Η Eλλάδα και η Μερκιαβέλλι

Του Ούλριχ Μπεκ

«Σήμερα αποφασίζει η Γερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή για την τύχη της Ελλάδας» ακούω τέλη Φεβρουαρίου του 2012 στις ειδήσεις στο ραδιόφωνο. Την ημέρα αυτή διεξάγεται η ψηφοφορία για το δεύτερο «πακέτο στήριξης», το οποίο συνοδεύεται με τον όρο να γίνουν περικοπές και με την προϋπόθεση να δεχτεί η Ελλάδα τον περιορισμό της δημοσιονομικής κυριαρχίας της. Βέβαια, έτσι είναι, λέει η μία φωνή μέσα μου. Η άλλη ρωτάει, εμβρόντητη: Πώς είναι δυνατόν; Τι σημαίνει, αλήθεια, το να αποφασίζει μια δημοκρατία για την τύχη μιας άλλης δημοκρατίας; Εντάξει, οι Ελληνες χρειάζονται τα χρήματα των γερμανών φορολογουμένων, με τα μέτρα λιτότητας όμως αποδυναμώνεται στην ουσία το δικαίωμα του ελληνικού λαού να αυτοκαθορίζεται.

Εκείνο που ενοχλούσε, ωστόσο, τότε δεν ήταν μόνο το περιεχόμενο της παραπάνω φράσης, αλλά και το ότι τα γεγονότα αυτά έγιναν δεκτά στη Γερμανία ως αυτονόητα. Ας το ακούσουμε άλλη μια φορά: Η γερμανική Βουλή – όχι η ελληνική – αποφασίζει για την τύχη της Ελλάδας. Μα βγαίνει κάποιο νόημα από μια τέτοια πρόταση;

Ας κάνουμε ένα μικρό νοητικό πείραμα. Ας υποθέσουμε ότι οι Γερμανοί θα ψήφιζαν για το αν οι Ελληνες πρέπει να φύγουν τώρα (δηλαδή το καλοκαίρι του 2012) από το ευρώ. Το προβλεπόμενο αποτέλεσμα θα ήταν: «Αντίο, Ακρόπολη!». Ας υποθέσουμε ότι για το ίδιο ερώτημα θα αποφάσιζαν και οι Ελληνες με δημοψήφισμα. Το αποτέλεσμα κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν μια σαφής πλειοψηφία (85% σύμφωνα με έρευνες του Μαΐου του 2012) υπέρ της παραμονής στο ευρώ.

Πώς θα επιλυόταν η αντίθεση μεταξύ των αποφάσεων δύο εθνικών δημοκρατιών; Ποια δημοκρατία υπερισχύει; Με ποιο δικαίωμα; Με ποια δημοκρατική νομιμοποίηση; Ή μήπως το κλειδί το κρατούν οι πιέσεις που ασκεί η ίδια η οικονομία; Μήπως τελικά το αποφασιστικό μέσο θα ήταν η άρνηση καταβολής των πιστώσεων; Ή μήπως, υπό το βάρος των χρεών της, η Ελλάδα, η γενέτειρα της δημοκρατίας, χάνει το δικαίωμά της να αυτοκαθορίζεται δημοκρατικά;

Σε τι είδους χώρα, σε τι είδους κόσμο, σε τι είδους κρίση ζούμε, αλήθεια, όταν ένα τέτοιο γεγονός, όπου μια δημοκρατία θέτει μιαν άλλη υπό κηδεμονία, δεν προκαλεί καμία αίσθηση; Η φράση «Σήμερα αποφασίζει η Γερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή για την τύχη της Ελλάδας» υποβαθμίζει τις πραγματικές διαστάσεις του ζητήματος. Εδώ και καιρό δεν πρόκειται πια μόνο για την Ελλάδα. Πρόκειται για την Ευρώπη. «Σήμερα αποφασίζει η Γερμανία για το αν θα υπάρχει ή δεν θα υπάρχει Ευρώπη»· αυτή είναι η φράση που αποδίδει στην ουσία της την πνευματική και πολιτική κατάσταση που έχει σήμερα διαμορφωθεί.

