Το Μάιο του 1945 ο 23χρονος αξιωματικός της Luftwaffe Χάραλντ Κουάντ αιχμαλωτίστηκε από τις δυνάμεις των Συμμάχων στο λιβυκό λιμάνι της Βεγγάζης, γράφει ο ο Νταβίντ Ντε Γιονγκ στο Bloomberg. Εκεί έλαβε ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα από τη μητέρα του, τη Μάγδα Γκέμπελς – τη σύζυγο του υπουργού Προπαγάνδας των Ναζί Γιόζεφ Γκέμπελς. Το χειρόγραφο επιβεβαίωνε τα δραματικά νέα που είχε ακούσει ο νεαρός αξιωματικός: η μητέρα του είχε αυτοκτονήσει την 1η Μαΐου στο υπόγειο καταφύγιο του Χίτλερ, αφού είχε δηλητηριάσει με κυάνιο τα έξι παιδιά της.
«Αγαπημένε μου γιε, ο πατέρας, τα έξι μικρά παιδιά κι εγώ αποφασίσαμε να δώσουμε ένα έντιμο τέλος. Χάραλντ, θέλω να σου μεταδώσω ό,τι έμαθα στη ζωή μου: Γίνε νομοταγής. Πιστός στον εαυτό σου, πιστός στον λαό, πιστός στη χώρα σου!», έγραφε η Μάγδα Γκέμπελς.
Ο Κουάντ απελευθερώθηκε το 1947. Επτά χρόνια αργότερα αυτός και ο ετεροθαλής αδελφός του Χέρμπερτ – ο Χάραλντ ήταν το μοναδικό εναπομείναν παιδί της Μάγδας Γκέμπελς από τον πρώτο της γάμο – θα κληρονομούσαν τη βιομηχανία που είχε ιδρύσει ο πατέρας τους, Γκίντερ Κουάντ και η οποία επί σειρά ετών κατασκεύαζε τα φλογοβόλα Mauser και αντιαεροπορικούς πυραύλους για λογαριασμό της πολεμικής μηχανής του Τρίτου Ράιχ.
Σχεδόν δέκα χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου, το πλέον πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο της βιομηχανίας του Κουάντ ήταν ένα μερίδιο στην αυτοκινητοβιομηχανία Daimler. Λίγα χρόνια αργότερα εξαγόρασαν μερίδιο της Bayerische Motoren Werke (BMW).
Χαμηλό προφίλ
Ο βιομηχανικός όμιλος των ετεροθαλών αδελφών άρχισε να αποκτά διαστάσεις και ισχύ μετά το θάνατό τους, τη δεκαετία του 1960. Η χήρα του Χέρμπερτ, Γιοχάνα Κουαντ, 87 ετών σήμερα, και τα παιδιά της Σουζάνε Κλάτεν και Στέφαν Κουαντ, έχουν μείνει ως οι μοναδικοί διάσημοι κληρονόμοι της BMW. Υπάρχουν όμως και άλλοι κληρονόμοι, επίσης δισεκατομμυριούχοι, που έχουν φροντίσει να διατηρήσουν ένα χαμηλό προφίλ.
Πρόκειται για τις κόρες του Χάραλντ Κουαντ: την Καταρίνα Γκέλερ-Χερ, 61 ετών, την Γκαμπριέλε Κουάντ, 60 ετών, την Ανέτε-Ανγκέλικα Μάι-Τίες, 58 ετών και την ηλικίας 50 ετών Κολίν-Μπετίνα Ρόζενμπλατ-Μο.
Οι τέσσερις αδελφές μετά τον θάνατο της μητέρας τους, Ινγκε, το 1978, κληρονόμησαν 1,5 δισ. γερμανικά μάρκα (760 εκατ. δολάρια), σύμφωνα με την επίσημη βιογραφία της οικογένειας, «Die Quandts». Τη διαχείριση της περιουσίας την έχει αναλάβει με φροντίδα του πατέρα τους η εταιρεία επενδύσεων Harald Quandt Holding GmbH.
