Το 2005 ο 60χρονος σήμερα γαλλοαρμένιος σκηνοθέτης Ρομπέρ Γκεντιγκιάν έγραψε ένα κείμενο καλώντας τον κόσμο να ψηφίσει κατά του Ευρωπαϊκού Συντάγματος. Για να κάνει ακόμη πιο παραστατική την εικόνα της διαμόρφωσης της εργατικής τάξης ο αριστερός σκηνοθέτης αναφέρθηκε στους «φτωχούς ανθρώπους» του ποιήματος «Καλοί που είναι οι φτωχοί» του Βίκτωρος Ουγκό. Τότε ήταν που σιγά-σιγά άρχισε να ριζώνει μέσα του ο σπόρος της ταινίας «Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο», της ιστορίας ενός μεσήλικου ο οποίος χάνει μεν τον κόσμο του όταν απολύεται, αλλά σε καμία περίπτωση δεν δέχεται να θυσιάσει αρχές και αξιοπρέπεια. Ολα αυτά με φόντο τη Μασσαλία, τη γενέτειρα του σκηνοθέτη, ο οποίος από την αρχή της καριέρας του την κινηματογραφεί μέσα σε όλη τη γυμνή καθημερινότητά της, χωρίς καθόλου εξωτικά στοιχεία. Ετσι όπως ο Κεν Λόουτς σκηνοθετεί το Λονδίνο ή τη Γλασκώβη.
Τα «Χιόνια του Κιλιμάντζαρο» είναι η ταινία με την οποία ο Γκεντιγκιάν συμπλήρωσε το 2011 τη δική του, άτυπη, κινηματογραφική «Τριλογία της Μασσαλίας», η οποία άρχισε το 2002 με το «Marie Jo et ses 2 amis» και συνεχίστηκε με τη «Lady Jane» το 2008. Λέμε άτυπη γιατί σχεδόν όλες οι ταινίες του Γκεντιγκιάν, το «Dernier ete», το «Ki lo sa?», το «Rouge midi», το «Marius et Jeanette», ανιχνεύουν την ίδια πόλη.
Από τις πρώτες κιόλας ταινίες του συνδετικός κρίκος, εκτός της πόλης, είναι το βασικό επιτελείο των ηθοποιών: η σύζυγος του σκηνοθέτη, ηθοποιός Αριάν Ασκαρίντ, επίσης Μασσαλιώτισσα (γνωρίστηκαν στα πανεπιστημιακά χρόνια τους και παραμένουν μαζί), ο σπουδαίος ηθοποιός Ζαν Πιερ Νταρουσέν και ο Ζεράρ Μεϊλάν είναι πρόσωπα που εμφανίζονται σε αυτές τις ταινίες. Είναι ο δικός του προσωπικός «στρατός», απολύτως ταυτισμένος με την ιδεολογία του δημιουργού και φυσικά την πόλη της Μασσαλίας.
Καθ’ ότι πρόκειται για το μεγαλύτερο λιμάνι όχι μόνο της Γαλλίας αλλά ολόκληρης της Μεσογείου, η Μασσαλία ήταν φυσικό να εξυπηρετεί κυρίως τις ανάγκες του λαϊκού γαλλικού κινηματογράφου σε ταινίες κυρίως αστυνομικού περιεχομένου. Το «Μπορσαλίνο», η «Δεύτερη πνοή», το «Αντίο, φίλε», το «Φεγγάρι στον υπόνομο», αλλά και οι προπέρσινες «22 σφαίρες», είναι ταινίες που διαδραματίζονται στους κακόφημους δρόμους της Μασσαλίας τους οποίους διέσχισε ορμητικά αλλά πολύ πιο χιουμοριστικά η σειρά περιπετειών «Taxi» –η οποία γνώρισε τεράστια επιτυχία και έγινε αμερικανικό ριμέικ.
Ο Ρομπέρ Γκεντιγκιάν βεβαίως κινείται σε εντελώς διαφορετικά επίπεδα ακόμη και όταν εργάζεται σε μια ταινία «αστυνομικών προδιαγραφών» όπως συμβαίνει με τη δεύτερη ταινία της άτυπης τριλογίας του, το «Lady Jane». Εδώ ο σκηνοθέτης ακολουθεί τα χνάρια του αρχετυπικού φιλμ νουάρ: το σκοτεινό παρελθόν μιας γυναίκας (και πάλι η Ασκαρίντ) επιστρέφει σαν μπούμερανγκ στη ζωή της όταν ο γιος της πέφτει θύμα απαγωγής. Αναγκάζεται να απευθυνθεί στους παλιούς φίλους της για να τη βοηθήσουν.
Αυτό όμως που συνδέει τη γυναίκα με τους ανθρώπους που δεν έχει ξανασυναντήσει από τότε που τα ραδιόφωνα έπαιζαν την επιτυχία των Rolling Stones «Lady Jane» είναι το έγκλημα. Ο χώρος δραματουργίας της ιστορίας, η Μασσαλία, με τα ύποπτα σοκάκια και το πασίγνωστο λιμάνι, συμβάλλει τα μέγιστα στη δημιουργία της ατμόσφαιρας μιας ιδιαίτερης ταινίας, η οποία συνδέει το θρίλερ με το υπαρξιακό δράμα σε ένα ενδιαφέρον σύνολο.
Συνεπώς, κατά κάποιον τρόπο ο Γκεντιγκιάν είναι ο Ζαν Κλοντ Ιζό του σινεμά. «Γεννήθηκα στη Μασσαλία και επιστρέφω συστηματικά στην πόλη μου εδώ και περίπου 30 χρόνια» είχε πει στο «Βήμα» με αφορμή την προβολή της ταινίας «Τα χιόνια του Κιλμάντζαρο». «Η ομορφιά της Μασσαλίας είναι ότι πρόκειται για ένα λιμάνι που περιλαμβάνει τον κόσμο ολόκληρο. Και αυτό με βοηθά στο να δίνω μια οικουμενική διάσταση στα θέματά μου».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