Η πόλη του διάσημου χορογράφου Μορίς Μπεζάρ, του δραματικού ποιητή Εντμόν Ροστάν, του χορογράφου Μαριούς Πετιπά, του υπερρεαλιστή συγγραφέα Αντονέν Αρτό, του ηθοποιού Φερναντέλ και του διεθνούς ποδοσφαιριστή Ερίκ Καντονά, η πόλη στην οποία γεννήθηκε ο Παύλος Μελάς, γιορτάζει εφέτος την ανακήρυξή της σε Ευρωπαϊκή Πολιτιστική Πρωτεύουσα για το 2013.
Η Μασσαλία, που ιστορικά υπήρξε το λιμάνι που συνέδεε τη Νότια Ευρώπη με τη Βόρεια Αφρική και την υπόλοιπη Μεσόγειο, επιζητεί με αυτόν τον εορτασμό για άλλη μία φορά να επιβεβαιώσει ότι αποτελεί μια ουσιαστική γέφυρα μεταξύ των πολιτισμών της Μεσογείου.
Ο σημερινός επισκέπτης των περιχώρων της Μασσαλίας δεν θα βρει φυσικά εικόνες όπως εκείνες από τα έργα του Σεζάν, με τα κλισέ γραφικά χωριουδάκια της Προβηγκίας, αλλά ούτε και το παλιό βρώμικο λιμάνι της πόλης. Στη θέση τους θα συναντήσει σύγχρονα προάστια και μια νέα πόλη γεμάτη βουή, αγορές, πολυεθνικό κόσμο και πολλές αντιθέσεις. Οι αποθήκες στο παλιό λιμάνι φιλοξενούν πολιτιστικές εκδηλώσεις, ενώ ένα νέο σύγχρονο λιμάνι, κάθετα στο παλιό, φροντίζει για την υποδοχή τουριστών και εμπορευμάτων.
Η πόλη της Μασσαλίας, της οποίας ο κεντρικός δρόμος ονομάζεται λεωφόρος Αθηνών, εξακολουθεί να συντηρεί πολλούς μύθους. Από το 600 π.Χ., όταν αποικήθηκε από τους Φωκαείς της Ιωνίας, ως σήμερα έχει σύρει μαζί της τον μύθο της πολυεθνικής πόλης με τις μεγάλες αντιθέσεις, τους παρανόμους, τα γκέτο, τους λαϊκούς ανθρώπους του λιμανιού. Και έχει δώσει λαβή κυρίως στους συγγραφείς αστυνομικών ιστοριών να αφηγηθούν ιστορίες οι οποίες συντηρούν αυτούς τους μύθους. Ο πεζογράφος Ζαν-Κλοντ Ιζό και ο σκηνοθέτης Ρομπέρ Γκεντιγκιάν είναι αυτοί που με τις τριλογίες τους αποθεώνουν τον μύθο της μαύρης αλλά και λαϊκής Μασσαλίας.
Παστίς, έρωτες, βρώμα και μαφία
«Γκαρσόν, ένα παστίς». Αυτή είναι η πιο συνηθισμένη πρόταση που ακούς από τα χείλη του Φαμπιό Μοντάλε, του ήρωα του Ζαν-Κλοντ Ιζό στη μυθιστορηματική νουάρ τριλογία του («Το μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας», «Το τσούρμο», «Solea», όλα από τις εκδόσεις Πόλις). Ο Φαμπιό όταν ξυπνάει και λίγο προτού γυρίσει σπίτι του θα περάσει από το μπαρ του φίλου του Φονφόν για να πιει παστίς, τοπικό ποτό με γλυκάνισο που μοιάζει με το ούζο.
Κάποια ώρα της ημέρας θα βρίσκεται στο Bar des Treize Coins ενώ το μεσημεράκι θα καθήσει σε ένα ανώνυμο καφενείο στο λιμάνι για ψαράκια και κρασί. Είναι ένας πλάνητας Μαρσεγέζος. Το όνομά του το οφείλει στην αγάπη του Ιζό στον συγγραφέα Μανουέλ Βάσκεθ Μονταλμπάν, αλλά και στον ιταλό ποιητή Εουτζένιο Μοντάλε.
Ο Ιζό αφηγείται ιστορίες με φόντο τη Μασσαλία και αντικείμενο την πολιτική διαφθορά, τις σχέσεις μεταξύ πολιτικής, μαφίας και αστυνομικών, τον λεπενικό ρατσισμό και τον φανατικό ισλαμισμό. Οι άνθρωποι του Ιζό τριγυρνούν στη συνοικία Le Panier, την πιο βρώμικη της πόλης. Φτωχοί εργάτες του λιμανιού, Αραβες για όλες τις δουλειές του ποδαριού, μικρολαθρέμποροι, μετανάστες από το Παλέρμο, τη Σεβίλλη και τις Κομόρες, αλλά και ρατσιστές, μαφιόζοι, άνθρωποι του σκληρού εγκλήματος, έμποροι ναρκωτικών, σκληροπυρηνικοί ισλαμιστές… κάθε καρυδιάς καρύδι βρίσκει καταφύγιο στα στενά σοκάκια της συνοικίας.
Φυσικά σήμερα η εικόνα στο Le Panier έχει αλλάξει. Κάποια στιγμή τα ενοίκια έπεσαν, κάτι που εκμεταλλεύθηκαν ζωγράφοι, κεραμιστές, σαπωνοποιοί και σοκολατοποιοί, οι οποίοι μετέτρεψαν τις άλλοτε κατοικίες απατεώνων σε ατελιέ και εργαστήρια. Τη δεκαετία του 1990 η αστυνομική τριλογία του συγγραφέα Ζαν-Κλοντ Ιζό με κεντρικό ήρωα τον επιθεωρητή Φαμπιό Μοντάλε, γέννημα θρέμμα του Le Panier, δίνει τεράστια ώθηση στην περιοχή. Εκτοτε η φτωχογειτονιά γίνεται μύθος που μεταφέρεται πέρα από τα όρια της Μασσαλίας.