Ο Φριτς Μπέκερ, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, αποκάλυψε ότι οι αδελφές από το 1981 έως το 1996 ελάμβαναν ετήσιο μερίδιο 7% από τα κέρδη της εταιρείας. Από το 1996 και εντεύθεν λαμβάνουν μερίδιο 7,6%. «Η οικογένεια επιθυμεί η εταιρεία να μείνει ιδιωτική. Είναι σωστή η απόφαση. Επενδύουμε σε ολόκληρο τον κόσμο και δεν μας πειράζει αν σε μια χρονιά κερδίσουμε 1 δισ. δολάρια ή 500 εκατ. δολάρια ή 3 δισ. δολάρια», δήλωσε ο Μπέκερ.
Κέρδη από τον πόλεμο
Μαζί οι τέσσερις αδελφές – και δύο παιδιά από έναν αποθανόντα αδελφό – μοιράζονται μια περιουσία που υπολογίζεται σε τουλάχιστον 6 δισ. δολάρια. Η περιουσία καθεμιάς, σύμφωνα με τον Κατάλογο των Εκατομμυριούχων του Bloomberg, υπολογίζεται στα 1,2 δισ. δολάρια. Ουδέποτε, ωστόσο, εμφανίστηκε κάποια εξ αυτών ως δισεκατομμυριούχος σε κάποια διεθνή κατάταξη των υπερ-πλουσίων του πλανήτη.
Η άνοδος της οικογένειας Κουάντ ξεκίνησε το 1883, όταν ο Εμίλ Κουάντ κληρονόμησε μια κλωστοϋφαντουργία από τον εκλιπόντα πεθερό του. Στις αρχές του 20ού αιώνα η επιχείρηση μεταβιβάστηκε στον πρεσβύτερο γιο του Εμίλ Κουάντ, τον Γκίντερ. Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1914, η κλωστοϋφαντουργία – που είχε ήδη εξελιχθεί σε μια από τις μεγαλύτερες της Γερμανίας – άρχισε να κατασκευάζει στρατιωτικές στολές.
Μετά τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας ο Γκίντερ Κουάντ εκμεταλλεύθηκε τα κέρδη που είχε αποκομίσει από τον πόλεμο και το 1922 εξαγόρασε πλειοψηφικό μερίδιο της Accumulatoren-Fabrik AG, μιας εταιρείας κατασκευής μπαταριών. Εξι χρόνια αργότερα εξαγόρασε την εταιρεία Berlin-Karlsruher Industriewerken AG, που κατασκεύαζε ραπτομηχανές και επάργυρα οικιακά σκεύη.
Στα χρόνια του πολέμου, όμως, η Berlin-Karlsruher Industriewerken ήταν μια από τις μεγαλύτερες πολεμικές βιομηχανίες της Γερμανίας. Μετά την ήττα του 1918, όμως, και τη συμφωνία για αφοπλισμό, εξαναγκάστηκε να αλλάξει την παραγωγή της…
Οι σχέσεις με τους Ναζί
Το 1918 η πρώτη γυναίκα του Γκίντερ Κουάντ πέθανε από ισπανική γρίπη αφήνοντάς τον χήρο με δύο γιους, τον Χέλμουτ και τον Χέρμπερτ. Το 1921 ο Γκίντερ Κουάντ νυμφεύθηκε την Μάγδκα Ρίτσχελ και ένα χρόνο αργότερα γεννήθηκε το μοναδικό παιδί τους, ο Χάραλντ. Ο Χέλμουτ πέθανε το 1927 από επιπλοκές σκωληκοειδίτη. Και το 1929 ο Κουάντ και η Μάγδα χώρισαν.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1931, η Μάγδα Κουάντ παντρεύτηκε τον βουλευτή Γιόζεφ Γκέμπελς, κάτοχο διδακτορικού διπλώματος στη δραματουργία, ο οποίος ήδη ήταν επικεφαλής του τμήματος προπαγάνδας του ραγδαία ανερχόμενου Ναζιστικού Κόμματος.
