Από το 2009 και εντεύθεν όσοι άσκησαν εξουσία και διαχειρίσθηκαν την μεγάλη οικονομική κρίση μόνο φθορές μετρούσαν μέχρι πρότινος.
Το ΠαΣοΚ έχασε τα αυγά και τα καλάθια. Ο πρόεδρός του αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την πρωθυπουργία στο μέσον της θητείας του και λίγους μήνες αργότερα την προεδρία του κόμματος. Κάτι που λίγους μήνες πριν φάνταζε ιεροσυλία συνέβη έτσι απλά, ωσάν να ήταν το φυσιολογικότερο των γεγονότων.
Στις εκλογές που ακολούθησαν το άλλοτε πανίσχυρο κόμμα υπέστη ήττα μοναδική, απώλεσε τη μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων του.
Στις δεύτερες εκλογές ένα μήνα μετά κατέγραψε και νέες απώλειες και ο αρχηγός του στήριξε μεν την τρικομματική κυβέρνηση, αλλά απέφυγε επιμελώς να τοποθετήσει σ’ αυτήν στελέχη πρώτης γραμμής.
Η Νέα Δημοκρατία που στήριξε την κυβέρνηση Παπαδήμου υπέστη κι αυτή μεγίστη ήττα στις εκλογές του περασμένου Ιουνίου.
Ο πρόεδρός της κ. Αντώνης Σαμαράς έζησε στιγμές μεγάλης απογοήτευσης εκείνη την Κυριακή. Και ίσως να τελείωνε αν δεν είχε το κουράγιο να επιμείνει και την προνοητικότητα να δώσει μετωπική μάχη στο όνομα της παραμονής της Ελλάδας στην ευρωζώνη.
Στις δεύτερες εκλογές, ένα μήνα μετά, πήρε την πρωτιά και είχε την ευκαιρία να συγκροτήσει κυβέρνηση συνεργασίας.
Έκτοτε οι συγκρούσεις δεν έλειψαν, ούτε το πολιτικό κόστος. Με τη διαφορά ότι στο διάστημα που διέρρευσε από τον περασμένο Ιούλιο έως τώρα τα πάντα εξελίχθηκαν χωρίς πολλές φιοριτούρες.
Η κυβέρνηση, οι δύο βασικοί εταίροι, οι πιο πληγωμένοι από την κρίση, επέμειναν στην επιλογή τους και ανέλαβαν το κόστος χωρίς περιστροφές, απαιτώντας στη συνέχεια πλήρη και ολοκληρωμένη τη βοήθεια των εταίρων.
Όπερ και εγένετο. Με αποτέλεσμα η μεγάλη ανασφάλεια για το νόμισμα να υποχωρήσει και ο ελληνικός λαός να νοιώσει για πρώτη φορά από το 2009 ότι κάτι μπορεί να περισωθεί.
Ήταν το διάστημα αυτό μέχρι τα τέλη του περασμένου Δεκεμβρίου καθοριστικό για τις πολιτικές υποθέσεις της χώρας.
Από εκείνη τη στιγμή οι πολιτικές δυνάμεις που ανέλαβαν το βάρος των μεγάλων αποφάσεων ανέπτυξαν ισχυρό επιχείρημα και μπορούσαν να υποστηρίξουν πλέον με σθένος ότι η χώρα δύναται να παραμείνει στην ευρωζώνη.
Επρόκειτο για σημείο καμπής, γιατί απλούστατα αυτή ήταν και η επιθυμία της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού.
Έκτοτε έπαψε να μετρά πολιτικό κόστος για τους κ. Σαμαρά και Βενιζέλο.
Πράγμα που η αντιπολίτευση αντελήφθη και θέλησε να μεταφέρει την ένταση στο ηθικό πεδίο, σηκώνοντας το θέμα της λίστας Λαγκάρντ.
Όμως, όποιες κι αν ήταν οι ευθύνες των δύο, φάνηκε από την αρχή ότι δεν ήταν ικανές να αναιρέσουν την ανακούφιση του ελληνικού λαού από τη διάσωση και την παραμονή στην ευρωζώνη.
Η αντιπολίτευση δεν συμβιβάστηκε ποτέ με την ιδέα αυτή και επέμεινε υψώνοντας τους τόνους, διεκδικώντας ρόλους τιμωρού και εισαγγελέα.
Αυτά στην πολιτική όμως δεν έχουν μεγάλη τύχη.
Οι εμπειρίες του παρελθόντος δείχνουν ότι οι κατήγοροι εύκολα μπλέκουν και χάνονται στο πλήθος των αμφισβητήσεων και των αντεπιχειρημάτων που οι κατηγορούμενοι δικαιούνται να προβάλουν και να αναδείξουν.
Η αντιπολίτευση έπαιξε ένα παιγνίδι ηθικής και το έχασε, επειδή απλούστατα το πλεονέκτημα που κέρδισε η κυβέρνηση ήταν υπέρτερο και το διακύβευμα κολοσσιαίο, πάνω και πέραν πάσης ηθικής ή ηθικολογίας. Και τελευταίως, έπειτα από την έξαρση του φαινομένου της πολιτικής τρομοκρατίας, πήρε ακόμη μεγαλύτερη διάσταση.
Θα φανεί και στην πράξη προσεχώς, όταν οι επόμενες δημοσκοπήσεις θα αποδώσουν ύστερα κέρδη μόνο στα κόμματα των κ. Σαμαρά και Βενιζέλου.
Για να καταδειχθεί ακόμη μια φορά πως το παίγνιο της πολιτικής είναι σύνθετο, πολυπαρογοντικό και δεν κερδίζεται με ευκολίες και ουρλιαχτά.