Αγαπώ σε λόγο υποθετικό του απραγματοποίητου……..
Γνωρίσαμε την Καίτη Βασιλάκου ως μία ευφάνταστη διηγηματογράφο που κατορθώνει με το έργο της να αναποδογυρίσει την πραγματικότητα και να προτείνει μιαν αναπάντεχη εκδοχή του αληθινού . Με τη συλλογή «αγαπημένε μου ψυχίατρε πες μου…» δοκιμάζει να εισέλθει με πολύ προσεκτικά και μελετημένα βήματα στο ναρκοπέδιο της ποίησης ,γνωρίζοντας πολύ καλά με τη λογοτεχνική της πείρα πώς να αποφεύγει τις νάρκες της εκζήτησης και του εντυπωσιασμού .
Επιλέγει συνειδητά μια πορεία λιτής αποτύπωσης των εσωτερικών της συγκρούσεων και προσγειώνει την ποίηση σε μικρά καθημερινά εδάφη .Από κει αρπάζει βιαστικά τα πιο ευτελή υλικά κι απογειώνεται ύστερα στο ύψος μιας οδυνηρής προσωπικής εμπειρίας ,που κατορθώνει ωστόσο να υπερβαίνει το ατομικό και να εγγράφεται στο μυαλό του αναγνώστη ως κάτι το καθολικό και διαχρονικό . Συχνά μάλιστα η ποιήτρια χειρίζεται την εκφραστική λιτότητα ως ένα εργαλείο ειρωνείας , ως ένα ξόρκι που της επιτρέπει να κρύψει μέσα στις απλούστερες λέξεις τις πιο βασανιστικές εμμονές . [Προσοχή /εδώ είναι ναρκοπέδιο / όχι πως δεν θέλω / να γίνω κομμάτια μπροστά σου /Αλλά το αφήνω αυτό γι’ αργότερα ].
Τα ποιήματα είναι ολιγόστιχα , θαρρείς εξομολογήσεις που διακόπτονται από επίμονες ενοχές , σύνολα στίχων που αγωνίζονται να βρουν τη θέση τους μέσα σε μιαν ολοκληρωμένη εμπειρία , αλλά παντού υπάρχει κάτι το εύθραυστο , κάτι που απειλεί ν’ ανοίξει και να φανερώσει ένα κομματιασμένο σύμπαν [ Σου μιλώ /Όλα είναι ήσυχα και σοβαρά στο χώρο / Επιστημονικά /Ψύχραιμα /Προσεχτικά /Με περισσή φροντίδα /Μη σπάσουν ξαφνικά τα ράμματα / κι ανοίξουν οι ρωγμές].
Θα τολμούσα να πω ότι το ύφος αυτών των ποιημάτων παραπέμπει σ’ έναν δραματικό ρεαλισμό που λοξοκοιτάει συχνά προς το ιδεατό και προσαρμόζεται απόλυτα , με τον επίμονο και σίγουρο λόγο , στην επιλογή της ποιήτριας να συμφύρει το καθημερινό με το ουτοπικό , το απτό με το άπιαστο , το χωματένιο με το αέρινο [Θέλω να σβήσει κάθε ήχος /και μια σιγή από άλλους ουρανούς / να επικαθήσει πάνω στο κορμί μας / να διηθηθεί / ν’ αλλάξει την πορεία του αίματός μας ],το βίωμα με την παραίσθηση [Γλιστρώ σε παραισθήσεις / γλιστρώ σε οράματα / ερμηνεύω λάθος τα πράματα /Φτιάχνω μες στην ανελέητη έρημο / μια μικρή σκιά / και χώνομαι από κάτω ].
Κυριαρχεί επίσης το στοιχείο της εξομολόγησης σε μια πανταχού παρούσα φωνή , έτσι που κάθε ποίημα να μοιάζει με το πρώτο βήμα για το ξεκίνημα ενός διαλόγου , με έναν μονόλογο – δόλωμα για να δελεαστεί ο υποτιθέμενος ακροατής . Σε όλους αυτούς τους μονολόγους περιφέρεται κάτι το απροσδιόριστο , το απρόβλεπτο .Οι στίχοι παραμονεύουν για να σε μαχαιρώσουν πισώπλατα .
Μια διαρκής κατάσταση αναμονής προκαλεί σύγχυση . Εκεί που ο έρωτας έρχεται να ταξιδέψει για λίγο τις αισθήσεις σου , εκεί εμφανίζεται μια λέξη , ένα ερωτηματικό , ένα κενό , για να σβήσει απρόοπτα τη μαγεία και να τη μεταβάλει σε αγωνία [Θέλω να σου πω λόγια αγάπης / αλλά μπερδεύονται στη γλώσσα μου μαχαίρια ].Κι όταν πάλι η ποιήτρια παλεύει να βάλει σε τάξη τα θηρία της , μένει κανείς με το αναπάντητο ερώτημα αν η πάλη αυτή είναι πραγματική ή αν απλώς αποτελεί ένα πρόσχημα , για να προκαλέσει τα θηρία περισσότερο , απολαμβάνοντας αυτόν τον αδυσώπητο σπαραγμό των συναισθημάτων της [Να το αφήσουμε , λέω , έτσι το θηρίο/με τις σπασμένες αλυσίδες του /να δούμε ως που θα φτάσει/πόσες φορές θα με καταβροχθίσει ].