Η κινηματογραφική μεταφορά των βιβλίων του Ιζό με τον Αλέν Ντελόν να ενσαρκώνει τον Μοντάλε απογείωσε τον μύθο για τη νουάρ Μασσαλία στέλνοντας τους τουρίστες να ανεβοκατεβαίνουν τα ατέλειωτα σκαλιά της αναζητώντας το μπαρ κάποιου Χασάν για να δοκιμάσουν παστίς.
Ο Φαμπιό Μοντάλε, ένας πρώην επιθεωρητής της αστυνομίας, βρίσκεται συνήθως μπλεγμένος με τις εγκληματικές πράξεις της μαφίας, κάποιες από τις οποίες αγγίζουν κοντινά του πρόσωπα. Είναι ένας μοναχικός τύπος, η αγαπημένη του Λολ τον έχει παρατήσει για έναν κιθαρίστα της τζαζ, και ο ίδιος ζει πια με εφήμερους έρωτες, γυρίζοντας στα μικρά καφέ της πόλης, συνομιλώντας με φορτοεκφορτωτές, μπάρμεν και ηλικιωμένες γυναίκες.
Πίνει malt ουίσκι, προβηγκιανό ροζέ κρασί, μπίρα και παστίς, ενώ καπνίζει ακατάπαυστα. Ακούει Λεό Φερέ, έθνικ και παλιά τζαζ –Ελινγκτον, Κολτρέιν, Ντέιβις. Αγαπά την πόλη, κυρίως το λιμάνι και τη θάλασσα. Διαθέτει μια μικρή βάρκα και όταν αισθάνεται φουντωμένος από τη μοναξιά του ξανοίγεται με αυτήν πέρα από τα νησάκια που δεσπόζουν απέναντι από το λιμάνι.
Για τον Φαμπιό, alter ego του Ιζό, η Μασσαλία είναι μια γυναίκα πρόθυμη να δοθεί σε όποιον την αγαπήσει. Είναι η πόλη του, το πεπρωμένο του. Αλλά δύσκολη. Ο ρατσισμός έχει ήδη εμφιλοχωρήσει στα μυαλά και στις πράξεις των κατοίκων της. Γράφει χαρακτηριστικά: Η οικονομική κρίση το δημιούργησε το πρόβλημα. Η ανεργία. Οσο ανέβαινε η ανεργία τόσο πιο πολλούς τους βλέπαμε τους μετανάστες. Νόμιζες ότι ο αριθμός τωνΑράβων αυξανόταν σε αναλογία με τις στατιστικές της ανεργίας! Το άσπρο τους το ψωμί οι Γάλλοι το έφαγαν στη δεκαετία του ’70. Τώρα όμως το μαύρο τους το ψωμί ήθελαν να το φάνε μόνοι. Με τίποτα δεν έπρεπε να έρθουν άλλοι να τους πάρουν έστω κι ένα ψίχουλο. Οι Αραβες να τι έκαναν: μας έκλεβαν τη μιζέρια από το πιάτο μας!».
Στον πρώτο τόμο της τριλογίας «Το μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας» ο Μοντάλε θα αναζητήσει τους δολοφόνους δύο παιδικών του φίλων. Και οι τρεις ήταν ερωτευμένοι με την ίδια γυναίκα. Στον δεύτερο τόμο, «Το τσούρμο», ο Μοντάλε έχει παραιτηθεί ήδη από το σώμα και αναζητεί τον δολοφόνο του παιδιού της αγαπημένης του εξαδέλφης. Στον τελευταίο τόμο της τριλογίας με τίτλο «Solea» (από την ομώνυμη σύνθεση του Μάιλς Ντέιβις) ο Μοντάλε καταδιώκει τη μαφία όντας απελπιστικά μόνος, σε ένα απαισιόδοξο κρεσέντο που αντανακλά την ψυχολογία του ίδιου του Ιζό, ο οποίος πέθανε ύστερα από λίγο καιρό.
Ολόκληρη η τριλογία είναι βασισμένη πάνω σε αντιθέσεις. Η μαύρη Μασσαλία της μαφίας και της διαφθοράς απέναντι στη ζεστή Μασσαλία του φωτός και της θάλασσας. Οι μεγάλες αγάπες απέναντι στις μεγάλες απογοητεύσεις. Οι θανατηφόρες σφαίρες απέναντι στο καλό κρασί. Το κυνήγι του κέρδους απέναντι στο χουζούρεμα. Το πολυεθνικό θορυβώδες πλήθος απέναντι στη μοναξιά των αγαπημένων ηρώων του Ιζό.
Ο Φαμπιό / Ιζό θρηνεί για τις αλλαγές που εκσυγχρονίζουν αλλά και πληγώνουν την αγαπημένη του πόλη. Ξέρει ότι η Μασσαλία που αγάπησε δεν θα υπάρχει σε λίγα χρόνια. Κρατιέται από τον μύθο της και λιγότερο από την πραγματικότητα. Εχει τονιστεί πολλές φορές ότι η απαισιοδοξία του Φαμπιό αντανακλά την απαισιοδοξία του συγγραφέα, την αίσθηση του τέλους που τον τυλίγει. Αλλά σε αυτές τις σκληρές ιστορίες ενυπάρχουν πάντα και λάμπουν στα πιο μαύρα και μοχθηρά αισθήματα η καλοσύνη των ανθρώπων και οι μικρές αξίες που τους διατηρούν σε μια ζωή άξια του ονόματός της.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