα στα διαθέσιμα ιστορικά αρχεία έξι διαφορετικών γλωσσών, εξέδωσε το magnum opus του Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο, που απέσπασε την κριτική αποδοχή των συναδέλφων του. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Γέιλ Τίμοθι Σνάιντερ το περιέγραψε μάλιστα ως «το καλύτερο βιβλίο πάνω στο θέμα που θα μπορούσε να γράψει ποτέ κανείς».
Πράγματι το εγχείρημα του συγγραφέα, το οποίο καλύπτει 60 χρόνια από το αλληλοεπικαλυπτόμενο παρελθόν 34 χωρών, δεν είναι μονάχα πρωτοποριακό και φιλόδοξο αλλά και θαρραλέο.
Γνώριζε πολύ καλά αυτός ο «σκεπτικιστής μαρξιστής» με την εβραϊκή καταγωγή ότι «η εμπλοκή καθιστά μερικές φορές πολύ δύσκολη τη νηφάλια αποστασιοποίηση του ιστορικού» αλλά προειδοποιεί στον πρόλογό του ότι αυτό το βιβλίο «υποστηρίζει πεισματικά τις απόψεις του» για όσα συνέβησαν από τα καπνίζοντα συντρίμμια του 1945 ως τις μέρες μας, κατά τις οποίες η Ευρώπη, αφού πέρασε ένα μεγάλο διάστημα ειρήνης, ευημερίας και σημαντικών θεσμικών επιτευγμάτων, πελαγοδρομεί ανάμεσα στη ζοφερή ακινησία της οικονομικής κρίσης και στη διαρκή εκκρεμότητα μιας βαθύτερης πολιτικής ενοποίησης.

«Αν η Ευρώπη ακολουθήσει «γερμανική» πορεία, συρρικνούμενη «σαν δέρμα στο κρύο» σε έναν αμυντικό επαρχιωτισμό –ενδεχόμενο το οποίο υπέδειξαν τα δημοψηφίσματα στη Γαλλία και στην Ολλανδία την άνοιξη του 2005, όταν η πλειοψηφία και στις δύο χώρες απέρριψε το προτεινόμενο ευρωπαϊκό «Σύνταγμα» -, τότε η ευκαιρία θα χαθεί και η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν θα υπερβεί ποτέ τις λειτουργικές καταβολές της. Θα παραμείνει απλώς και μόνο το άθροισμα και ο υψηλότερος κοινός παρονομαστής των ξεχωριστών συμφερόντων των μελών της»
έγραφε ο Τζαντ και μέχρι στιγμής δυστυχώς δεν διαψεύδεται.
Σκοπός του δεν είναι τόσο να ανασυνθέσει τεκμηριωμένα το πολυπλόκαμο ευρωπαϊκό παρελθόν για λογαριασμό μας –αυτό το κάνει συντεταγμένα και με εξαίρετη αφηγηματική ευχέρεια –αλλά να αποστάξει την ουσία του ως μια προοδευτική παρακαταθήκη με το βλέμμα πάντα στραμμένο στο μέλλον. «Οι Ευρωπαίοι μπορεί να έχασαν την πίστη τους στους πολιτικούς, αλλά στον πυρήνα του ευρωπαϊκού συστήματος διακυβέρνησης υπάρχει κάτι που ούτε καν τα πιο ριζοσπαστικά αντισυστημικά κόμματα δεν τόλμησαν να χτυπήσουν κατά μέτωπο και το οποίο εξακολουθεί να ελκύει την οικουμενική σχεδόν αφοσίωση. Αυτό το κάτι δεν είναι σίγουρα η Ευρωπαϊκή Ενωση, παρά τις ποικίλες αρετές της. Δεν είναι η δημοκρατία: πολύ αφηρημένη, πολύ νεφελώδης και ίσως έννοια την οποία οι άνθρωποι επικαλούνται υπερβολικά συχνά για να μπορεί από μόνη της να αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού. Ούτε είναι η ελευθερία ή η εξουσία του νόμου, οι οποίες εδώ και πολλές δεκαετίες δεν απειλούνται σοβαρά στη Δύση και τις οποίες θεωρεί αυτονόητες η νεότερη γενιά των Ευρωπαίων σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Τους Ευρωπαίους ενώνει, ακόμη και όταν ασκούν κριτική σε βάθος στη μια ή στην άλλη πλευρά της πρακτικής λειτουργίας του, το «ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο» όπως το αποκαλούμε συμβατικά, σε διάκριση και αποκαλυπτική αντίθεση με τον «αμερικανικό τρόπο ζωής»».