Έπειτα ,σε πολλά ποιήματα διακρίνεται μια φωνή που απευθύνει ένα επίμονο κάλεσμα για ερωτική διέγερση .Η εμμονή αυτή μάλιστα μου θυμίζει τον ποιητικό κόσμο μιας άλλης εκλεκτής ποιήτριας , της Αλεξάνδρας Μπακονίκα .Συνήθως όμως το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται το ερωτικό προσκλητήριο, μένει πάντοτε αδρανές ή κατώτερο των προσδοκιών του ποιητικού υποκειμένου, ανίκανο να σταθεί στο ύψος της δικής του ηδονής [Όταν εγώ θα μεταμορφωθώ /σε ορμητικό ποτάμι ηδονής / εσύ θα στρέψεις παγερά / αλλού την κοίτη μου] [Εσύ έμεινες πίσω / δεν παρέλαβες τίποτα / Στέκεσαι ακίνητος στο έρημο τοπίο / σαν ένα σκιάχτρο / μια μίμηση ζωής ]. Επιπλέον , η περιήγησή της στα τοπία του έρωτα , αφορά τις πιο σκοτεινές εκδοχές του .Η αγάπη παρουσιάζεται ως μία διαρκής αναστολή [Αγαπώ/ σε λόγο υποθετικό του απραγματοποίητου], το ιδανικό του πλατωνικού έρωτα απομυθοποιείται ,όταν το σώμα αδύναμο από τα γηρατειά διστάζει πια να γευτεί τη δύναμη του σαρκικού έρωτα [Πλατωνικές αγάπες / ταιριαστές /για κυρίες κάποιας ηλικίας ….Πλατωνικές αγάπες / εξευτελιστικές /που ταπεινώνουν/ το αγέρωχό τους φρόνημα] , οι λέξεις που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή των ερωτικών σχέσεων είναι αποκαλυπτικές : ναρκοπέδιο , καρφιά , κομμάτια , μαχαίρια , θηρίο , τραύμα .
Το δε ποιητικό υποκείμενο παραδέχεται την αδυναμία του να αγαπήσει με τρόπο γνήσιο και ευθύ [Σ’αγαπώ / με μια αγάπη στρεβλή / μια αγάπη λειψή /μια αγάπη για πέταμα ], χρησιμοποιεί τα καρφιά ως σύμβολο της ανάγκης να παγιδεύσει κοντά του το αγαπημένο πρόσωπο [Άπλωσα τα καρφιά μου στο τραπέζι / Έχω απελπιστεί/Τίποτα δε θα γίνει , τίποτα/Έτσι αιώνια θα στέκεσαι απέναντί μου] ,βρίσκεται άλλοτε σε μια κατάσταση ανεπάρκειας να διαχειριστεί τα συναισθήματά του [Όσο κι αν μ’αγαπάς , θα κομματιάζομαι / Κι αν μ’ αγαπήσεις , πάλι θα κομματιάζομαι] κι άλλοτε αισθάνεται μια διαβολική βεβαιότητα ότι ελέγχει το αντικείμενο του πόθου , το θύμα του [Σ’ έχω /Ό,τι κι αν κάνεις εσύ / εγώ σε έχω /Με το δικό μου τρόπο /σε κρατώ εδώ μέσα].
Άξιο παρατήρησης είναι το γεγονός ότι η ποιήτρια ξετυλίγει με τέτοιο τρόπο τον ποιητικό της λόγο ,ώστε να δίνει την εντύπωση πως είναι ταυτόχρονα μέσα κι απέξω απ’ το βίωμα , παθών και παρατηρητής ,ενώ δε διστάζει να αντιστρέψει τη διαδικασία της παρατήρησης , έτσι που το μέσα να παρατηρεί το έξω ή και την άλλη όψη του εαυτού του [Κλαίω/πάλι κλαίω /Και η λογική μου / σταμάτησε να με σαρκάζει /με παρατηρεί αμήχανη /δεν ξέρει πώς/ να μου συμπαρασταθεί].
Κι ενώ σχεδόν σε όλη τη συλλογή υπάρχει ένα είδος δράσης που την κινούν οι επιθυμίες και οι απεγνωσμένες εκκλήσεις του ποιητικού υποκειμένου για ικανοποίηση της διέγερσής του , προς τα τελευταία ποιήματα το σκηνικό αλλάζει .Διακρίνεται μια στάση παραίτησης , οριστικής απόσυρσης από το επιθυμητό κι από το περιπετειώδες [Θέλω τη στέρεη σιγουριά του τίποτα/ της άδειας μέρας] , λέξεις και φράσεις που περιγράφουν την ακινησία [θα έχουν πάλι όλα πετρώσει , ακίνητο , τίποτα , καθόλου δεν πονάω πια ], στίχοι που μαρτυρούν την ανακούφιση για την αναβολή της πραγμάτωσης ενός οδυνηρού ενδεχόμενου .
Η Καίτη Βασιλάκου , στην πρώτη της ποιητική εξόρμηση , απαλλάσσεται από το κόμπλεξ της φόρμας , γράφει ανεπιτήδευτα , ουσιαστικά και αληθινά . Μεταγγίζει στους στίχους της ,μ’ έναν τρόπο ειλικρινή και δίχως την παραμικρή ενοχή , τις διαστροφές , τους παραλογισμούς και τις ακροβασίες των αισθημάτων της.