Αυτοδίδακτος, άπειρος, άγνωστος ως πολιτικό μέγεθος, ο Αβραάμ Λίνκολν προσήλθε στην προεδρία των ΗΠΑ το 1861 με τους πάντες να στοιχηματίζουν στην αποτυχία του, βρέθηκε να προΐσταται ενός διαιρεμένου έθνους σε εμφύλιο πόλεμο και κατέληξε 150 χρόνια μετά πρότυπο κυβερνήτη και οσκαρική βιογραφία του Στίβεν Σπίλμπεργκ. Οι ιδιότητες που τον κατέστησαν αρχετυπικό ηγέτη ωστόσο αποτυπώνονται καλύτερα στο έργο ενός άλλου.
Στην αγνοημένη στην Ελλάδα (πλην της ακροτελεύτιας Χρυσής Εποχής) σειρά ιστορικών μυθιστορημάτων του με θεματικό καμβά τη διολίσθηση της αμερικανικής δημοκρατίας σε ιδιότυπο αντίστοιχο των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών, ο Γκορ Βιντάλ κάνει μια στάση στον 16ο αμερικανό πρόεδρο. Το Lincoln (Abacus, 1984) ξεφεύγει από το πρότυπο του οικογενειακού έπους καθώς επικεντρώνεται στη συγκρότηση ενός πορτρέτου μέσα από την αλληλεπίδραση του πολιτικού με το προσωπικό στοιχείο, τη βασανιστική διαδικασία λήψης αποφάσεων που κρίνουν εξ αποστάσεως ανθρώπινες ζωές, την οδυνηρή τριβή των πεποιθήσεων στην καθημερινή πραγματικότητα της μείζονος κρίσης που συνιστά ένας πόλεμος.
Ο Λίνκολν του Βιντάλ είναι πολύπλοκος. Στοργικός πατέρας, υπομονετικός σύζυγος, καλός οικογενειάρχης. Φιλόδοξος πολιτικός, πείσμων συνομιλητής, εσωστρεφής χαρακτήρας. Πανούργος νους, εμπνευσμένος ρήτορας, ρεαλιστής παρατηρητής. Ο κύκλος των υπόλοιπων πρωταγωνιστών του βιβλίου τον βλέπει ως έναν απαιτητικό πρόεδρο, χωρίς τις απαραίτητες για την Ουάσινγκτον κοινωνικές δεξιότητες, που αρέσκεται να μιλά χωρίς περιστροφές, παραμένει όμως ευμετάβολος και επιρρεπής σε δεύτερες σκέψεις. Το φαινομενικά ανεξάντλητο απόθεμά του από λαϊκές παραβολές για κάθε δυνατή περίσταση εκνευρίζει πολλούς.
Στη διάρκεια του πολέμου ο Λίνκολν λύνει και δένει – σε στρατιωτικά ζητήματα: αντικαθιστά τον στρατηγό Σκοτ με τον Μακλέλαν, τον Μακλέλαν με τον Μπέρνσαϊντ, τον Μπέρνσαϊντ με τον Χούκερ, τον Χούκερ με τον Μηντ, τον Μηντ με τον Γκραντ. Η παραπάνω πρακτική, αντίστοιχη θερμόαιμου προπονητή ομάδας μπάσκετ, συνοδεύεται από εντατική μελέτη στρατιωτικών εγχειριδίων προκειμένου να μπορεί να ελέγχει τη δραστηριότητά τους στο μέτωπο. Οι διορισμοί δεν γίνονται πάντα με αξιοκρατικά κριτήρια: η πολιτεία της καταγωγής του καθενός ή η πολιτική του ταύτιση έχουν ειδικό βάρος στην τελική απόφαση – όταν το επιτάσσει η ανάγκη, ο «έντιμος Έιμπ» δεν είναι υπεράνω συμφωνιών κάτω από το τραπέζι.
Με βάση τα ιστορικά μέσα μιας πρότερης εποχής, χωρίς να έχει πρόσβαση στη σύγχρονη έρευνα (ο Σπίλμπεργκ ακολουθεί το λεπτομερειακά αναλυτικό Team of Rivals της Ντόρις Κερνς Γκούντγουϊν, Simon & Schuster, 2005), ο Βιντάλ προχωρεί σε μια τολμηρή αναθεώρηση της απλουστευτικής εικόνας ενός καλοπροαίρετου, χαρισματικού, αλάνθαστου μάρτυρα της αμερικανικής δημοκρατίας. Διασώζει όμως την ουσία της προσωπικότητας ενός ηγέτη: ο Λίνκολν του διαθέτει ευθυκρισία, βούληση, καταστατικές αρχές, πολιτικό αισθητήριο, ιδεολογική τόλμη και την αρετή να συντάσσεται με το πνεύμα, όχι το γράμμα του νόμου.
Εδώ έγκειται και η διαφορά του από τον εσμό των δελφίνων που τον περιβάλλουν: διακεκριμένοι δημόσιοι άνδρες της εποχής τους, άνθρωποι υπολογίσιμων ικανοτήτων όλοι, αδυνατούν να αρθούν από το politicking στο politics, από την πολιτικολογία στο επίπεδο της πολιτικής, από το ζύγι εκλογικών κύκλων και τις κομματικές ενδογαμίες ολιγάριθμων ελίτ στην άρθρωση των ιδεολογικών συνθέσεων ή ρήξεων που επιζητεί μια μεταβαλλόμενη κοινωνία. Υπό αυτή την έννοια, ο Λίνκολν του Βιντάλ προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις ανά την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση ως απάντηση στον κοινό τόπο περί ηγετικής λειψανδρίας. Έλλειμμα ηγεσίας δεν υπάρχει γιατί αναγκαστικά πλέουμε σε μια θάλασσα μετριοτήτων, υφίσταται όμως οπωσδήποτε επειδή πολλοί ενδεχομένως ικανοί επιλέγουν να αρκούνται στην ανακουφιστική παραμονή εντός του ελάχιστου κοινού πολλαπλασίου των τετριμμένων.