Η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει 27 κράτη-μέλη, κυβερνήσεις, κοινοβούλια· έχει ένα Κοινοβούλιο, μία Επιτροπή, ένα Δικαστήριο, μία ύπατη εκπρόσωπο για θέματα εξωτερικής πολιτικής, έναν πρόεδρο της Επιτροπής, έναν πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κτλ. Η δημοσιονομική κρίση και η κρίση του ευρώ όμως έφεραν, σαν καταπέλτη, την οικονομικά ισχυρή Γερμανία στη θέση της υπερδύναμης που αποφασίζει στην Ευρώπη. Σε λιγότερο από 70 χρόνια η Γερμανία, που μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα ήταν ηθικά και υλικά ερείπιο, ανήλθε από τη θέση του υπάκουου μαθητή στη θέση του δασκάλου της Ευρώπης. Στην αντίληψη των Γερμανών, βέβαια, η «εξουσία» παραμένει πάντα μια βρώμικη λέξη, που ευχαρίστως αντικαθιστούν με τη λέξη «ευθύνη». Τα εθνικά συμφέροντα αποκρύπτονται διακριτικά πίσω από μεγάλα λόγια, όπως «η Ευρώπη», «η ειρήνη», «η συνεργασία» ή «η οικονομική αλληλεγγύη». Οποιος αποτολμά τον όρο «γερμανική Ευρώπη» σπάει αυτό το ταμπού. Ακόμη χειρότερο θα ήταν να έλεγε κανείς ότι η Γερμανία αναλαμβάνει την «ηγεσία» της Ευρώπης. Αντιθέτως, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η Γερμανία αναλαμβάνει «ευθύνη» για την Ευρώπη.

Ομως η κρίση της Ευρώπης κορυφώνεται, και η Γερμανία βλέπει να τίθεται ενώπιον μιας ιστορικής απόφασης: είτε να ξαναζωντανέψει, με κάθε κόστος, το όραμα της πολιτικής Ευρώπης είτε, αλλιώς, να επιμείνει στην πολιτική της σύγχυσης και της αναποφασιστικότητας ως τακτική τιθάσευσης – και μάλιστα «έως ότου το ευρώ μάς χωρίσει». Η Γερμανία παραέγινε ισχυρή για να μπορεί να έχει την πολυτέλεια να μην παίρνει καμία απόφαση.

Το ότι έχει έρθει αυτή η «στιγμή της απόφασης» είναι κάτι που σπανίως λέγεται ρητά στον γερμανικό δημόσιο χώρο, λέγεται όμως πολύ ωραία στα σχόλια ξένων παρατηρητών. Ετσι, για παράδειγμα, ο ιταλός δημοσιογράφος και συγγραφέας Εουτζένιο Σκάλφαρι υποστηρίζει: «Αν η Γερμανία ακολουθήσει μια δημοσιονομική πολιτική που θα οδηγήσει το ευρώ στην αποτυχία, οι Γερμανοί θα είναι υπεύθυνοι για την αποτυχία της Ευρώπης. Θα είναι η τέταρτη φορά που θα φταίνε, μετά τους Παγκόσμιους Πολέμους και το Ολοκαύτωμα. Η Γερμανία πρέπει να αναλάβει τώρα την ευθύνη της για την Ευρώπη».

Κανείς δεν θα έπρεπε να αμφιβάλλει για το εξής: Σε μια «γερμανική Ευρώπη», υπεύθυνη για την αποτυχία του ευρώ και της ΕΕ θα ήταν η Γερμανία.

Πώς η κρίση του ευρώ διαρρηγνύει – και ενώνει – την Ευρώπη

Η γερμανική οικονομική πολιτική διαιρεί την Ευρώπη: Οι κυβερνήσεις την αποδέχονται, οι λαοί εναντιώνονται.