Μετά την αναρρίχηση των Ναζί στην εξουσία, το 1933, ο ηγέτης του κόμματος, Αδόλφος Χίτλερ, διόρισε τον Γκέμπελς υπουργό Προπαγάνδας του Τρίτου Ράιχ. Ο Χίτλερ, άλλωστε, ήταν κουμπάρος στο γάμο του Γκέμπελς και της Μάγδας.
Ο πρώτος σύζυγος της Μάγδας, ο Γκίντερ Κουάντ, έγινε μέλος του Ναζιστικού Κόμματος το 1933. Και οι βιομηχανικές του μονάδες, παρά τις εξαιρετικά τεταμένες σχέσεις που είχε ο Κουάντ με τον Γκέμπελς, έγιναν γρήγορα από τις μεγαλύτερες προμηθεύτριες των εξοπλιστικών προγραμμάτων των Ναζί.
Καταναγκαστική εργασία
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τα εργοστάσια του Κουάντ
προμήθευαν με μπαταρίες τα υποβρύχια U-Boat και τους εκτοξευτήρες ρουκετών V-2, ενώ παρήγαγε επίσης φλογοβόλα Mauser, αντιαεροπορικούς πυραύλους και άλλα πολεμοφόδια.
Σύμφωνα με τη μελέτη 1.183 σελίδων της Scholtyseck, από το 1940 έως το 1945 την παραγωγή των εργοστασίων της οικογένειας Κουάντ ενίσχυσαν περισσότεροι από 50.000 πολίτες, αιχμάλωτοι πολέμου και εργάτες στρατοπέδων συγκέντρωσης, προσφέροντας φυσικά καταναγκαστική εργασία.
Την έρευνα παρήγγειλε το 2007 η ίδια η οικογένεια Κουάντ, έπειτα από την προβολή στη γερμανική τηλεόραση ενός ντοκιμαντέρ με τίτλο «Η σιωπή των Κουάντ», το οποίο προσέγγιζε με εξαιρετικά κριτική ματιά τις δραστηριότητες της οικογένειας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η έρευνα Scholtyseck, η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα το 2011, αποκάλυψε επίσης ότι οι Κουάντ οικειοποιήθηκαν περιουσιακά στοιχεία από τους Εβραίους ιδιοκτήτες μιας εταιρείας. Και επίσης ότι ο Χέρμπερτ Κουάντ σχεδίαζε να δημιουργήσει μια νέα εταιρεία στην οποία θα εργάζονταν μόνο κρατούμενοι των Ναζί υπό καθεστώς δουλείας.
«Ο Γκίντερ Κουαντ δεν σκεπτόταν ως Ναζί, αλλά ως επιχειρηματίας. Αναζητούσε διαρκώς ευκαιρίες για να επεκτείνει την προσωπική αυτοκρατορία του», δηλώνει ο βιογράφος της οικογένειας.
Οσο για τον νεότερο γιο, τον Χάραλντ, μεγάλωσε με τη μητέρα του, τον Γκέμπελς και τα έξι ετεροθαλή αδέλφια του. Μετά την εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία, το 1939, κατετάγη εθελοντής στο σώμα αλεξιπτωτιστών. Πολέμησε στην Ελλάδα, στη Γαλλία και στη Ρωσία προτού καταρριφθεί το αεροπλάνο του και συλληφθεί, το 1944, για να μεταφερθεί σε στρατόπεδο αιχμαλώτων της RAF στη Βεγγάζη, όπου έλαβε το αποχαιρετιστήριο γράμμα της μητέρας του.
Του είχε γράψει και ο πατριός του για να τον αποχαιρετήσει: «Πιθανότατα θα είσαι ο μοναδικός που θα απομείνει για να συνεχίσει την παράδοση της οικογένειάς μας», του είχε γράψει ο Γκέμπελς.
