Εδώ και τρία χρόνια η ελληνική κοινωνία έχει βιώσει μαζικά μειώσεις αποδοχών και αυξήσεις φόρων. Οι εισοδηματικές απώλειες θεωρούνται δεδομένες και είναι σχεδόν παγιωμένες στη συνείδηση της πλειονότητας των εργαζομένων του Δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, ως αποτέλεσμα της μεγάλης οικονομικής φθοράς, τόσο του κράτους, όσο και των επιχειρήσεων.

Ειδικότερα στον στενό και στον ευρύτερο Δημόσιο τομέα, όπου κατά κοινή πεποίθηση σημειώθηκε κατασπατάληση πόρων και δυνάμεων τα προηγούμενα χρόνια, το ζήτημα της αναγκαιότητας και μισθολογικών περικοπών έχει κριθεί προ πολλού. Και στις περισσότερες των περιπτώσεων οι περικοπές εφαρμόσθηκαν χωρίς μεγάλες αντιδράσεις,εξαιτίας ακριβώς αυτής της γενικής πεποίθησης.
Εξαίρεση αποτελούν ορισμένες ομάδες εργαζομένων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, οι οποίες υπεραντιδρούν, παρ’ ότι οι οργανισμοί τους είναι ελλειμματικοί και χρηματοδοτούμενοι από το σχεδόν πτωχευμένο ελληνικό κράτος.
Ο τομέας των αστικών συγκοινωνιών είναι ένας απ’ αυτούς. Ειδικά οι απασχολούμενοι στο Αττικό Μετρό, οι οποίοι έτυχαν ειδικών ρυθμίσεων και απολαβών από την αρχή, διατηρούν ακόμη αμοιβές οι οποίες διαμορφώθηκαν στον καιρό της μεγάλης ευημερίας.
Είναι προφανές ότι στις παρούσες οικονομικές συνθήκες και στον βαθμό που οι αστικές συγκοινωνίες εξαρτούν τη λειτουργία τους από τη χρηματοδότηση του κράτους, η οποία σημειωτέον εξασφαλίζεται υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, οι παλαιές αμοιβές δεν είναι υπερασπίσιμες, όπως δεν είναι για κανένα εργαζόμενο στο στενό ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.Πολύ περισσότερο όταν οι περισσότεροι των δημοσίων υπαλλήλων και εργαζομένων σε δημόσιους οργανισμούς και επιχειρήσεις έχουν αποδεχθεί τη συρρίκνωση των αποδοχών τους.

Η περίπτωση των συγκοινωνιών δεν μπορεί να αποτελέσει εξαίρεση.

Και όσο ταχύτερα γίνει αντιληπτή αυτή η ανάγκη τόσο καλύτερα για όλους.

ΤΟ ΒΗΜΑ