Αντίθετα με τα ιστορικά βασίλεια και τις αυτοκρατορίες, που πήγαζαν μέσα από μύθους ή ηρωικές νίκες, η Ευρωπαϊκή Ενωση γεννήθηκε μέσα από την αγωνία του πολέμου και ως απάντηση στη φρίκη του Ολοκαυτώματος. Και σήμερα αυτό που κάνει τους Ευρωπαίους να συνειδητοποιούν πως δεν ζουν στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία κ.ο.κ., αλλά στην Ευρώπη, είναι η υπαρξιακή απειλή που γεννούν η δημοσιονομική κρίση και η κρίση του ευρώ. Στον βαθμό, μάλιστα, που η κρατική χρεοκοπία, η οικονομική κρίση και η παρακμή των αγορών εργασίας προσκρούουν στις αυξημένες προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν με τη διεύρυνση της εκπαίδευσης, αντιλαμβάνεται και η «γενιά της κρίσης» την ευρωπαϊκή μοίρα της.

Σχεδόν κάθε τέταρτος Ευρωπαίος κάτω των 25 ετών δεν βρίσκει δουλειά, ενώ πολλοί δεν τα βγάζουν πέρα παρά με συμβάσεις ορισμένου χρόνου φθηνής εργασίας. Στην Ιρλανδία και στην Ιταλία περίπου το ένα τρίτο των κάτω των 25 ετών είναι επισήμως χωρίς δουλειά, στην Ελλάδα και στην Ισπανία το ποσοστό ανεργίας στους νέους κυμαινόταν τον Ιούνιο του 2012, για την καθεμία, στο 53%. Στη Βρετανία, από τότε που ξέσπασε η δημοσιονομική κρίση το 2008, το ποσοστό έχει ανεβεί από το 15% στο 22%. Στο Τότεναμ, από όπου ξεκίνησαν το 2011 οι ταραχές, παρουσιάζονται 57 υποψήφιοι για μία θέση εργασίας.

Παντού όπου το ακαδημαϊκό πρεκαριάτο (Σ.τ.Μ. Prekariat: Διεθνής νεολογισμός που τείνει να καθιερωθεί και εδώ τα τελευταία χρόνια και αναφέρεται στο σύνολο του απασχολήσιμου πληθυσμού με ελαστικές σχέσεις εργασίας σε καθεστώς αβεβαιότητας – επισφάλεια –, με χαμηλές αμοιβές και μειωμένα δικαιώματα) στήνει τις σκηνές του και υψώνει τη φωνή του προβάλλεται η απαίτηση για κοινωνική δικαιοσύνη – και η απαίτηση αυτή, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, αλλά και στην Τυνησία, στην Αίγυπτο και στο Ισραήλ, υποστηρίζεται χωρίς βία μεν, δυναμικά δε. Η διαμαρτυρία οδηγείται από τη γενιά του Facebook και έχει την υποστήριξη της πλειονότητας των ανθρώπων στα κράτη αυτά. Την Ευρώπη και τη νεολαία της ενώνει η οργή κατά μιας πολιτικής που διασώζει, με απίστευτα χρηματικά ποσά, τις τράπεζες, θυσιάζοντας όμως έτσι το μέλλον της νέας γενιάς.