Το κράτος-κηδεμόνας

Αυτό το κεκτημένο υπερασπίζεται με σθένος ο Τζαντ, προϊόν της επιλεκτικής μείξης στοιχείων της σοσιαλδημοκρατικής και χριστιανοδημοκρατικής νομοθεσίας που προέκυψε ως το μετριοπαθές υποκατάστατο των εκλιπουσών φιλοδοξιών του ιδεολογικού παρελθόντος της Ευρώπης, ως μια κληρονομιά συμβιβασμών.

«Τα επιτεύγματα του «κράτους-κηδεμόνα» στην Ευρώπη ήταν πραγματικά, ανεξάρτητα από το αν ήταν δημιούργημα σοσιαλδημοκρατών, πατερναλιστών καθολικών ή συνετών συντηρητικών και φιλελευθέρων. Αρχίζοντας με βασικά προγράμματα κοινωνικού και οικονομικού προστατευτισμού, το κράτος πρόνοιας προχώρησε στην υιοθέτηση συστημάτων πρόνοιας για διάφορες ομάδες, επιδομάτων, κοινωνικής δικαιοσύνης και αναδιανομής εισοδήματος και πέτυχε αυτόν τον ουσιαστικό μετασχηματισμό χωρίς κανένα πολιτικό κόστος. Ακόμη και η δημιουργία μιας ιδιοτελούς τάξης γραφειοκρατών του κοινωνικού κράτους και διοικητικών υπαλλήλων είχε τα πλεονεκτήματά της. Οπως είχε συμβεί και με τους αγρότες, τώρα η περιφρονημένη «κατώτερη μεσαία τάξη» συνέδεε τα συμφέροντά της με τους θεσμούς και τις αξίες του δημοκρατικού κράτους. Τόσο οι σοσιαλδημοκράτες όσο και οι χριστιανοδημοκράτες αναγνώριζαν αυτό το θετικό αποτέλεσμα. Ομως αυτό ήταν αρνητικό για τους φασίστες και τους κομμουνιστές, γεγονός που είχε ακόμη μεγαλύτερη σημασία»
μας υπενθυμίζει ο Τζαντ, που επί της ουσίας έγραψε και μια πολιτισμική ιστορία της Ευρώπης. Για τον Τζαντ η Ευρώπη πρέπει να αναδείξει τις αξίες της μέσα από τα «ανταγωνιστικά παρελθόντα» της και την «αδιαμφισβήτητη ποικιλία των ταυτοτήτων» της.
Επιπροσθέτως το βιβλίο συνιστά μια τεράστια προσφορά στη σύγχρονη ευρωπαϊκή μνήμη, εκφράζει αγωνιωδώς την αναγκαιότητα «να θυμόμαστε στα επόμενα χρόνια γιατί ήταν τόσο σημαντικό να οικοδομηθεί ένα ορισμένο είδος Ευρώπης μετά το Αουσβιτς».
Ο Τόνι Τζαντ, ο οποίος έφυγε από τη ζωή τον Αύγουστο του 2010, νικημένος από μια επιθετική μορφή πλάγιας αμυατροφικής σκλήρυνσης (ALS) που τον είχε αφήσει τετραπληγικό, ήταν μια σπάνια και μαχητική περίπτωση διανοουμένου, ένας προκλητικός αντικομφορμιστής που επίμονα αναστοχαζόταν τους ηθικούς σκοπούς του ατόμου και της κοινωνίας. Μετά Τα δεινά που μαστίζουν τη χώρα (2012) οι εκδόσεις Αλεξάνδρεια προχώρησαν σε μια έκδοση μεγίστης σημασίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