Αποναζικοποίηση
Μετά τον πόλεμο ο Γκίντερ υπηρέτησε πάνω από ένα χρόνο σε στρατόπεδο με υποστηρικτές των Ναζί. Το 1948 έπειτα από ανακρίσεις κρίθηκε ότι δεν είχε υποστηρίξει ενεργά το καθεστώς και ως εκ τούτου δεν του επιβλήθηκαν ποινές. Πέθανε το 1954 ενώ βρισκόταν σε διακοπές στην Αίγυπτο.
Ο Χέρμπερτ ασχολήθηκε με την βιομηχανία μπαταριών, με την αυτοκινητοβιομηχανία και με την παραγωγή ποτάσσας, ενώ ο Χάραλντ ασχολήθηκε με άλλους κλάδους του ομίλου. Την δεκαετία του 1950 επέκτειναν τα μερίδιά τους στην Daimler και την επόμενη δεκαετία ο Χέρμπερτ έσωσε την BMW από την κατάρρευση, χρηματοδοτώντας νέα μοντέλα.
Ο Χάραλντ πέθανε το 1967 σε ηλικία 45 ετών σε αεροπορικό δυστύχημα κοντά στο Τουρίνο της Ιταλίας. Οι σχέσεις της χήρας του, Ινγκε, με τον Χέρμπερτ περιορίστηκαν μετά το θάνατο του Χάραλντ και το 1970 ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις για το διαχωρισμό της περιουσίας.
Η Ινγκε Κουάντ πέθανε από καρδιακή προσβολή την παραμονή των Χριστουγέννων του 1978 και δύο ημέρες αργότερα ο νέος σύζυγός της, Χανς-Χίλμαν φον Χάλεμ, αυτοκτόνησε με μια σφαίρα στον κρόταφο. Αφησαν πέντε ορφανές κόρες, δύο εξ αυτών σε εφηβική ηλικία.
Σήμερα η Γκαμπριέλε Κουαντ ζει στο Μόναχο. Σπούδασε οικονομικά και διοίκηση επιχειρήσεων στη Γαλλία (Insead) και παντρεύτηκε έναν γερμανό εκδότη με τον οποίο απέκτησε δύο γιους για να χωρίσει τελικά το 2008.
Η Καταρίνα Γκέλερ-Χερ διοικεί το Gestuet Waeldershausen, ένα κέντρο ιππασίας στο Χόνμπεργκ της Γερμανίας. Χρηματοδότησε τον διπλό ολυμπιονίκη Λαρς Νίεμπεργκ.
Η Κολίν-Μπετίνα Ρόζενμπλατ-Μο είναι σχεδιάστρια κοσμημάτων και διευθύνει ένα στούντιο στο Αμβούργο. Προσηλυτίστηκε στον Ιουδαϊσμό στη Νέα Υόρκη, σε ηλικία 24 ετών, όταν παντρεύτηκε τον πρώτο σύζυγό της, τον γερμανοεβραίο επιχειρηματία Μίκαελ Ρόζενμπλατ – ο πατέρας του ήταν επιζών από στρατόπεδο συγκέντρωσης των Ναζί!… Χώρισαν το 1997 και η Κολίν-Μπετίνα ξαναπαντρεύτηκε τον νορβηγό δημοσιογράφο Φρόντε Μο.
Η Ανέτε-Ανγκέλικα Μάι-Τίες ζει επίσης στο Αμβούργο. Σε πρώτο γάμο παντρεύτηκε έναν τραπεζίτη της Goldman Sachs που διαχειριζόταν τις επενδύσεις της οικογένειας επί 25 έτη. Μετά το διαζύγιο επαύθη από διαχειριστής.
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα της επενδυτικής εταιρείας της οικογένειας, ο όμιλος των τεσσάρων αδελφών αποτελείται από έξι εταιρείες χαρτοφυλακίου, που διαχειρίζονται περιουσιακά στοιχεία συνολικά 18 δισ. δολαρίων.