Από την κρίση και τα προγράμματα διάσωσης του ευρώ ξεπροβάλλει η μορφή μιας άλλης Ευρώπης, μιας ηπείρου διαιρεμένης, που τέμνεται από νέες τάφρους και νέα σύνορα. Μια τέτοια τάφρος ανοίγεται μεταξύ κρατών του Βορρά και κρατών του Νότου, μεταξύ κρατών-πιστωτών και κρατών-οφειλετών. Ενα άλλο σύνορο χωρίζει τα κράτη του ευρώ που είναι υποχρεωμένα να δράσουν από τα κράτη μέλη της ΕΕ που δεν έχουν μπει στο ευρώ και τα οποία πρέπει τώρα να παρακολουθούν να λαμβάνονται ερήμην τους κρίσιμες αποφάσεις για το μέλλον της Ενωσης. Ενα τρίτο θεμελιώδες χάσμα εμφανίστηκε με τις εκλογές στα κράτη-οφειλέτες και θα έχει μακροχρόνιες πολιτικές συνέπειες: Οι κυβερνώντες αποδέχονται τα μέτρα λιτότητας, οι λαοί εναντιώνονται. Αναδεικνύεται έτσι η δομική δυσαρμονία μεταξύ ενός ευρωπαϊκού σχεδίου, το οποίο καθορίζει και διαχειρίζεται από τα πάνω η οικονομική και πολιτική ελίτ, και της αντίστασης από τα κάτω. Οι πολίτες αμύνονται κατά της απαίτησης να πάρουν ένα φάρμακο που μπορεί να έχει θανατηφόρες συνέπειες, και την οποία θεωρούν εξαιρετικά άδικη. Οχι μόνο στην Αθήνα, αλλά παντού στην Ευρώπη διαμορφώνεται η αντίσταση κατά της πολιτικής για την αντιμετώπιση της κρίσης – με σύνθημα: κρατικός σοσιαλισμός για τους πλούσιους και για τις τράπεζες, νεοφιλελευθερισμός για τα μεσαία στρώματα και τους φτωχούς –, μιας πολιτικής που οργανώνει μια αναδιανομή από τα κάτω προς τα πάνω. Τι κάνουν, λοιπόν, οι σωτήρες όταν εκείνοι που πρόκειται να σωθούν δεν θέλουν να σωθούν; Και όχι με έναν τρόπο που, όπως δηλώνουν και οι κυβερνήσεις τους, «δεν αφήνει καμία εναλλακτική επιλογή».

Ενα περαιτέρω παράδοξο: Βιώνουμε παθιασμένες συζητήσεις και μάχες εξουσίας και στο τέλος δεν υπάρχουν παρά μόνο χαμένοι. Στη Γερμανία οι άνθρωποι είναι οργισμένοι γιατί «τα χρήματα των γερμανών φορολογουμένων» σπαταλώνται «για τους χρεοκοπημένους Ελληνες», όπως έγραφε ο στασιαστικός τίτλος της εφημερίδας «Bild». (Στη συγχορδία αυτή ενώθηκε και το «Focus» με το, για ένα διάστημα, διάσημο-διαβόητο εξώφυλλό του, όπου η Αφροδίτη της Μήλου έδειχνε στον κόσμο το μεσαίο δάχτυλό της.) Από την άλλη, στα κράτη που είναι σε κρίση, πολλοί θεωρούν τον εαυτό τους ηττημένο, επειδή η γερμανοευρωπαϊκή πολιτική λιτότητας τους κλέβει τα μέσα διαβίωσης – και μαζί και την αξιοπρέπειά τους. Ετσι, οι άνθρωποι στο κάθε κράτος-μέλος χρησιμοποιούνται δημαγωγικά οι μεν εναντίον των δε, και δεν αντιλαμβάνονται ότι όλοι μαζί είναι θύματα της δημοσιονομικής κρίσης και του ακατάλληλου τρόπου με τον οποίο επιχειρείται να αντιμετωπιστεί. l

* Το άρθρο του γερμανού κοινωνιολόγου Ούλριχ Μπεκ βασίζεται σε αποσπάσματα από το βιβλίο του «Από τον Μακιαβέλλι στην Μερκιαβέλλι: Η γερμανική Ευρώπη και οι στρατηγικές εξουσίας» (εκδ. Πατάκη), στο οποίο ανατέμνει τη συγγένεια μεταξύ του μακιαβελλικού «Ηγεμόνα» και της καγκελαρίου Μέρκελ. Κυκλοφορεί στις 10 Φεβρουαρίου.

Ο Ούλριχ Μπεκ είναι γερμανός κοινωνιολόγος. Διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου (LMU Munich), στη London School of Economics και στο Χάρβαρντ. Εχει πλούσιο επιστημονικό και συγγραφικό έργο. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία του «Τι είναι παγκοσμιοποίηση;», «Ελευθερία ή καπιταλισμός» (εκδ. Καστανιώτη) και «Η επινόηση του πολιτικού» (εκδ. Nέα Σύνορα, Α. Α. Λιβάνη). Είναι γνωστός για την κοινωνιολογική θεωρία του περί παγκοσμιοποίησης και κοσμοπολιτισμού. Αποτελεί μέλος της ομάδας Σπινέλι από την ίδρυσή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Σεπτέμβριο του 2010.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.